- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
63

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - C - Ceremoniel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Ceremoniel -

Ceremoniel, θεσμός, o. τά νόμιμα.

Ceremoniös, a) omständlig, περίεργος, 2.
b) petig, ακριβέστερος, 3.

Cession, se Bankrutt.

Char, άρμα, το’.

Charad, γρίφος, o.

Charakter, 1) skriftecken, σημείον, τό.
γράμμα, τό. τύπος, ό. 2) kännetecken, χαρακτήρ, δ.
τύπος, oc. ιδίωμα, το. το φύσει ίδιον
(egendomlighet). 3) beskaffenhet, a) af en msks tänke- och
handlingssätt, φύσις, εως, ή. τρόπος, ό (vanl.pl.),
ήθος, τό. ήθους εξις, η. οργή, ή (temperament).:
godlynt ch., εύτροπία, ή.: g. till ch., ευτροπος,
2. ενήθης, 2.: mild ch., πραότης, ή.: m. till ch..
πράος τήν φύσιν, τό ηθος.: ädel ch., γενναιότης,
ή.: ädel till ch., καλοκάγα&ικός τον τρόπον.: vek
ch., τής ψυχής ήθος μαλακόν, τό. μαλακία, η.:
ν. till ch., μαλακός τήν φύσιν.: hård ch.,
σκλη-ρότης, ή.: h. till ch., τους τρόπους σκληρός.: rå
ch., ώμότης, ή.: τ. till ch., ώμος τήν όργήν.:
dålig ch., κακοήθεια, ή.: d. till ch., κακοήθης, 2.:
det ligger ej i hans ch., ονχ ούτος ό τρόπος
αυτού. ού τοιούτος τους τρόπους έστίν. [ουκ ήν πρός
του Κύρου τρόπου~\.: bli sin ch. trogen, έμμένειν
τοις ήθεσιν. b) af en rol, πρόσωπον, τό. σχήμα,
τό. 4) stånd, titel, τάξις, ή. τιμή. ή.

Charakterisera, a) gm känneteckens
angifvande bestämma, ύποτυπούσθαι. λόγω
διαγρά-φειν. χαρακτηρίζειν. b) utmärka, χαρακτηρίζειν.

Charakteristik, χαρακτηρισμός, ο.
υπογραφή τής φύσεως 1. τών τρόπων, ή. äfven gm vv.

Charakteristisk, χαρακτηριστικός, 3.
ϊδι-ος, 3.

Charaktersbyggnad, οίκος, ο.

Charaktersdrag, τρόπων ιδίωμα, τό. το
κατά τίνος ιδίωμα (t. ex. τηρεϊν, observera).

Charaktersfast, άκίνητος τήν γνώμην, τον
τρόπον.

Charaktersfasthet, εξις ψυχής άκίνητος, ή.
τό άμετάκλαστον τής γνώμης.

Charakters lös, άήθης, 2. άοτάθμητος, 2.

Charaktersstyrka, ρώμη ψυχής, ή. ανάρια,
ή. λήμα, τό (poët. ο. Herod.).

Charakterssvaghet, αρρώστια, ή. δειλία, ή.

Charlatan, άλαζών, όνος, ο. γόης, ητος, ό.
άγύρτης, ου, ο. — κομψολόγος ιατρός, ό (läkare).

Charlataner i, άλαζονεία, γοητεία, ή.

Chef, se Anförare, Öfverhufvud.

C hem i, χημεία, χημευτική, ή.

Chevaleresk, γενναίος, 3.

Chiffer, σημείον, τό. σύνθημα, τό.
συνθημα-τικόν γράμμα, τό.: skrifven m. ch.,
συνθηματικός, 3.: en s. skrifver i ch., σημειογράφος, 2.

Chikan, υβρισμα, τό. προπηλακισμός, ό.
αϊ-βχύνη, ή.

Chikanera, ύβρίζειν. προπηλακίζειν.
καται-σχύνειν.

Chimär, φάντασμα, τό. πλάσμα, τό (jfr
Χίμαιρα, ή).

Chimärisk, πεπλασμένος, 3. πλασματώδης,
2. τερατώδης, 2. κενός, 3.

Chirurg, χειρουργός, ό.

Chirurgi, χειρονργία, χειρουργική, ή.

Cholera, χολέρα, ή.: ha ch., χολεριάν.: få
ch., χολερικώς ληφθήναι.

Chor, 1) kyrkor, οπισθόδομος, δ. τό
άμφι-βώμιον. τά περί τον βωμόν του νεώ. 2) ring-

- Citron. 63

dans, sång- och danstrupp, χορός, δ.: anföra en
ch., χορηγεϊν. κορυφαϊον είναι.: bekosta, utrusta
en ch., χορηγεϊν.: medlem af en ch., χορευτής,
o.: beträffande ch., χορείος, χορικός, χορευτικός,
3.; bekostande af en ch., χορηγία, ή.: kostnad
för en ch., χορήγημα, τό.

Chor al, {έκκλησιαστική) ωάή, ή. χορωδία, η.

Chordans, χορός, ό. χορεία, χόρευσις, ή.
χό-ρε υ μα, τό.

Chorförare, χορηγός, χοραγός, ό. κορυφαίος,
εξαρχος, ό (på theatern).

Chorplats, a) på theatern, ορχήστρα, ή. b)
för inöfning, χορηγεϊον, το’.

Ch or sång, χορικόν {μέλος), τό. χορωδία, ή.

Chria, προγνμνασμα, τό.

Chriaämne, χρεία, ή.

Chrysopras, χρνσόπρασος, ό.

Ciceron, ξεναγός, ο. περιηγητής, 6.

Cikoria, κιχόρη, ή. κιχόριον, τό.

Cimolit, κιμωλία {γή), ή.

Cinkadus, a) τύχη, ή. b) κόνδυλος, ό (rapp).

Cinober, τιγγάβαρι, κιννάβαρι, εως, τό.

Cinoberfärgad, -röd, κινναβάρινος, 3.

Circus, ιππόδρομος, ο.

Cirkel, 1) ss. mathem. figur, κύκλος, o.:
draga en c., κυκλογραφεϊν. κνκλον περιάγειν.:
beskrifva en c., κύκλον κέντρω περιγράφειν. έν τω
αντω πήξαντα τό κέντρον περιφέρεσθαι. jfr äfv.
Cirkellinie. 2) ss. instrument, διαβήτης, ου,
o. [τόρνος, o1]. 3) ss. konklusion, τρόπος ό
διάλ-ληλος. κύκλος, δ. 4) sällskap, ομιλος, ό.

Cirkelben, κεραία, ή.

Cirkelbåge, κυκλίσκος, ό. περιφέρεια, η.

Cirkel figur, κύκλου σχήμα, τό. γύρω μα, τό.

Cirkelformig, κυκλοειδής, 2.

Cirkellinie, γύρος, ό.: beskrifva en c., εις
γύρον περιάγειν. κυκλοφορεΐσθαι. κυκλοπορεϊν.

Cirkelrund, κυκλοτερής, 2.

Cirkelrörelse, κύκλησις, εως, ή. κυκλική
κί-νησις, ή. περιφορά κύκλων, ή. ή κύκλω περιφορά,
κυκλοφορία, ή.

Cirkelsegment, τμήμα κύκλου, τό.

Cirkel skifva, κύκλος, ό.

Cirklad, κομψώδης, 2. πεπλασμένος, 3.

Cirkulation, a) blodets, περίρροια, ή. b)
mynts, αμοιβή, ή. c) skrifvelsen ο. cl. περιφορά, ή.

Cirkulera, περιφέρεσθαι.: om skrifter ο. d,
διαπέμπεσθαι. διαδίδοσθαι.

Cirkumflektera, περισπάν.

Cirkumflex, περισπωμένη, ή.

Ciselera, έκτυπούν.

Cistern, λάκκος {ύδατος), ό. δεξαμενή, ή.

Cisternvatten, ν δω ρ λακκαϊον, τό.

Citadell, ακρόπολις, εως, ή.

Citat, χρήσις, εως, ή.

Citera, παρατιθέναι. t. ex. παρατίθησιν
Όμηρου τάδε. Jfr äfv. Anföra 2).

Citerande, παράθεσις, εως, ήL

Citherspelare, κιθαριστής, ου, ό.
-speler-ska, κιθαρίστρια, ή.

Cithra, κιθάρα, ή.: spela på c., κιθαρίζειν.
κιθαρωδεϊν (åtföljdt af sång).: spelandet på c.,
κιθάρισις ψιλή, ή (ensamt), κιθάρισις,
κιθαρωδη-σις, κιθαρωδία, ή (med åtföljande sång).: stycke
speladt på c., κιθάρισμα, τό.

Citron, κίτρον, κιτρόμήλον, τό. μήλον
Μηδι-κόν, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0067.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free