- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
43

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Beväpning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Beväpning

Utrusta, Förse.: b. sig m. mod, θαρρήσαι.
θάρρος λαβείν.

Beväpning, 1) handlingen, οπλισις, έξ-,
xa-θόπΐισις, η. οπλισμός, ό. 2) vapnen, οπλα,
σχενη, τά.

Bevärdiga, ngn m. ngt, άξιούν τινά τίνος,
τιμάν τινά τινι.

Beväxt, άιειλημμένος, 3. κατάφυτος, 2.: vara
b. m. ngt, cΐιειλήφθαί τινι.: tät b., άασύς, 3
(άέν-άρεσιν 1. άένάρων). äfv. σιΊσκιος, 2.: b. m. gräs,
ποιώάης, 2.: b. m. blommor, άνθηρός, 3.: b. m.
hår, τριχώάης, 2. άασύς, 3. λάσιος, 3. κομών,
ώσα, ών (ρ& hufvudet).

Bi, μέλιττα, ή.: vildt b., άνθρήνη. ή.

Biafsigt, άλλη γνώμη, ή.: ha en b., άλλο
n σκοπείν. λανθάνειν βουλόμενόν τι.

Biafvel, l)affödan, ή τών μελιττών νεοττιά.
αι νύμφαι. αι σχαάόνες. 2) se Biskötsel.

Biarbete, πάρεργον, τό.: bedrifva ngt ss. b.,
ώς έν παρ έργω ποιειν τι.

Bibegrepp, νποβεβλημένος νους, ό.
παρασύμ-βαμα, τό (bl. hos Stoikerna).

Bibehålla, 1) tr., άιαφυλάττειν. άιατηρεϊν.
σώζειν. άιασώζειν. έμμένειν τινί 1. εν τινι.
έχοντα τινα 1. τι 1. χρώμενόν τινι άιατελεϊν.
χατ-έχειν.: b. ngn hos sig, μή άφιέναι τινά. μή
ά-παλλάττεσθαί τίνος.: ngt bibehålles, παραμένει τι.
2) b. sig, σώζεσθαι, άιασώζεσθαι. μέν ειν.
άιαμέ-νειν. περιγίγνεσθαι. περιεϊναι. κατέχειν. όιαρκείν
(om rykte, seder).: b. sig i, vid ngt, άιατελεϊν
m. partt. (t. ex. βασιλεύοντα, vid
konungamakten). άιαφυλάττειν, άιατηρεΐν τι έαυτώ.

Bibel, ιερά γράμματα, τά.

Bibetydelse, ett ord har en b., υπεστί τις
χαί άλλος νους 1. χαί άλλη άύναμις τω ρήματι.

Bibliothek, βιβλιοθήκη, ή. -arie, ό έπί
τών βιβλίων.

Biblisk, Ικ τών ιερών γραμμάτων, έν τοις
ιεροΐς γράμμασιν.

Bibringa, έμποιειν τινί τι (t. ex. έλπίάα,
έρωτα). έμππτλάναι τινά τίνος (t. ex. ύποχρίας).:
gm undervisning, άιάάσκειν τινά τι. άιάασκαλίαν
παρ έχε ιν τινί τίνος.

Bida, se Vänta.

Bidrag, συμβολή, ή. Έρανος, ό. εισφορά, ή
(vanl. utomordentlig förrnögenhetsafgift).: lemna
ngt ss. b., συμβάλλεσθαι, (συν)εισφέρειν τι.: om
skattebidrag, εϊσφέρειν.: erlägga b., έράνον
φέ-ρειν 1. εϊσφέρειν.: insamla b., έρανίζειν, af ngn,
τινά. έράνους συλλέγειν.: samla b. f. ngn,
έρα-νίζειν τινί.: icke erlägga sina b., λείπειν έράνους.

Bidraga, 1) lemna bidrag, se Bidrag. 2)
medverka, συμβάλλεσθαι, συμφέρειν, ώφελεϊν, till
ngt, εις 1. πρός τι.: b. dertill att, συμπράττειν
ώστι m. inf

Bifall, 1) samtycke, συναίνεσις, καταίνεσις,
ή. bättre m. vv. äfv., ομολογία, συνομολογία,
συνωάία, ή.: ge sitt b. till ngt, se Bifalla.:
finna b., άοκεϊν. συνάοκεϊν.: m. allas b.,
σννάό-ξαν πάσιν. ούόενός άντιλέγοντος. 2) gillande,
beröm, έπαινος, ό. άόξα, ή. ευάοκίμησις. ή.:
vinna b., εύάοκιμήσαι, i, f. ngt, τινί, έν ο. έπί
τινι, έπί τίνος, άιά τι, περί τι, hos ngn, παρά
τινι, εν τισιν. έπαίνου τυγχάνειν. έπαινεϊσθαι.
άρέσκειν.: ge sitt b., έπαινειν.: yttra högljudt b.,
θορνβεϊν. άνα-, έπιθορυβεϊν. κροτεϊν. έπιχροτεϊν.:
gm tecken ge b., Ιπισημαίνεσθαι.

-Bildhuggeriarbeten 43

Bifalla, συναινεϊν. χαταινεϊν.
συγχατατίθε-σθαι. συμφάναι. (συν)ομολογεϊν. άποάέχεσθαι.
συν-άοκεϊ μοι.: b. en begäran, κατανεύειν.
έπιτρέπειν. : icke b., άνανεύειν. άναίνεσθαι.
έναντιού-σθαι.

Biflod, έπεμβάλλων ποταμός, ό.

Bifoga, προς-, συνάπτειν. προστιθέναι.
έπι-βάλλειν.

Bifogande, πρόσθεσις, προσθήκη, ή.

Βiform (af ett ord), έχτροπή ονόματος, ή.

Β ifråga, έρώτημα εξωθεν έρωτηθέν, τό. τό
Έξωθεν ζήτημα 1. ζητούμενον. Jfr Bisak.

Β i g ο 11, άεισιάαίμων, 2.: vara b.,
άεισιάαιμο-νειν. θρησχεύειν. -eri, άεισιόαιμονία, ή.
θρησκεία, ή.

Bigöromål, πάρεργον, τό. Έργον άλλο 1. ουκ
άναγκαΐον.

Bihang, προσθήκη, ή. έπίμετρον, τό.
πάρεργον, τό.: ss. b., έν προσθήκης μέρει. έν παρέργψ.

Bihus, μελιττών, ώνος, ό. μελιττουργείον, τό.

Bikaka, κηρίον, τό. σχαάών, όνος, ή.

Bikt, έξομολόγησις, ομολογία τών
αμαρτημάτων, ή.

Bikta, έξομολογεϊσθαι τήν άμαρτίαν, τά
αμαρτήματα.

Bikupa, σίμβλος, ό. κυ\ρέλη% ή. σμήνος, τό.

Bila, άξίνη, ή. πέλεχυς, εως, ο. σχέπαρνον,
τό.: tillyxa m. b., πελεκάν.: afhugga m. b.,
π$-λεκίζειν.

Bilaga, προσθήκη, ή.

Bild, a) f. d. yttre sinnet, εΐκών, όνος, ή (m.
afs. på likheten), ειάωλον, τό. τύπος, ό. άγαλμα,
τό.: målad b., γραφή, ή. γράμμα, τό.
ζωγρά-φημα, τό.: skuren af trä, ξόανον, τό.: liten b.,
εΐκόνιον, άγαλμάτιον, τό. b) i ord, liknelse,
εϊκών, όνος, η. μεταφορά, ή (rhetor., eg.
användandet af b.).: tala i bilder, άι* εικόνων λέγειν.:
talandet, εικονολογία, ή. c) i själen,
föreställning, Ιάέα, ή. εϊάος, τό. ειάωλον, τό. φάντασμα, τό.

Bilda, 1) dana, ge form, a) i sinlig bet., se
Dana.: d. bildande konsten, πλαστική, ή. b) i
andlig bet., παιάεύειν, (έκ)άιάάσκειν, ngn t. ngt,
τινά τινα (t. ex. μουσιχόν, ρήτορα).: b. sig efter
ngn, μιμεΐσθαί τινα. — bildad, πεπαιάευμένος,
3. έλευθέριος, 3. καλός χάγαθός, 3. εύχαρις, 2.
αστείος, 3. κομψός, 3. 2) frambringa,
åstadkomma, ποιεί>’. κατασκευάζειν. άπεργάζεσθαι.
άποτε-λείν. καθιστάναι. συνιστάναι.: b. en föreuing,
συν άγ ειν, συνιστάναι έταιρείαν. συνίστασθαι εις
i-ταιρείαν (om dem, som ingå den).: b. en krets
(af personer), εϊς κύκλον συνάγειν. άποτελεϊν
κύ-κλον 1. κυχλούσθαι (om dem, s. utgöra kretsen).:
b. högra flygeln, ro άεξιόν χέρας εχειν.: b. sig,
γίγνεσθαι, καθίστασθαι. συνίστασθαι.

Bildbar, εύπλαστος, 2.

Bildergalleri, πινακοθήκη, ή. ποικίλη, ή.

Bildgjutare, χωνευτής, ού, ό.

Bild gjuteri, χωνεία, ή.: idka b., χωνεύειν.

Bildhuggare, άγαλματοποιός,
άνάριαντο-ποιός, ερμογλύφος, -εύς, ο. εϊκονοποιός, ο.

Bildhuggarkonst, -eri, άγαλματοποιία,
άνάριαντοποιία, έρμογλυφία, ή. ερμογλνφική, ή.
— πλαστική, ή.

Bildh η ggareverkstad, ερμογλυφεϊον, τό.

Bildhuggeriarbete, πλάσμα, το. τύπος,
oc.: vara utsirad m. b., τύποις έσκευάσθαι,
έγγε-γλύφθαι.: halfupphöjdt b., πρόστυπον, τό.: hel

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0047.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free