- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
42

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Betänksam ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

42

Betänksam — Beväpna.

hysa b., όκνεϊν. άποχνεϊν. άπορεϊν.: väcka b.,
όκνον, φροντίδα, άπορίαν παρέχειν.: utan b.,
ουδέν όκνών. 2) ss. beskaffenhet hos en sak,
δυς-χέρεια, ή. απορία, ή. το Επικίνδυνον, σφαλερόν.
3) ss. sak, απορία, ή. φοβερόν, σφαλερόν τι.:
ss. framställd, πρόφ>ασις, ή.: utan betänkligheter,
άπροφασίστως. προθύμως.

Betänksam, προμήθης, 2, προνοητικός, 3.
(förtänksam), ευλαβής, 2 (försigtig), ύποπτος, 2
(misstänksam), όχνηρός, 3 (senfärdig, skygg).

Betänksamhet, προμήθεια, 7Γρόι/ο*«, ij.
ευλάβεια, ή. τό ύποπτο ν, όχνηρόν.

Beundra, θαυμάζειν τινά Επί τινι (mera
sällan τινός 1. διά τι) 1. τινός τι, stundom τινός
τίνος ο., m. följ. sats, τινός, ότι 1. ει. άγασθαί
τινός τι 1. τινά τίνος, stundom τινός τίνος. äfv.
άποβλέπειν εις 1. πρός τινα. m. bibegr. af täflan,
afund, ζήλουν τινά τίνος. — beundrad,
θαυμαστός, 3. περίβλεπτος, 2.

Beundran, θαυμασμός, ό (Sedn.). θαύμα,
τό (undran), ζήλος, δ. ο. m. νν.: ingifva b.,
θαύμα Εμβάλλειν, παρέχειν.: jag intages af beundran,
θαύμά με λαμβάνει.

Beundransvärd, θαυμάσιος, θαυμαστός, 3.
θαύματος άξιος, 3. αξιοθαύμαστος, 2. αγαστός,
3. άξιάγαστος, 2. ζηλωτός, 3.

Beundransvärdhet, θαυμασιότης, ή. τό
θαυμάσιον, θαυμαστόν.

Beundrare, θαυμαστής, ό. ζηλωτής, ό.
Εραστής, Επιθυμητής, ό.

Bevaka, φυλάττειν. δια-, παραφυλάττειν.
φρουρεϊν, Εν φρουρά εχειν (en plats), τηρεΐν,
πα-ρατηρεϊν (aktgifva på, ha tillsyn öfver).: icke b.,
άφνλακτεϊν τίνος.: svår att b., δυσφύλακτος, 2.

Bevakning, 1) ss. handling, φυλαχή, ή.
φρουρά, ή. 2) de bevakande, φύλαχες, φρουροί,
οι. äfv. φυλαχή, φρουρά, ή.

Bevandrad, εμπειρος, 2, ούχ άπειρος, 2,
Επιστήμων, 2 (alla ra. gen.). Εντριβής, 2 (τινί).
Εντρεχής, 2 (εν τινι).: icke b., άπειρος, 2,
Ιδιώτης, ό.: vara b. i ngt, Εμπείρως εχει." τινός,
πε-πατηχέναι (om böcker).: icke vara b., απείρως,
ξένως εχειν. άνεπιστήμονα είναι.: göra sig b.,
Εμπειρίαν χτήσασθαι. διαμανθάνειν. Εντριβή
γίγνεσθαι . γυμνάζεσθαι.

Bevara, 1) behålla i oförändradt skick,
σώ-ζειν. διασώζειν. διατηρεϊν. διαφυλάττειν. 2)
skydda (om pers.), φυλάττειν. τηρεϊν. σώζειν.: b. ngn
f. ngt, φυλάττειν τινά άπό τίνος, άποτρέπειν τί
(άπό) τίνος.: bevare (bevars) Gud, εύφήμει.: Gud
bevare oss derifrån , πρός θεού μή γένοιτο τούτο.

Bevars, 1) uttryckande häpnad, m. flera
sinnesrörelser, εύφήμει (vid ett olyckligt budskap).
φευ. παπαι. ιού. 2) i svar, förstärkande, άμέλει.

Beveka, 1) göra vek, röra, Επι-, χαταχλάν.
τέγγειν.: låta sig b., Επιχλασθήναι. τέγγεσθαι.
2) gm föreställningar, böner o. s. v. förmå,
πεί-θειν, άναπείθειν.: låta b. sig att, πείθεσθαι
Jfr Förmå. — bevekande, se Beveklig.

Bevekelsegrund, αιτία, ή. πρόφασις, ή.
προτροπή, ή. άφορμή, ή. τό πεϊθον.

Beveklig, Επι- , χαταχλών, ώσα, ών.
Ελεεινός, 3. μαλαχός, 3. πιθανός, 3 (öfvertalande).

Bevilja, χαρίζεσθαι. συγχωρεϊν. χατανεύειν.
διδόναι. Επιτρέπειν.: gm beslut, γιγνώσχειν.
\ρη-χρίζεσθαι.: mig beviljas ngt, τυγχάνω τινός,
δί-δοταί μοί τι. δεδομένον λαμβάνω τι.: icke b.,

Εναντιούσθαι. ούχ Εάν. άντειπεϊν. άντιτείνειν.
άνανεύειν.

Beviljande, συγχώρησις, ή. συγχώρημα, τό.
ο. gm νν.: m. ngns b-, συγχωρήσαντος,
Επιτρέ-ψαντός τίνος.

Bevinga, πτερούν. άναπτερούν. —
bevingad, πτερωτός, πτηνός, 3.

Bevis, 1) ss. handling, bevisning, άπόδειξις,
ή. ενδειξις, ή. τεχμηρίωσις, ή. έλεγχος, ο (ish.
öfverbevisning om falskt påstående). 2) ss. sak,
δείγμα, εν-, Επί-, παράδειγμα, τό, έλεγχος, 6
(hrigm ngt ådagalägges), σημεϊον, τεχμήριον, τό
(hraf ngt slutes). μαρτύριον, το (vittnesbörd),
πί-στις, ή (bekräftelse) : anföra b., τεκμήρια
παρέ-χεσθαι.: aflägga b. på, πεϊραν διδόναι 1.
παρέχειν τινός, ελεγχον διδόναι τινός, άπόδειξιν
ποιεϊσθαι τίνος.: ett b. härpå är, till b. härpå
tjenar, τεκμήριο v δέ, σημεϊον δέ, hrefter vanl.
följer en sats inledd af γάρ, äfv. af ότι, stundom
asyndetiskt tillfogad.

Bevisa, 1) framte, lägga i dagen, δεικνύναι.
Επιδεινύναι, -σθαι. δηλούν. Jfr Υ is a.: b.
rättrådighet, δικαιοσύνη χρήσθαι. δίκαιον παρέχειν
εαυτόν, b) b. sig, παρέχειν εαυτόν, φανερόν 1.
δήλον είναι, φαίνεσθαι, Εξετάζεσθαι (alla m.part.).:
b. sig mot ngn, προσφέρεσθαί τινι. 1. πρός τινα
m. adv. άποδέχεσθαί τινα m. adv. gm χρήσθαι,
t. ex. διχαιοσύνg χρήσθαι περί τινα. Jfr Bete
sig. 2) gm utläggning, bevis ådagalägga,
δεικνύναι. Επι-, άποδειχνύναι. άποφαίνειν. δηλονν,
άποδηλούν. φανερόν ποιεϊν. διδάσκειν.
παριστά-ναι (t. ex. πολλοίς τεκμηρίοις). Ελέγχειν
(öfverbevisa). άναγκάζειν (strängt bindande), τεκμηριούν.
μαρτυρεϊν (gm intyg).

Bevisning, se Bevis 1).

Bevisningsgrund, -medel, se Bevis 2).

Bevittna, μαρτυρεϊν. Επιμαρτυρεϊν.
πιστού-σθαι. βεβαιούν, συμμαρτυρεϊν (eg. vittna m. ngn

1. ngt, τινί).: ytterligare b., προσμαρτυρεϊν.

Bevittnande, μαρτυρία, Επιμαρτύρησις,
Επι μαρτυρία, ή.

Bevåg, på eget b., άφ’ εαυτού, stundom
άπό τής αυτού γνώμης, ιδία. äfv. m. εκών, ούσα,
όν.: på mitt b., Εμού κελεύσαντος, προτρέψαντος.

Bevågen, εύνους, 2. ευνοϊκός, 3. ευμενής, 2.
προσφιλής, 2. φιλόφρων, 2. ίλεως, 2 (ish. om
gudarne) — alla m. dat.: vara ngn b., εύνοϊκώς.
προσφιλώς, φιλοφρόνως εχειν τινί 1. πρός τινα.
εϋνοιαν εχειν τινίΐ. πρός τινα.: göra ngn sig b.,
εύμενή ποιεϊσθαι τινα. άρέσκεσθαί τινα.
(άνα)-κτάσθαι, άναρτάσθαί τινα. εύμενίζεσθαί τινα
(ish. τους θεούς, äfv. Εξαρέσκεσθαι τοις θεοϊς).

Bevågenhet, εύνοια, ή. εύμένεια, ή.
φιλο-φροσύνη, ή. χάρις, ιτος, ή. äfv. σπουδή,
προθυμία (περί τινα). ή.: visa ngn sin b.,
φιλο-φρονεϊσθαί τινα. εϋνοιαν Ενδείκνυσθαί τινι.:
undandraga ngn sin b., Εκβάλλειν τινά τής εύνοιας. :
hysa b., se Föreg.

Bevändt, det är intet, föga b. m. hm,
ουδέν, βραχύ όφελος αύτού. ούδενός άξιός Εστίν.:
hvad är det b. m. dta? τί όφελος τούτου; τί
χρήσιμο ν Εστι τούτο;

Beväpna, 1) eg., όπλιζε ιν. Εξ-, καθοπλίζειν.:
b. sig. όπλίζεσθαι. Εξ-, καθοπλίζεσθαι. όπλα
λα-ßfw. — beväpnad, ένοπλος, οπλοφόρος, 2. Εν
όπλοις ών. όπλα εχων ο. partt.: väl b., ένοπλος,

2.: helt ο. hållet b., πάνοπλος, 2. 2) oeg., se

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0046.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free