- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
28

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bedröfvelse ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

28

Bedröfvelse — Befolka.

παρέχειν τινί. δνσθνμίαν ίμβάλλειν τινί. 2)
be-dröfvas 1. b. sig, λνπεϊσθαι, άχθεσθαι, άνιάσθαί
τινι 1. ini τινι. άλγεϊν τινι. βαρέως φέρειν τι 1.
τινί.: m. ngn, συνάχθεσθαί τινι. — bedröfvad,
περίλυπος, 2. δύσθυμος, 2. ανιαρός, 3.: vara
b., λύπην εχειν.

Bedröfvelse, λύπη, ανία, ή. δυσθυμία, ή.:
öfverlemna sig åt b., ίνδιδόναι, εΐχειν λύπ*].
ήττω γίγνεσθαι λύπης.: låta sin b. fara,
άποβάλ-λειν τήν λύπην. παύεσθαι τής λύπης 1.
λυπούμε-ι/όν.: befria ngn fr. hs b., ίξαιρεϊν τίνος την
λύπην. άπαλλάττειν τινά τής λύπης.

Bedyra, άπο-, ίπιμαρτύρεσθαι (τούς θεούς
vid gudarne), διισχνρισάμενον λέγειν.: m. ed b.,
άι-, ίπομνύναι. ίπομόσαντα εϊηειν.

Bedyrande, ίπιμαρτνρία, ή. ηίστις, εως, ή.

Bedåra, φενακίζειν. ίξαπατάν. παράγειν.
χα-ταγοητε ύειν.

Bedårande, φεναχιΰμός, ό. ίξαπάτη, ή.
παραγωγή., ή.

Β e d ö f ν a, fig., χατα-, ίμβροντάν (eg. gm blixt,
åska), ίχπλήττειν (beröfva besinningen).
(άπ)αμ-βλύνειν (om känslan), ναρχούν (i högsta grad).

— bedöfvande, ίχπληχτιχός, ναρχωτιχός, 3.

— bedöfvad, ίμβρόντητος, 2. ίχπλαγείς, εϊσα,
έν. εχφρων, 2. ναρχώδης, 2. άμβλύς, 3.
άναί-σθητος, 2.

Bedöfvande, -ning, ίμβροντησία,
εχπλη-ξις, ή. νάρχη ο. νάρχωσις, ή. άποπληξία, ή.
αναισθησία, ή.

Bedöma, χρίνειν, άιαχρίνειν τι. χρίσιν
ποιεϊσθαί (περί) τίνος. γιγνώσχειν ηερί τίνος,: b.
falskt, χαχώς χρίνειν. ηαραγιγνώσχειν ηερί
τίνος. σφάλλεσθαι χρίνοντά τι 1. τής ηερί τίνος
χρί-σεως.: b. ngt efter ngt, μετρεϊν, -σθαί τι εχ
τίνος 1. χατά τι. σταθμάσθαί τί τινι. σχοηεϊσθαί
τι εχ τίνος.: svår att b., δύσχριτος, 2. Jfr
Omdöme.

Bedömande, χρίσις, διάχρισις, ή.

Bedömare, γνώμων, ονος, ό. χριτής, ού, ο.

Beediga, se Besvärja.

Befalla, 1) eg. a) tr., ηροστάττειν, ini
τάτ-τειν (anbefalla, ish. om en myndighets
anordningar). χελεύειν (äfv. bl. anmoda, bedja),
ηαραγ-γελλειν (ish. om militäriska men äfv. om
styrelsens befallningar), ηαρεγγυάν (bl. milit.).
ηροα-γορεύειν (gm edikt). σημαίνειν (gm tecken),
ini-στέλλειν (skriftligen), ϊντέλλεσθαι (uppfordra,
å-lägga). ίηισχήητειν (ifrigt uppfordra), b) intr.,
άρχειν. ήγεϊσθαι. ήγεμονεύειν, ηγεμόνα είναι.:
häröfver har jag att b., τούτου ίγώ ειμί χύριος.
τούτ’ in* ίμοί ίστιν. 2) se Inbjuda. 3)
anförtro, ίπιτρέπειν. 4) önska, βούλεσθαι. ποθεϊν.:
såsom du befaller, όηως δοχει σοι.
—befallande, άρχιχός, χελευστιχός, ηροσταχτικός, 3.
αύ-θάδης, 2.: om omständigheter, άναγχαϊος, 3.: b.
väsen, αύθάδεια, ή.

Befallning, ηρόσταγμα, τό. ηρόσταξις
(προς-ταγή) ή. ίπίταξις (ίπιταγή), ή. ίπίταγμα, τό.
παράγγελμα, τό . παραγγελία, ή. ίπιστολή, ή.
διάγραμμα, τό (ish. öfverhetens edikt). Ofta gm
part., se Föreg.: t. ex. fullgöra en b., τά
ηροσταχ-θέντα, τά Εντεταλμένα ηοιεϊν 1. ηεραίνίιν.:
hörsamma en b., νηαχούειν τοις ηαραγγελλομένοις.
Ιέναι εις τά ηαραγγελλόμενα.: på ngns b.,
χε-λεύοντος 1. χελεύσαντός τίνος.: jag skickar en b.:
ηέμηω χελεύων 1. κελεύω πέμπων.: på folkets b.,

δημοσία (mots. Ιδία).: utan b., άχέλευστος,
αύτο-χέλευστος, 2. ιδία 1. m. omskr., ούδενός
χελεύ-οντος etc.

Befara, se Frukta.

Befara, άμαξεύειν. χαθαμαξεύειν. τρίβειν.:
b. hafvet, πλεϊν θάλασσαν. Jfr Beresa. —
befaren, väg, άμαξιτός, ή. τρίβος, ο ο. ή.

Befatta, sig med, άπτεσθαι, άνθάπτεσθαί
ιινος. ίηιχειρεϊν τινι. όμιλεϊν, προσομιλεϊν τινι.
χρήσθαί τινι. συνεϊναί τινι (bl. om pers.). Jfr
Beblanda, Sysselsätta sig med.

Befattning, a) sysselsättning med, ίργασία,
ή. πραγματεία, ή. διατριβή, ή. χοινωνία, ή.
συνουσία, ομιλία, ή (bl. m. pers.) ο. m. inf af νν.:
ha b. med, se Befatta sig.: han har ingen b.
m. dna sak, ούδεν μέτεστιν αύτφ τούτου.: jag har
ingen b. m. dig, πράγμα ουδέν ίστιν ίμοί πρός
σέ·: utan ngns b. άνευ τινός, b) ombesörjande,
skötande, Επιμέλεια, ή. διοίχησις, ή.: ha b. m.
ngt, ίηιμελεϊσθαί τίνος, διοιχεϊν τι. c)
åliggande, έργον, τό. προσήκοντα, χαθήχοντα, δέοντα,
τά. τάξις, ίηιμέλεια, ή.: dta hör icke till min
b., ούδεν προσήχει μοι τούτου, ούχ ίμόν ίστιν.
d) se Embete, Tjenst.

Befinna, 1) tr., εύρίσχειν. άνευρίσχειν.
χαταλαμβάνειν. ίξετάζειν.: b. sådan s. vederbör,
δο-χιμάζειν (mots. άποδοχιμάζειν): befinnas, äfv. gm
είναι, εχειν. 2) re/., b. sig, a) på ett ställe,
είναι.: fortfarande, διάγειν. διατρίβειν.
διαιτά-σθαι 1. τήν δίαιταν ποιεϊσθαί. b) i ett tillstånd,
είναι, εχειν, διαχεϊσθαί πως. πράττειν πως (bl.
om pers.): b. sig i ett ytterst dåligt tillstånd,
ίσχάτως διαχεϊσθαί.: b. sig väl (till helsan),
v-γιαίνειν. ύγιεία χρήσθαι. ύγιεινώς äfv. χαλώς
«-χειν (τοχ σώμα).

Befinnande, se Tillstånd.

Befintlig, ών, ούσα, όν. ι ofta öfversattes det
ej, t. ex. de i landet b., ol iv τρ χώρα. de der b.,
ol ίκεϊ. οι παρόντες. — b. i, på, vid ngt, m.
part. af vv. compp. af είναι, se Υ ar a.

Befintlighet, gm omskr. m. είναι, γενέσθαι.

Befjädra, πτερούν. πτιλούν.— befjädrad,
πτερωτός, 3. ητιλωτός, 3. ητεροφυής, 2.

Beflita, sig om ngt, ίηιτηδεύειν τι.
σηονδά-ζειν, σηουδήν εχειν, ίηιμέλειαν ηοιεϊσθαι ηερί
τι. ίηιμελεϊσθαί, ίπιμέλειαν εχειν τινός,
ίπιμε-λες ποιεϊσθαί τι. ίπιμελές ίστί μοί τι.: b. sig om
dygd, klokhet, άσχεϊν άρετήν, φρόνησιν.

Beflitande, ίπιτήδευσις, σπονδή, ίπιμέλεια,
άσχησις, ή. ο. m. νν.

Befläcka, se Fläcka. — befläckad, (utom
partt.) χατάπίεως, τινός.: oeg., μιαρός, 3.
μιαι-φόνος, 2 (af blodskuld).

Befläckelse, μολνσμός, o (Sedn). oeg.,
μίασμα, τό. μιασμός, o (Sedn.).

Befoga, ίξουσίαν διδόναι 1. ποιεϊν 1. παρέχειν
τινί. ίπιτρέπειν τινί. χύριον ποιεϊν τινά τίνος.
— befogad, vara b., a) om pers., ίξουσίαν
εχειν. ίξονσία εστι μοι. εξεστί μοι. χύριον είναι,
δίκαιον είναι : anse sig b., άξιούν. διχαιούν. 2)
om saker, δίκαιος, 3. νόμιμος, 3 ο. 2. εϊχώς,
νια, ός.

Befogenhet, a) om pers., ίξονσία, ή.
κράτος, τό.: gifva, hafva b., se Föreg.: sakna b. till
ngt, άχυρον εϊναί τίνος 1. m. inf b) om saker,
τό δίχαιον, νόμιμο v, ίσον, εικός.

Befolka, οϊκίζειν, κατοικίζει ν, οϊκήτορας ϊγ-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0032.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free