- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
7

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - A - Afräkna ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Afräkna —Afskrift.

7

Afräkna, νφαιρείν. άφαιρίϊν. Jfr
Undantaga.

Afräkning, ύφαί^εϋνς, άφαίρεσνς, ή.

Af r ätt a, &ανατουν. &ανάτω διδόναι.
δημοσία άποχτείνειν.: afrättas, δημοσία άπο&νήσχειν.

Afrättning, &ανάτωσις, ή. S-άνατος, ο.

Afrödja, 1) se Bortrödja. 2) gm rödjande
göra öppen, fri, χενουν (t. ex. ett bord). λεαίνειν.

Afsadla, άποσάττειν. άφαιρεϊν τό Ιφ>ίππιον.

Afsaknad, se Saknad.

Af sats, διειλημμένον, τό (på en mur, του
τείχους): διάζωμα, τό (i theatersalong): på strå,
διαφυή, ή.

Afse 1) syfta på, se Afseende. 1) — 2) taga
i betraktande, se Afseende. 2) — 3) åsyfta ss.
mål, σκοπεϊν τι 1. πρός τν 1. οπως m. fut.
στο-χάζεσ&αί τίνος. βονλεσ&αι, Ιπινοεϊν, διανοεϊσ&αί
τι 1. m. inf. τείνειν Ιπί 1. πρός τι. μέλλειν m. inf.

Afseende, 1) hänseende αναφορά, ή.
Ιπα-ναφορά, ή (på ett förut nämdt).: ha a. på (syfta),
τείνειν, συντείνειν εις, Ιπί, πρός τι. άνήκειν εις,
πρός τι. είναι πρός τι. σκοπεϊν πρός τι. m. sina
ord, άποτείνειν πρός, εις τινα 1. τι.
άποσημαί-νειν εις τινα.: dta har a. på mig, τοντ’ ϊγγύς
Ιμου τείνει. — i a. på ngt, κατά τι. εις τι. πρός τι.
περί τι. ofta m. bl. acc. t. ex. förfaren i a. på
krigsväsendet, έμπειρος τα τον πολέμου.: i a. på
dne, το κατά τούτον είναι.: i dta a., το κατά
τούτο, τούτο μεν.: i visst a., πρ, παίς (enkl.).
τρόπον τινά.: i ett a., — i ett annat, πρ μεν
— πρ δέ.: i hvarje a., i alla afseenden, εις
πάντα. κατά πάντα, τά πάντα, πανταχρ. παντελώς,
παντάπαοι.: i intet a.: ούδαμρ. ουδαμώς
(μηδα-μρ, -ως).: i många afseenden, πολλαχρ. 2)
betraktande, aktgifvande, λόγος, ο. υπόλογος, ο.
Επιστροφή, η.: göra a. på, fästa a. vid, λόγον
1. νπόλογον ποιεϊσ&αί τίνος, iv ύπολόγω
ποιεϊ-öS-ai τι. λόγον εχειν τινός, άποβλέπειν εις, πρός
τι. φροντίζειν τινός, ϊντρέπεσβ-αί τίνος.: fästa
intet a. vid, ούδένα λόγον ποιεϊσ&αί τίνος,
άμε-λεϊν, καταφρονειν, όλιγωρεϊν τίνος.: s. förtjenar
a., λόγου άξιος, 3. ϊλλόγιμος, 2. 3) se Syfte.

Afsegla, άπο-, έκπλεϊν. άνάγεσ&αι. εκπλουν
ποιεϊσ&αι.

Afsegling, απόπλους, εκπλονς, ό. αναγωγή,-η.

Af sela, άπ οζευγνύναι. λύειν.

Afsides, χωρίς. Μία. κατ’ hHav.: lägga,
sätta, ställa a., άποτι&έναι. χωρίς κα$ιστάναι.
πόρρω άφιστάναι.: ligga a., άποκεϊσ&αι.
κεχω-ρίσ&αι.: taga a., {μόνον) άπολαμβάνειν.: gå,
ställa sig a., άιτοχωρεϊν. ύποχωρεϊν. με&ίστασ&αι.
άφίστασ&αι. άποτάττεσ&αι. för att tillfredsställa
ett behof, άποπατεϊν. άφοδεύειν.: låta gå a.,
με-d-ιστάναι.: kalla a., (παρ)εκκαλεϊν.: skaffa,
bringa a., ix7τοδών ποιεϊν, -σ&αι. άναιρείν $κ μέσον,
ϋπεκτί&εσ&αι, (för att rädda).

Afsigt, 1) subjektivt, viljans riktning på ett
ändamål, βουλή, ή. βούλησις, ή. προαίρεσις, ή.
διάνοια, ίπίνοια, ή. γνώμη, ή. τό βουλόμενον.
επίβουλη, η (ond a.). Ofta gm omskr.: i hkn a.?
τί βουλόμένος; m. a., se Afsigtligt.: utan a.,
se Afsigtslöst.: jag gör ngt i den a. att,
ποιώ τι {ίπίτηδες) ίνα, i god a., από καλής
γνώμης.: ha för a., βούλεσ&αι, Ιπινοείν τι 1. inf.
μέλλειν m. inf: ha onda afsigter mot ngn,
κακώς 1. κακόν ίπινοεϊν τινι.: ha afsigter på ngt,
Ιπιβουλεύειν τινί (i ond men.), οτοχάζεσ&αι 1. I-

πι9·υμεϊν τίνος. 2) objektivt, se Åndam&l,

Afsigtlig, εχούϋίος, 3. προαιρετός, 3 (om
saker). Ικών, ουσα, όν (om pers.)—■Adv., Επίτηδες.
Ιξεπίτηδες. ix προνοίας. Ικ προαιρέσεως. Ιχ
προ-ΰέαεως. από γνώμης, ίξ Ιπιβουλής (i ond men.),
m. βουλό μένος, 3. εκών, 3.

Afsigtslös, ακούσιος, 2. μάταιος, 3. εϊχαϊος.
3. —Adv., μάτην. εικρ. άλλως. m. άκων, ούσα,
ον (om pers.).

Afsila, άπη&εϊν.

Afsjunga, άδειν. ύμνεΊν.

Afskaffa, λύειν. καταλύειν. άναιρείν. ακυρον
π οιειν.

Af skafva, άποξεϊν. κνην. Ικκνήν.

Af skaka, άπο-, κατασείειν. άποτινάσσειν.: a.
dammet, σοβεϊν την κόνιν.: a. fr. sig ngt,
άπο-aείεσ9αι, άποτινάσσεσ&αί τι.

Afskala, άπο-, ίκλεπίζειν. äfv. άποδέρειν.

Afsked, 1) skiljsmessa, απαλλαγή, ή.
άπο-χώρηόις, η.: taga a. af ngn, (άπαλλαττόμενον,
άπιόντα) ΰεξιονσ&αι,, άσπάζεσ&αί τινα.
προαει-πεϊν τινα τά ύστατα. 2) entledigande, αποπομπή,
άπόπεμψις, άφεσις, ή.: gifva a., se Afsked a.:
taga a., Ιξίστασ&αι της άρχης o. άποκηρύττειν 1.
άπειπειν τήν αρχήν (om embetsmän),
άποστρα-τενεσ&αι ο. ίξίστασ$αι της στρατείας (om soldater).

Af skeda, άποπέμπειν, άφιέναι τινά, äfv.
άια-πέμπειν, καταλύειν (om en här).: en embetsmän,
se Afsätta.

Af skedsbesök, εντευξις ή προ του άπελ&εϊν
1. προ της Ιξόάου.: göra a. hos ngn,
άσπασόμε-vov ϊντυγχάνειν τινί.

Afskedsfest, Ιξιτήρια, τά.: gifva sina
vänner en a., Ιξιτήρια Ιστιάν τους φίλους.

Afskedskyss, το ϋστατον φίλημα ώς
οϊχο-μενού.: gifva a., άπαλλαττόμενον φιλεϊν.

Afskedstal, ίξιτήριος 1. συντακτικός λόγος.

Afskicka, άφιέναι, άποπέμπειν (om pers. ο.
saker), άιαπέμπειν (åt skilda håll), άποστέλλειν,
ϊξαποστέλλειν (om pers., härar, flottor), ίκπέμπειν
(om härar, flottor, nybyggare).

Afskickning, αποπομπή, ή. αποστολή, ή.
εκπεμψις, η.

Afskilja, χωρίζειν. άπο-, άιαχωρίζειν.
άιι-στάναι. άφορίζειν. άπο-, dia-, ίκκρίνειν. άπο-,
Ικλέγειν (utvälja). — afskild, κεχωρισμένος, 3.
εκκριτος, 2. — adv., χωρίς.

Afskiljande, χωρισμός, διαχωρισμός, ό.
ά-πόκρισις, άιάκρισις, ή.

Afskiljelig, χωριστός, 3. διαιρετός, 3.

Afskjuta, 1) gm skott afsända, άφιέναι. βάλ~
λειν. άποτοξεύειν (pilar). 2) gm skott borttaga,
βαλόντα άφαιρεΐν 1. άποτέμνειν.

Afskjutning, άφεσις, ή. βολή, ή.

Af sk ranka, δρυφάσσειν 1. δρυφακτουν.
άπο-δια-, περιφράττειν {-φραγνύναι).

Afskrankning, 1) ss. handling, άπο-,
περί-φραξις, ή. 2) ss. sak, se Skrank.

Afskraps 1) eg. ξέσμα, τό. ψήγμα,
άπόψηγ-μα, τό. κνημα, το’. 2) fig., κάθαρμα, τό.

Afskrapa, άποστλεγγίζειν. στλεγγίδι
(badskrapa) 1. ψήκτρα (hästskrapa) άποίρην 1.
κα-&αίρειν. se f. öfr., Afskafva.

Afskrift, άντίγραφον (ish. i pl.),
άντίγραμ-μα, άπόγραφον, τό. αντιγραφή, ή:: taga a af
ngt, αντίγραφα ποιεϊσ&αι I. λαμβάνειν τινός,
άπογράφειν τι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0011.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free