- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
68

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dersammastädes ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

68

Dersammastädes — Diphtong.

Dersammastädes, έν τώ αύτφ. αυτού

Dertill, = till det, se Till.: = dessutom, se
d.: det går d., ούτως ϊΰται, γενήσεται.

Derunder, se Under.: det ligger ngt d.,
νπεσχί τι.: = mindre än det, ελαττον.: ett år 1. d.,
ετος η ελαττον.: d. 1. deröfver, ελαττον η πλέον.

Derur, -utur, se Ur.

Deruti, -innan, se Deri.

Dervarande, δ, η, τό έχει 1. ένταύ&α.
παρών, ούσα, όν (tillfälligtvis). Ofta gm omskr.,
οι ταύτης τής χώρας, οι έν έχείνγι τρ χώρα οντες
1. οικούντες, ol έκείνην τήν χώραν οϊκούντες ο. d.

Der var ο, παρουσία, ή. έπιδημία, ή (ilandet).:
under min d., έκεϊ οντος 1. παρόντος έμού.

Dervid, se Yid.: i temp. bet., έν τούτω,
άμα, vanl. m. part. άμα άέ. και άμα.

Derå, se Derpå.

Deråt, localt, έκεϊσε. ένταν&οϊ. αντόσε. τ^δε,
ταύτρ (hac via). Se f. öfr. At.

Deröfver, se Öfver.: =mera än det, ύπερ
ταύτα, πλέον.: 70 år 1. d., εβδομήκοντα ετη ή
πλείω.: litet d. 1. derunder, όλίγω πλέον ή ελαττον.

Desertera, λειποτακτείν. λειποστρατεϊν. till
fienderna, αύτομολεϊν. μεταστήναι.

Desertion, λειποταξία, λειποστρατία,
άστρα-τεία, άπόλειψις, ή. till fienden, αύτομολία, ή.

Desertör, λειποτάκτης, λειποστρατιώτης, ου,
ο.: = öfverlöpare, αυτόμολος, ο.

Desman, μόσχος, ό.

Desperat, se Förtviflad, Ursinnig.

Despot, τύραννος, o. δυνάστης, ον, ο.
αυτοκράτωρ , ορος, ό.

De sp ο ti, τυραννίς, ίδος, ή, δυναστεία, η.

Despotisk, τυραννικός, 3. βίαιος, 3 ο. 2.
δυναστικός, 3.

Despotism, τυραννίς, ίδος, ή. βία, ή. ύβρις,
εως, ή.

Dess, se Desto.

Dessemellan, μεταξύ. έν τω μεταξύ χρόνω.

Dessert, έπίδειπνον, έπιδόρπισμα, τό.
τρα-γήματα, τρωγάλια, τά.

Dessförinnan, προτού. πρότερον. πρόσ&εν.

Dessförutan, se Utan.: =dessutom, sed.

Desslikes, se Likaledes.

Dessutom, πρός τούτοις, πρός δέ. προσέτι,
ετι δέ. äfv. stundom, άλλως τε xal. Ofta gm
smnsättningar m. πρός, έπί, προσεπι-, t. ex.
befalla d., προσεντέλλεσΟ·αι.: gifva d., έπιδιδόναι,
προσεπιδιδόναι m. fi.

Destillation, χυλισμός, 6, άποβροχή, ή.

Destillera, χυλίζειν. άποβρέχειν.

Desto, τοσούτω. Se Ju.

Detachement, τάγμα, τό. -era, λοχίζειν.
άπ ο-, διατάττειν.

Detalj, μέρος, τό. τά κα&* έκαστα.: i d.,
καθ*’ εν εκαστον. πάντα εξής.

Detaljera, διηγεϊσ&αι. έκδιδάσκειν.
άκριβο-λογεϊσβ-αι. κα&* εν εκαστον
διελ&εϊν.—detaljerad, λεπτομερής, 2. κα&* έκαστα, ακριβής, 2.

Devis, σύμβολον, τό. έπιγραφή, ή.: taga ngt
till d., έπιγράφεσβ·αί τι.

Di (a), &ηλάζειν, -σ&αι {τινά). τιτ&εύεσ&αι
{άπό τίνος).: gifva di, &ηλάζειν, τιτΰεύειν,
γα-λακτοτροφείν (τινά åt ngn).

Diadem, διάδημα, τό.

Diagonal, a) adj., διαγώνιος, 2. έκ
διαμέτρου. b) subst., διαγώνιος, διάμετρος, ή.

Dialekt, διάλεκτος, ή. γλώττα, ή.: d.
Attiska, Ioniska, Doriska, Æoliska d., ή 1Ατ&ίς, Ίάς,
Λωρίς, Αϊολίς διάλεκτος.

Dialektik, διαλεκτική, ή, -i k er,
διαλεκτικός, ό. -isk, διαλεκτικός, 3.

Dialog, διάλογος, δ.

Diamant, άδάμας, ντος, ο.: af 1. ss. d.,
αδαμάντινος, 3.

Diameter, διάμετρος, ή.

Diarrhé, διάρροια, ή.: ngn har d., χάτω
διαχωρεϊ τινι.

Dibarn, &ηλαζόμενος, 3. γαλα&ηνός, 3.
νεο-γνός, 2. {έπιμαστίδιον) βρέφος, τό.

Dibroder, -syster, ομογάλαξ, χτος, ο, ή.
ομογάλακτος, ομό&ηλος, δμότιτ&ος, ο, ή.

Diet, δίαιτα, ή.: föreskrifva en d., διαιταν.:
föra en d., διαιτάσ&αι. διαίτρ χρήσ&αι.: iakttaga,
hålla d., φυλάττειν διαιταν.: förberedelse gm d.,
προδιαίτησις, ή.

Dietetik, διαιτητική, ή.

Diger, se Tjock.

Digifning, τιτ&εία, ή. θηλασμός, ό.

Digna, καταρρεϊν. πίπτειν. συμπίπτειν.: d.
under ngt, ούχ Ικανόν είναι τινι.

Digression, se Afvikelse.

Dika, ταφρεviiv. όχετοϊς διαλαμβάνειν (t. ex.
πεδίον).

Dike, τάφρος, ή. οχετός, ο. αυλών, ώνος, ό.

Dikt, 1) skaldestycke, ποίημα, τό. επος, τό
(ish. episkt), μέλος, τό, ωδή, ή (lyriskt).: liten
d., ποιημάτιον, έπύλλιον, τό.: liten genredikt,
ειδύλλιον, τό. 2) skaldekonst, ποίησις, ή. 3) ngt
uppdiktadt, osanning, πλάσμα, τό. έπίνοια, ή.
σόφισμα, τό. ψευδός, τό.

Dikta, 1) om skaldeverksamheten, ποιειν.
2) uppdikta, πλάττειν. έπινοεϊν. ψεύδεσ&αι. —
diktad, πλαστός, 3. προσποίητος, 2. ψευδής, 2.

Diktan ο. traktan, se Traktan.

Diktande, ποίησις, η (skaldens), έπίνοια, ή.
ο. υν.

Diktare, se Skald.

Diktator, δικτάτωρ, ορος, δ. αυτοκράτωρ,
ορος, ο.: varad., δικτατορεύειν. αύτοκρατορεύειν.

Diktatorisk, αύτοκρατορικός, 3. Jfr
Befallande, Oinskränkt.

Diktatur, δικτατορία, -εία, ή.

Diktera, ύπαγορεύειν.: = bestämma, Im·
τάττειν.

Diktion, λέξις, ή·: skön d., εύέπεια, ή.

Dilettant, ιδιώτης, ου, ό.

Dill, άνη&ον, τό.: af d., άνή&ινος, 3 (t. ex.
στέφανος).: försatt m. d., άνη&ίτης, o (t. ex.
οίνος), -ϊτις , ιδος, ή.

Dimbild, άμυδρά οψις, ή. άμυδρόν
εϊδω-λον, τό.

Dimension, διάστασις, ή.: utan d.,
άδιά-στατος, 2.

Dimma, ομίχλη, ή. äfv. νεφέλη, ή.: fri fr.
d., άνόμιχλος, 2.

Dimmig, ομιχλώδης, 2.

Dimpa, se Falla.

Din, ditt, σός, ή, όν. σου. σεαυτού, ής.
Ofta gm art., då intet eftertryck ligger på pron.
poss.

Dingla, μετέωρον κινεϊσ&αι 1. πάλλεσβ-αι.

Diphtong, δίφθογγος, egentlig,
oegentlig d., ή κυρίως, καταχρηστικώς δίφθογγος.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0072.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free