Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - B - Blindbock ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Blindbock — Blomma.
47
skenbar (mest i smnsättningar t. ex. blinddörr,
blindfönster), προαποίητος, 2. — Adv., se Blindvis.
Blindbock, χαλκή μυϊα, ή.: leka b., μυίνδα
1. χρηλαφίνδα 1. δραπετίνδα παίζειν.
Blinddörr, 1) icke verklig, προσποίητος
θύρα, ή. 2) icke synlig, τυφλή θύρα, ή.
Blindfönster, προσποίητος θυρίς, ή.
Blindhet, τυφλότης, ή (äfv. fig.).: slå ngn
m. b., τυφλούν τινα. τυφλότητα Εμβάλλειν τινί.:
slagen m. b. (fig.)» θεοβλαβής, 2.
Β lind orm, τυφλϊνος, ο. τυφλώψ, ώπο£, ο.
Blindskär, έρμα (κριί</*οι>) τό. πέτρα
κρν-qrtoc 1. ύφαλος, ή.
Blindvis, άπερισκέπτως. άνοήτως. άφρόνως.
προπετώς. εϊκρ.
Blink, i en b., Iv άκαρεϊ χρόνω. iv άκαρεϊ
(τον χρόνου).: på blinken, αντίκα μάλα.
παραχρήμα. και δή.
Blinka, σκαρδαμύττειν. βλεφαρίζειν.: utan
att b., άακαρδαμυκτί, -εί.: en s. har vanan att
b., σκαρδαμυκτής, ου, o. σκαρδαμυπτικός, 3.
Blixt, 1) eg., αστραπή, ή (ss. lysande),
κεραυνός, σκηπτός, ο’ (ss. nedslående), πρηστήρ,
ήρος, ο4 (ss. tändande).: slå m. b., κεραυνούν.:
slunga b., κεραννοβολεϊν.: s. förer, slungar
blixten (om Zeus), κεραυνούχος, xf^avroqro^oi*,
ραυνοβόλος, o.: träffad af b., κεραυνωθείς, «σα,
tV. κεραυνόβολος, 2, oc, 17.: b. slår ned
någorstädes, o4 κεραυνός 1 ακηπτός (Εμ)πίπτει 1.
ζατα-, Ενσκήπτει εϊς τι. ο Ενσκήπτει τό βέλος
εις τι.: b. lyste till, fram, αστραπή Εξήοτραψεν,
Εξέλαμψεν, Εξερράγη.: af b. åtföljd, αστρατταϊο?,
3 (t. ex. άνεμος).: ställe der b. slagit ned,
(^ω-ofrW) (&’)^λι)<τ<Ό>>, τό. 2) hastigt öfvergående sken
i allmht, αστραπή, jJ. μαρμαρυγή, άμαρυγή, jJ.
Blixtra, άστράπτειν (eg. o. oeg.). λάμπειν
(bl. oeg.).: det blixtrar, άατράπτει (ό θεός).
Blixtsnabb, οξύτατος, 3. — , ό|ιίτατα.
άφνω. αιφνιδίως.
Blixtstråle, κ;ραν}/0£. ακηπτός, ο1, πρηστήρ,
ίρο?, ο1.
Block, af trä, <Γτίλ#ο£, ο’· κορμός, ο.: af sten,
πί’τρα, jy. λατόμημα, τό (brutet), b) se
Hissbio ck.
Blockad, se Belägring, äfv. φυλακή, »}.:
till sjös, Εφόρμησις, ή. εφορμος, ό.
Blockera, se Belägra.: till sjös, Εφορμεϊν.
äfv. πολιορκεί’.: b. en hamn, Εφορμεϊν (Επί)
λιμένι.
Blod, 1) eg., αίμα.: utgjutet, φόνος, o.:
försedd m. b., αιματικός, 3. εναιμος, 2.: utan b.,
άναιμος, 2.: ni. b- besudla, se Bloda.: fläckad
af b., καθ$μαγ μένος, 3. αιματηρός, 3.
μιαιφό-νος, 2 (fig.).: drypande af b., αϊμ(ατ)οσταγής,
2.: utgjuta b., ποιεϊν φόνον. φονεύειν.: törsta
efter b., φοναν.: gjuta sitt b. f. fäderneslandet,
άποθανεϊν ύπερ τής πατρίδος. 2) fig., se
Härkomst, Slägt.
Bloda, αιμάττειν, καθαιμάττειν, -ματούν.
Εξ-αιμάττειν.
Blodbad, φθόνος, ό. σφαγή, ή.: anställa ett
b., φόνον ποιεϊν, på fienderna, των πολεμίων.
Bloddroppe, αίματος σταγών, όνος, ή.
Blodfläck, κηλϊς ή (άφ’) αϊματος. αϊματίνη
στιγμή, ή.
Blodflöde, αιμόρροια, ή. αιμορραγία, ή (ish.
häftigare).
Blodfull, πολναιμος, -αίμων, -αίματος, 2.
Blodfärgad, αιμόχρονς, αϊμοχροώδης, 2.
κα-ρύκινος, 3. καρυκοειδής, 2.: = blodig, se d.
Blodförlust, αϊματος εκχυσις, ή.
Blodig, fiμαγμένος, 3. αιματηρός, 3.
εναι-μος, 3. αίματώδης, 2. αιμάτινος, 3.: göra,
blifva b., se Bloda.: = mordisk, sed.: ett b. krig,
ολέθριος πόλεμος.
Blodigel, βδέλλα, ή.: sätta b., βδελλίζειν.
Blodklimp, θρόμβος αίματος 1. φόνου, ό.
Blodkorf, αϊματϊτις χορδή, ή.
Blodkärl, φλέχρ, βός, ή. äfv. άγγεϊον, τό.
Blodlysten, se Blodtörstig.
Blodlös, άναιμος, λείφαιμος, 2.: subst.,
αναιμία, -μότης, ή.
Blodomlopp, ή του αϊματος περίοδος.
Blodrenande, αϊματος καθαρτικός, 3.
Blodröd, ΰφαιμος, 2 (om hyn), se f. öfr.
Blodfärgad.
Blodsband, se Blodsförvandtskap.
Blodsdomstol, 1) s. dömmer öfver mord,
τά Επί φόνου 1. των φονικών δικαστήρια, οι Επι
των φονικών [δικασταί). οι φόνου δίκας
κρίνοντες. 2) blodtörstig domstol. άγριον και φονικόν
δικαστήριον.
Blodsförvandt, ομαιμος, όμαίμων, 2.
αναγκαίος, 3 ο. 2. συγγενής, 2.
Blodsförvandtskap, όμαιμοσύνη, ή.
άναγ-καιότης, ή. συγγένεια, ή.
Blodshämnd, φόνον δίκη, ή. ή διά φόνου
[ύπερ φόνου) τιμωρία, ο άντι φόνου φόνος.
Βlodshämnare, φόνου τιμωρός, ό. ό τού
συγγενούς αϊματος τιμωρός.
Blodskam, άνόαιος συνουσία, ή.
Blodskuld, μίασμα, τό. άγος, τό.; belastad
m. b., μιαρός, 3. Εναγής, 2. μιαιφόνος, 2.
πα-λαμναϊος, ό (mördare).
Blodspottning, αίματος άπόχρεμψις, ή.: s.
liar b., αϊμοπτυϊκός, 3.
Blodsprängd, ϋφαιμος, 2 (under huden).
αιματοσταγής, 2 (utanpå). Jfr Blodig.
Blodsten, αιματίτης λίθος, ό.
Blodstillande, Χσχαιμος, 2. αίματος
στάαι-ΐΛος, 2.: b. medel, εναιμον (φάρμακον), τό.
Blodstrimma, μώλωιρ, αϊμάλωψ, ωπος, ό.
Blod startning, αιμορραγία, αιμόρροια, ή.:
ha b., αίμορραγεϊν.: s. lätt får b.,
αιμορραγικός, 3.
Blodsutgjutelse, se Blodbad.: utan b.»
άναιμακτί, -μωτί.
B lods vittne, se Martyr.
Blodtörst, αίματος 1. φόνου Επιθυμία, ή.
Blodtörstig, φονικός, 3. αιμόδιψος, 2.:
vara b., αϊματος 1. φόνου διχρήν.
Bloduttömning, af läkare anbragt,
αϊμα-τος άφαίρεσις, ή. άφαίμαξις, ή. Jfr Blodflöde,
Blodvatten, ϊχώρ, ώρος, ό.
Blodåder, αϊματϊτις φλέιρ, ή.
Blomblad, πέταλον, τό (τών ανθέων).
Blomdoft, άνθοδμον, τό. άνθέων οσμή, ή.
Blomkalk, κάλυξ, νκος, ή.
Blomknopp, κορύνη, ή. κάλυξ, υκος, ή. Jfr
Knopp.
Blomma, 1) eg., άνθος, τό. άνθη, ή.
άνθή-λη, η. άνθεμον, τό. βοτάνη, ή (hela växten).:
liten b., άνθυλλίς, ίδος, ή. άνθύλλιον, τό.:
smycka m. blommor, άνθίζειν.: strö biomor, άνθοβο-
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>