- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
35

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Bergsbruk ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Bergsbruk — Beröringspunkt.

35

Bergsbruk, μεταλλεία, μεταλλευτική, ή.:
drifva b., μεταλλεύει.

Bergsbygd, se Bergland.

Bergskedja, ορη συνεχή, τά.

Bergsslätt, οροπέάιον, τό.

Bergspass, στενά τά κατά τά ορη.

Bergspets, ορούς κορυφή, ή. τό άκρον του
ορούς, άκρώρεια, ή. άκρολοφία, ή.

Bergsrygg, τά άκρα του ορούς, άκρώρεια,
ή: = bergskedja, se d.

Bergstad, ορεινή πόλις, ή.

Bergström, χειμάρρους, ό.

Bergsvetenskap, μεταλλευτική, ή.

Bergverk, μέταλλον, το. μέταλλα, τά.

Beridare, πωλοάάμνης, ιπποάαμαστής, ο.

Beriden, ϊππω χρω μένος. έφιππος, 2. ιππεύς,
ο.: väl b., εϋιππος, 2.

Β er i k tiga, -ande, se Rätta, -el se.

Bernsten, ήλεκτρον, τό. ήλεκτρος, ο ο. ή.:
lik b., ήλεκτρώάης, 2.

Bero, 1) b. på, af ngn 1. ngt, ήρτήσ#αι εκ
τίνος, άνηρτήσ&αι εις τινα, εις τι. κεϊσ&αι εν
τινι. άνακεϊσ&αι εις τινα 1. έπί τινι. είναι έν 1. έπί
τινι, πρός τίνος, γίγνεσβ-αι παρά τινα 1. τί (till
sin utgång b. på ngn 1. ngt).: ngt beror af mig,
κύριός ειμί τίνος.: ss. undersåte b. af ngn, ύπή ■
κοον είναι τίνος, υπό τινι είναι.: låta ngt b. af,
på ngn 1. ngt, άναρτάν τι εκ τίνος 1. εις τινα.
άναφέρειν τι πρός, εις τινα 1. εις τι. έπιτρέπειν
τινί τι.: låta ngt b. af lyckan, τή τύχρ άιάόναιλ.
έπιτρέπειν τι. [παρα)κινάυνεύειν τι.: låta det b. på
en drabbning, μαχην άναρρίπτειν. Jfr Härröra.
2) låta ngt b., έάν τι. μή περαιτέρω ζητεϊν τι.:
får b., εϊεν.: låta b. vid ngt, μένειν έπί τίνος,
έμμένειν τινί. άποάέχεσ&αί τι. στέργειν, αγαπάν
τινι 1. τί. άπόχρη μοί τι. —beroende, politiskt,
υποχείριος, 2. ύποτεταγμένος, 3.: göra b. af sig,
εαυτού 1. ύφ’ εαυτώ ποιεϊσ&αι.: göra sig b. af
ngn, άναρτάν εαυτόν εις τινα. ύποτάττειν
εαυτόν τινι. Se f. öfr. ofvan.

Berusa, με&ύσκειν (äfv. fig.), καταμε&ΰσκειν.:
b. sig, με&ύσκεσ&αι. κωάωνίζεσ&αι.: vara
berusad, με&ύειν. κραιπαλάν. βεβαρήσ&αι.:
berusande dryck, μέ&υσμα, τό. — berusad, με&νων,
ουσα, ον (äfv. fig.), μέ&νσος, 3.

Berusning, μέ&υσις, έξοινία, ή. bättre m.
vv.: = rus, s. d.

Berykta, έκφέρειν. άιαφημίζειν. άιαβοάν.: i
ond mening, άια&ρυλεϊν. περί-, έπι-, άιαβόητον
ποιειν 1. άπεργάζεσ&αι. έπιβοάν. άιαβάλλειν. —
beryktad, dia-, έπι-, περιβόητος, 2.
πολυθρύλητος, 2. άιατε&ρυλημένος, 3.: vara illa b.,
κακώς άκούειν. Jfr Bekant.

Beråd, se Öfverläggning.: m. b. (= m.
berådt mod), έκ προνοίας, έκ προβουλής. γνώμρ.
άπό γνώμης, βουλευσάμενος, 3.: vara i b. att,
βουλεύεσ&αι, άιανοεϊσ&αι, μέλλειν m. inf.: vara,
stå i b. om (huruvida), άμφιγνοεϊν. άπορεϊν.

Beräkna, λογίζεσ&αι, έκ-, άπολογίζεσ&αι (eg.
ο. fig.), σκοπεϊν, άναμετρεϊσ&αι (bl. fig.).: b. ngt
efter ngt, άναμετρεϊσ&αί τί τινι.: b. i
penningevärde, εις άργύριον λογίζεσ&αι. b) taga med i
beräkningen, υπολογίζεσ&αι. καταλογίζεσαι.
λό-γον ποιεϊσ&αι 1. εχειν τινός, ύπόλογον ποιεϊσ&αί
τίνος, έν ύπολόγω ποιεϊσ&αί τι. ύπόλογον
ποι-εϊσ&αί τι.

Beräkning, λογισμός, έκ-, απολογισμός, 6.:

= upptagande i räkningen, υπόλογος,
υπολογισμός, ο. λόγος, ο (bl. fig.).

Berätta, 1) meddela en underrättelse,
άγ-γέλλειν. άπ-, εϊσαγγέλλειν (frambära ett budskap).
άναφέρειν εϊς τι (inberätta till en myndighet).
έπιστέλλειν (skriftligen), άποφαίνειν, άηλούν,
φρά-ζειν (yppa, göra bekant), λέγειν, φάναι. 2)
framställa förloppet af ngt, έξηγεϊσ&αι. άφηγέίσ$αι.
άιηγεϊσ&αι. cΫιεξιέναι. ιστορεϊν (framlägga
forskningar, derf. om historieskrifning), μυ&ολογειν
(om sagor), άιαπεραίνειν, -σ&αι λόγον
(fullständigt). λέγειν.

Berättelse, 1) underrättelse, (άπ)αγγελία, ή.:
skriftlig b., έπιστολή, ή.: afgifva en b., se Föreg.
2) framställning, a) ss. handling, άιήγησις, έξ-,
άφήγησις, ή. b) ss. innehåll, λόγος, o. άιήγημα,
τό.: historisk b., υπομνήματα, τά.: utförlig b.,
άπόλογος, ό. ofta gm omskr. m. vv.

Berättiga, se Befoga.

Berättigande, se Befogenhet.

Beröfva, στερεϊν, άποστερεϊν {-ίσκειν) τινά
τίνος äfv. τί. άφαιρεϊν, vanl. άφαιρείσ&αί τινά τι
1. τινός τι. γυμνούν τινά τίνος. — beröfvad,
utom part. γυμνός, 3. έρημος, 2. ορφανός, 3
(föräldrar ο. slägtingar).: vara b., στέρεσ&αι.

Beröm, έπαινος, ο. ευλογία, ή.: tilldela ngn
b., έπαινειν τινα : tala b. öfveT ngn, επαινον
ποιεϊσ&αι περί τίνος, επαινον λέγειν έπί τινι.:
ngt länder mig till b., άόξαν λαμβάνω άπό 1. εκ
τίνος, εύάοκιμώ έπί τ*ι 1. άπό τίνος.: åtnjuta
allmänt b., παρά πάσιν εύάοκιμεϊν.

Beröm lig, έπαίνου άξιος, 3. άξιέπαινος, 2.
έπαινετός, 3. — άόκιμος, 2. καλός, 3. χρηστός, 3.

Berömma, 1) tr., ίπαινειν. εν λέγειν,
εύλο-γεϊν. έγκωμιάζειν. άοκιμάζειν, άποάέχεσ&αι (gilla,
godkänna).: b. ngn för ngt, έπαινειν τινά τίνος
1. πρός, εις τι 1. έπί τινι. 2) re/., b. sig af ngt,
έπαίρεσ&αι, φιλοτιμείσ&αι, σεμνύνεσ&αι,
μεγα-λύνεσ&αι, καυχάσ&αι, μεγαλανχάσ&αι έπί τινι.
— berömd, εύκλεής, 2. ενάοξος, εϋάοξος,
εύάό-κιμος. 2. έλλόγιμος, 2. περίβλεπτος, 2. λαμπρός,
3. Jfr Ryktbar.: göra b., άόξαν 1. κλέος
περι-άπτειν 1. περιτι&έναι 1. παρέχειν τινί. ενάοξον,
εύκλεά, λαμπρόν κα&ιστάναι τινά.: göra sig b.,
άόξαν 1. εύκλειαν κτάσβ·αι. ενάοξον etc.
κα&ιστά-ναι εαυτόν.: blifva b., άόξαν λαμβάνειν, άόξης,
ενκλείας τυγχάνειν.: vara b., εύάοκιμειν. άόξαν,
κλέος εχ*ιν. εϋκλειαν κεκτήσ&αι.

Berömvärd, se Berömlig.

Beröra, l)eg., άπτεσ&αι, έφάπτεσ&αί τίνος,
ιραύειν, έπιχραύειν τινός. &ιγγάνειν τινός,
έπι-λαμβάνεσ&αί τίνος. 2) oeg., i tal, μνησ&ήναί
τίνος. μνείαν 1. μνήμην ποιεϊσ&αι\. έμβάλλειν
τινός 1. περί τίνος, έπιλαμβάνεσ&αί τίνος.: i
korthet b., βραχέα 1. άιά βραχέων ειπείν περί τίνος.:
flyktigt b., έπιψαύειν τινός, έπισύρειν τι. —
berörd, se Bemäld.

Beröring, αφή, έπαφή, ψαύσις, &ίξις, η.:
b. i tal, μνεία, μνήμη, ή.: komma i b. m. ngt
iv χρεία γίγνεσ&αί τίνος, se f. öfr. Beröra.:
komma i b. m. ngn, έν πείρα γίγνεσ&αί τίνος.:
stå i b. m. ngn, κοινώνίαν εχειν τινί.: stå i
mycket nära b. m. ngn, οϊκειότατα χρήσ&αί τινι.:
icke stå i ngn b. m. ngn, μηάεν προσήκειν τινί.

Beröringspunkt, κοινόν, τό.: ha många
beröringspunkter m. ngn, συμφέρεσ&αί τινι κατά
πολλά·

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0039.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free