- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
64

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - C - Citronaktig ... - D

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

64 Citronaktig·

Citronaktig, κιτριοει&ής, 2.

Citronfärgad, -gul, κιτρινοειάής,
κίτρινο-χρους, 2. κίτρινος, 3.

Citronlöf, κιτρόφυλλον, τό.

Citronträd, κιτρέα, ή. χίτριον, χιτρόφντον,
τό. Μη&ιχή μηλέα ^ ή.

Civilisation, ήμέρωσις (ανθρώπων πρός τι),
ή. Jfr Odling.

Civilisera, ήμερούν.

C i ν i 11 a g, νόμος ό περί τών ϊ&ιωτιχών άικαίων.
νόμος ό περί άικών.

Civillagskipning, ΰικαιοάοσία ή iv τοις
ϊόιωτιχοϊς. τό περί τάς άίκας. τά τών άιχών.

Civillagstiftning, νομοθεσία ή Εν τοϊς
Ι&ιω-τιχοϊς. τών Μιωτιχών νόμων θέσις, ή.

Civilmål, Civilrätt o.d., se Privatmål etc.

Codex, a) handskrift, χειρόγραφον, τό.
άπό-γραφον, τό. αΰτόγραφον, τό (urskrift), b)
lagsamling, τών νόμων σύνταξις, ή. τών νόμων
σώμα, τό. πανάέκται, ων, οι. οι νόμοι.

Comitia, Εκκλησία, ή. άρχαιρεσίαι, ών, αι.:
c. curiata, Εκκλησία φρατριχή, ή.: c. centuriata,
λοχϊτις Εκκλησία, ή.: c. tributa, Εκκλησία φυλέτις
1. φυλετική, ή.

Concilium, kyrkosammankomst, σύνοάος,ου,ή.

-Daggryning.

Consistorium, a) domkapitel, τών
κανονικών συνέ&ριον, τό. ιεραρχική 1. Ιερατική βουλή,
ή. b) akademiskt, άκαάημαϊκον συνέάριον, τό.
βουλή ή iv άκαάημεία.

C ο η s u 1, ύπατος, ό.: vara c., ύπατεύειν.

Corollarium, (mathematiskt), πόρισμα, τό.

Curator, a) i konkurser, Επιστάτης ό Εν
χρεω-κοπίαις. πρακτήρ τών Εν χρεωκοπίαις, ό. b)
nationsförenings, πρυτανις ό τών Εν άκα&ημεία
όμο-χώρων. ό πρυτανείων.

C ur i a, φρατρία, ή.: medlem af en c.,
φρα-τριαστής, ου, ό. φρατριεύς, ό.: föreståndare för
en c., φρατρίαρχος, ό.

Cykel, a) af händelser, πραγμάτων κύκλος,
ό. b) i tidräkning, κύκλος (t. ex. Ετών, m. fl.), o.

Cylinder, κύλινάρος, o.

Cylinderformig, κυλινΦροει&ής, -ώ&ης, 2.

Cylindrisk, κυλινδρικός, 3.

Cyniker, κυνικοί, οί. ό Εκ τών κυνικών.

Cynisk, κυνικός, 3. κυνικός και θηριώ&ης.
άσχήμων, 2.: c. philosophi, κυνισμός, ό.

Cymbal, κύμβαλον, τό.

Cypress, κυπάρισσος, -ιττος, ή.: af c.,
κυπα-ρίσσινος, 3.: trä af c., κυπαρίσσινα, τά.

Cypresslund, κυπαρίσσων, ώνος, ο.

υ.

D, Α, &, άέλτα, τό.

Dadel, βάλανος ή (άπό) του (1. της) φοίνικος.
φοίνιξ, κος, ό. δάκτυλος, ό (Sedn.). -palm,
-träd, φοίνιξ, κος, ό ο. ή. -skog, φοινιχών,
ώνος, ό. -vin, φοινικίτης 1. φοινίκινος οίνος, ό.

Dag, 1) dagsljus, φως, τός, τό.: det blir d.,
φως 1. ημέρα γίγνειαι.: in på ljusa dagen, πρός
φώς πολύ. ι betrakta ngt vid dagen, υπ’ αύγάς
σκοπεϊν 1. θεωρεϊν τι.: bringa i dagen,
καθιστά-ναι εις τό φανερόν. Εκ-, προφέρειν εϊς τό φώς.
πρός φώς άγειν. φανερόν ποιειν. άνα-,
άποφαί-νειν. Εμφανίζειν.: komma i dagen, φανερόν, Εκ-,
Εμφανές γίγνεσθαι. (άνα)φαίνεσθαι.: lägga i
dagen, se Ådagalägga.: ligga f. öppen d.,
φανερόν είναι 1. >.αθεστάναι. άήλον 1. κατάάηλον
είναι. σαφέστατον είναι.: det ligger f. öppen d., att
J, φανεροί Εστε m. inf. 2) ss. tiderymd, ημέρα,
ή.: en lycklig d., ευημερία, ή.: en olycklig d.,
ημέρα άποφράς.: s. sker om d., ήμερινός, 3.: s.
räcker en dag, ημερήσιος, 3.: tillbringa dagen,
ήμερεύειν, άιημερεύειν, m. ngn, μετά τίνος 1.
συνημερεύειν τινί.: på samma dag, tSJ αύτ^
ημέρα. αυθημερόν.: återkomma på sma dag till ett
ställe, άπαυθημερίζειν Επί τι χωρίον.: dagen förut,
efter, προτεραία, ύστεραία (της μάχης, fore,
efter striden).: om dagen, μεθ’ ήμέραν. ημέρας
(ούσης), κατά φώς.: d. ο. natt, ημέρας τε και
νύκτωρ 1. νυκτός, και ημέρας και νυκτός, νυκτός
τε και μεθ’ ήμέραν. τής νυκτός και τής ήμέρας.
και νύκτα και ήμέραν. νύκτας τε και ημέρας.:
få dagar efter, ου πολλαις ήμέραις ύστερον.: d.
för d., hvarje d., se Dagligen.: f. dagen, Εφ1
ήμέραν.: hrannan d., dià τρίτης ημέρας, äfv. παρ’
ήμέραν.: bestämma efter dagar, ήμερολογεϊν.: på
3:dje, 4:de etc. dagen, τριταίος, τεταρταϊος etc.
(t. ex. ήχεν).: på hkn dag? ποσταϊος, 3.: sent på

dagen, όιρέ τής ημέρας.: hur dags ? πηνίχα (τής
ημέρας); όπηνίχα (i indir. fråga): så dags,
τηνι-καύτα τής ημέρας.: i dag, τήμερον. rSJcFf τjj
ημέρα. : i dag 8 dagar, Ενάτην ήμέραν (äfv. f. 8
dagar sedan, m. 1. utan tillagdt ταυτηνί).: god d.,
χαίρε.: ge ngn en god d., προσειπεϊν 1. κείεύειν
τινά χαίρειν.: ha goda dagar, ευ 1. καλώς
πράττειν. βίον εχειν εύάαίμονα. ευκόλως ζήν.: ha, göra
sig lugna dagar, σχολή v άγειν. σχολ% άιάγειν
τον βίον.: sluta sina dagar, τελευτάν (τον βίον).:
i våra dagar, Εν τω νυν χρόνω.: mskrna i våra
dagar, ol καθ* ημάς 1. Εφ’ ημών άνθρωποι.: ρ;ι
gamla dagar, πρεσβύτης ών. Επί γήρως. Ενγήρα.:
i fordna da,gar, se Fordom.: taga af daga, se
Döda.

Dagakarl, se Daglönare.

Dagas, det d., ημέρα l. φώς γίγνεται. ημέρα
ύποφαίνει 1. ύπολάμπει. άιαυγάζει.

Dagbok, Εφημερίς, ί&ος, ή (vanl. pl).

Dagbräckning, se Gryning.

Dagdrifvare, άπράγμων, ονος, ό. αργός και
ράθυμος άνθρωπος.

Dagdrifveri, άπραγμοσύνη, ή. άργία, ή. τό
άργόν και ράθυμον άιάγειν.

Dager, 1) eg., φώς, τός, ό. Jfr Dag 1).
2) fig., det sätt, hrpå en sak framställes, se Ljus.

Dagg, cΐρόσος, ή.: d. faller, άρόσος γίγνεται
1. καταφέρεται.: låta d. falla, άροσίζειν.
οροσο-βολεϊν.

Dagg (sjöfolks), ιμάς, άντος, ο. ρυτήρ, ήρος, ό.

Daggdroppe, cΫρόσου ψακάς, ή.

Daggig, δροσερός, 3. Αρόσιμος, 2.
άροσώ-#ης, 2.

Daggmask, ελμινς, ινθος, η. σκωληξ,
η-κος, ό.

Daggryning, se Gryning.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0068.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free