- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
65

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dagjemning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Dagjemning-

Dagjemning, Ισημερία, ή.: vid d.,
Ισημερινός, 3.

Daglig, ό, η, τό καθ·’ ήμέραν. καθημερινός,
3. Εφημερινός, 3. Εφήμερος, Εφημέριος, 2.:
dagligt bröd, ή καθ* ήμέραν τροφή.

Dagligen, εκάστης(τής) ημέρας, καθ* εκάστην
(τήν) ήμέραν. καθ* ήμέραν. αν* εκάΰτην ήμέραν.
άνά πάσαν ήμέραν. όσημέραι. όσαι ήμέραι.

Daglönare, θής, τός, ό. πελάτηςου, ό.
μισθωτός, μισθοφόρος, ο. ό Επι μισθω
Εργαζόμενος 1. Εργασίαν ποιούμενος.: en d:s stånd,
θητεία, ή.: arbeta ss. d., θητεύειν.

Dag η in g, εως, εω, ή. όρθρος, ό. ημέρα, ή.
φως, τός, τό.: i dagningen, άμ* ημέρα 1. άμα
τφ ημέρα, άμ’ εω 1. άμα ifj εω,: mot d., πρός
ήμέραν. περι τον όρθρον.: före d., προ τής εω.

Dagorder, παράγγελμα, τό.

Dagordning, τά καθήκοντα (εις τήν ήμέραν).

Dagsarbete, μιας ημέρας έργον, τό.

Dagsled, se Dagsresa.

Dagsljus, φως (ήμερινόν), τό. ήλιου φως, τό.
ήλιος, ό.: vid d., κατά φως.: börja dricka vid d.,
άφ* ημέρας πίνειν. Jfr Dag 1).

Dagslända, Εφήμερον, τό.

Dagslängd, ημέρας μήκος, τό. ή μέρας 1.
ημερήσιος χρόνος, ο.

Dagsmarsch, se Dagsresa.

Dagspenning, Εφήμερος μισθός, ο. ο τής
θητείας μισθός.: tjena för d., θητεύειν.

Dagsresa, ημέρας 1. ήμερησία οδός, ή (ss.
handling ο. längdmått), σταθμός, ό (bl. ss.
längdmått).: till sjös, ημέρας 1. ημερήσιος πλούς, ό.:
en lång d., ημέρας μάλα μακράς οδός.: en half d.,
ήμίσεος ημέρας οδός.: en d:s afstånd, ήμερήσιον
διάστημα, τό.: vara på 5 dagsresors afstånd,
ά-πέχειν πέντε ήμερων όδόν.

Dagsverkare, θής, τός, ό. δούλος, ο.

Dagsverke, έργον άναγκαϊον, δουλικόν,
θη-τικόν, τό.

Dagsverksskyldighet, θητεία, ή. δουλεία, ή.

Dagting a, σύμβασιν ποιεϊσθαί. συμβαίνειν καθ*
όμολογίαν. Επικηρυκεύεσθαι.

Dagtingan, σύμβασις, ή. ομολογία, ή.
σπον-δαί, ών, αι.: intaga en stad gm d., ομολογία
ελεϊν πόλιν. (ομολογία) παραστήσασθαι πόλιν.:
öfverlemna sig gm d., ομολογία 1. καθ*
όμολογίαν παραδιδόναι εαυτόν 1. προσχωρείν.

Dag vak t, 1) ss. handling, ήμερινή φυλακή,
ήhålla d., ήμεροσκοπεϊν. 2) ss. pers.,
ήμερι-νός φύλαξ, κος, ό. ήμεροφύλαξ, ήμεροσκόπος, ό.

Dal, κοίλον (τής γής), τό. κοιλάς, άδος, ή.
αυλών, ώνος, ο.

Dalgång, χαράδρα, ή. αυλών, ώνος, (■

Dalk, se Valk.

Dallra, πάλλεσθαι. τρέμειν. σείεσθαι.

Dallring, παλμός, ο. τρόμος, ό. σεισμός, ό.

Dam, γυνή, αικός, η.: i kortspel, βασίλισσα, ή.

Dam, 1) fördämning, χώμα, τό. όχθη, ή.:
uppföra en d., χουν χώμα.: gmsticka en d.,
διορύττειν χώμα. b) fig., έμφραγμα, τό.
Εμ-πόδισμα, τό.: sätta en d. mot ngt, ’έμφραγμα
ποιεϊσθαί τίνος. Εμφράττειν τι. Εμποδίζειν,
χατέχειν τι. 2) liten sjö, λίμνη, ή. ελος, τό.

Dam (stoft), κόνις, εως, η. κονιορτός, ό.
κο-νία, ή.

Damhvirfvel, -moln, κονιορ τός, ό.

Damkorn, ψεκάς 1. χρακάς, άδος, ή. πασπάλη, ή.

•Degradera. 65

Damma, 1) uppröra dam, κονίειν.: det
dammar, κονιορ τός γίγνεται 1. αίρεται. 2) se
Af-damma.

Dammig, κονιορτώδης, 2. κεκονιμένος, 3.

Damspel, se Brädspel.

Dana, μορφούν. (κατα)σχηματίζειν.
σχηματο-ποιεϊν. τυπούν. πλάττειν (i mjukt ämne),
Εκτυ-7τούν (i upphöjdt arbete), ποιεϊν. κατασκευάζειν
(inrätta).: d. efter ett annat, (άπ)εικάζειν.: d. ord,
όνοματοποιεϊν.: vara danad af naturen,
πεφυκέ-ναι.: fig., se Bilda 1) b).

Daning, μόρφωσις, τύπωσις, πλάσις,
διάπλα-σις, ή. διαπλασμός, ό.: fig., se Bildning.

Dank, στεάτινον λυχνίον, -ίδιον, τό.: slå d.,
fig., άργούντα, ραθυμούντα περιπατεϊν.

Danneman, se Bonde.

Dans, όρχησις, ή. όρχημα, τό.: = ringdans,
χορός, ό. χόρευμα, τό. χορεία, ή.

Dansa, ορχεϊσθαι. όρχησιν ποιεϊσθαί. χορεύειν.:
d. på ett ben, άσκωλιάζειν.

Dansare, όρχηστής, ού, ό. χορευτής, ού, ό.

Danserska, όρχηστρίς, ίδος, ή.

Danskonst, ορχηστική, ή.

Dansmusik, κρούματα τά παρά τήν όρχησιν.

Darra, -ning, se Bäfva, -η.

Darrhändt, τρέμων 1. τρομερός τάς χείρας.

Dart, se Dolk.

Dat, se Bedrift.

Data, τεκμήρια, τά. υποθέσεις, αι.

Datera, ett bref, τον χρόνον παραγάφειν rjj
Επιστολή.: d. ett fhde fr. ngt, όρίζεσθαί τι άπό
τίνος.: d. sig, τήν αρχήν εχειν 1. εϊληφέναι άπό
τίνος, γίγνεσθαι, νπ&ρχειν, είναι Εκ, άπό τίνος.

Dativ, δοτική, ή. τρίτη πτώσις, ή.: i d.,
δο-τικώς.

Datum, ημέρα, ή.: tills dato, μέχρι του νυν.
μέχρι τής σήμερον ημέρας.

Debatt, άγων ώνος, ό. άμφιΰβήτησις, ή.
χρηματισμός, ό. λόγοι οι.

Debattera, διαγωνίζεσθαι. άμφισβητεϊν.
χρημάτιζε ιν. λόγους ποιεϊσθαί. διάλέγεσθαι.
βου-λεύεσθαι.

Debet, 1) eg., οφείλει. 2) skuld, τά
οφειλόμενα.

Debitera, αναγράφε ιν εϊς τά οφειλόμενα.

Debitor, se Gäldenär.

December, se Månad.

Dechiffrera, άναγιγνώσκειν. — διακρίνει v.
διαγιγνώσκειν.

Decidera, se Afgöra.

Dedicera, -kation, se Tillegna, -egnan.

Deducera, se Bevisa.

Defect, 1) adj., se Bristfällig. 2) subst.,
se Brist.

Defilé, χαράδρα, ή. στενοχώρια, ή.

Defilera, Εκμηρύεσθαι.: d. förbi, παρελαύνειν.

Definiera, όρίζειν, διορίζειν-, σθαι.
περι-γράφειν. φάναι εϊναί τι.

Definition, όρος, ό. ορισμός, διορισμός, ό.

Definitiv, ώρισμένος, 3. κύριος, 3.

Deg, φύραμα, τό. σταϊς, τός, τό. μάζα, ή.:
arbeta d., μάττειν.: af d., σταίτινος, 3.

Degel, χωνεϊον, χωνευτήριον, τό. τάγηνον 1.
τήγανον, τό.

Degradation, ή τής τάξεως ταπείνωσις 1.
Ελάττωσις.

Degradera, Ελαττούν 1. ταπεινούν τήν τάξιν.

9

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0069.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free