- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
71

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Drabbning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Drabbning — Dricka.

71

Drabbning, ουμβολή, ή. μάχη, ή. άγων,
ώ-ο.: formlig ά., σταδία 1. ή συσταδόν μάχη.:
d. till lands, πεζομαχία, ή.: d. till sjös,
ναυμαχία, ή.: det kom till en d., μάχη Εγένετο 1.
σννέστη.: leverera ngn en d., συμβάλλειν τινί 1.
πρός τινα. μάχεσθαί τινι. συνελθεϊν εϊς μάχην,
μάχην συνάπτειν, διά μάχης ϊέναι τινί. μάχην
ποιεϊσθαί πρός τινα. Εκ παρατάξεως^ κινδυνεύειν
πρός τινα.: våga en d., μάχης πειράσθαι.: börja
d., άπτεσθαι της μάχης, συνάπτειν μάχην.: vinna
en d., μάχην 1. μάχ$ νικάν 1. χρατεϊν.
μαχόμε-νον νιχάν 1. χρείττω είναι.: förlora en d.,
ήττά-σθαι μάχιι 1. μάχην 1. μαχόμενον.

Drafvel, υθλος, ό. φλυαρία, ή. λήρος, ό.

Drag, 1) dragning, ολκή, η. φορά,^ή. ορμή,
ή. αγωγή, ή.: i, m. ett d., μια όρμ^. συνεχώς
(utan afbrott).: d. m. ett nät, ό του διχτύου
βόλος.: d. vid drickande, πόσις, χατάποσις, ή-: ett
långt, djupt d., άμυστις, ιδος, ή.: dricka i ett
d., i fulla d., άμυστι πίνειν άμυστίζειν. ελκειν
άμυστιν.: d. af vind, luft, ή του άνεμου 1.
πνεύματος φορά. πνοή, ή. αύρα, ή.: = andedrag, se
d. 2) det dragna, gm dragning åstadkomna,
ολκος, o. αύλαξ, αχος, ή.: m. penna 1. pensel,
διάγραμμα, γράμμα, το. γραμμή, η. χαραχτήρ,
ήρος, ό.: ·= ansigtsdrag, se d. 3) handling, s.
röjer ngns lynne, tänkesätt, τεκμήριον, τό.
σημείο ν, τό. έργον, τό. πράξις, ή.: ett d. af
msko-kärlek, φιλάνθρωπου ανδρός έργον.

Draga, 1) tr. a) gm dragning förflytta, röra,
ελχειν. συρειν. σπάν. άγειν.: d. en vagn, άγειν
άρμα.: solen drager vatten, ό ήλιος ελχει ϋδωρ.:
d. svärdet, σπάσασθαι τό ξίφος.: d. en sten i ett
brädspel, χινεϊν, θέσθαι, φέρεσθαι πεττόν.: d.
ngn afsides, παρέλχειν τινά. λαμβάνειν τινά ιδία
1. χωρίς.: d. trupper till sig, άθροίζεσθαι
στράτευμα άμφ* αυτόν, άναλαμβάνειν στρατιώτας.:
d. trupper ur ett land, συλλέγειν στράτευμα εκ
τίνος χώρας.: d. ngt öfver ngt, Επιτείνειν 1.
περι-τείνειν τί τινι.: d. en klädnad öfver en annan,
Επενδύεσθαι ϊμάτιον.: d. allas ögon på sig,
πάντων τάς όψεις εϊς εαυτόν στρέφειν. περίβλεπτον
γίγνεσθαι πάσιν.: d. ngn till ngt, ελχειν τινά
Επί τι.: å. till sig (fig.), Επισπάσθαι, προς-,
Επά-γεσθαί τινα. = tillegna sig, se d.: s. drager
själen till ngt, ελχτιχός 1. ολκός τής φυχής πρός τι.:
d. ngt efter 1. m. sig (fig.), Εργάζεσθαί τι.
άπο-βαίνειν εις τι 1. gm επεσθαι. t. ex. brottet
drager straffet m. sig, τω άδικήματι επεται ή
τιμωρία.: d. lott, fördel, andan, slutsats, o. s. v., se
d. oo. — d. af, fram, ned, upp, etc., se compp.
b) gm dragning dana, άγειν, ΐλαύνειν, τείνειν
(t. ex. τάφρον).: d. en graf omkring ngt,
περι-ταφρεύειν τι.: d. en mur, τείχος Ιλαύνειν.
omkring ngt, τείχος περιβάλλειν τινί. περιτειχίζειν
τι.: ά. linier, fåror ο. s. ν., se d. oo. 2) intr.,
a) gå, tåga, χωρεϊν. Ιλαύνειν. πορεύεσθαι. ϊέναι.
μετοικίζεσθαι (ändra bostad).: om en här o.
fältherren, στρατεύειν. Ελαύνειν, άγειν.: d. i fält,
στρατενεσθαι. όρμάσθαι εϊς τον πόλεμον.: d. på
jagt, ζξνέναι Επί τήν θήραν.: d. till ett annat
land, μετανίστασθαι εις αλλην χώραν.: d. fr. ett
land till ett annat, γήν Εκ γης άμείβεσθαι.: d.
fr. en stad till en annan, πόλιν Εκ πόλεως
άλλάττειν. — drag (i svordomar), άπαγε, ερρε,
άπερρε, (άπο)φθείρου, ουκ άποφθερεϊ (Ες κόρακας).
— d. af, bort, fram etc., se motsvarande compp.

af Tåga.: d. om, se Dröja, b) om luftdrag,
δια-, εϊς-, Επιπνεϊν. 3) refi. a) långsamt förflytta
sig, χωρεϊν.: d. sig bort, tillbaka, άπο-,
άναχω-ρεϊν.: d. sig undan f. ngn, ύπο-, παραχωρεϊν τινι.
εξίστασθαί τινι.: d. sig tillsammans, συλλέγεόθαι.
συναγείρεσθαι. εϊς ταύτόν χωρεϊν.: d. sig fr., ur
ngt, άπαλλάττεσθαί τίνος, άφίστασθαί τίνος.: d.
sig in, εισω χωρεϊν. εϊσιέναι. εϊσδύεσθαι (äfv. om
vätskor).: d. sig fram, igenom (fig.), se Berga
sig. b) sky, d. sig för ngt, όκνεϊν, κατοκνεϊν
τι 1. m. inf. Εξίστασθαί τι.

Dragare, ύποζύγιον, τό.

Dragfri, πυκνός, 3. εύπηκτος, 2. διέργων
πνεύματος φοράν.

Draghål, se Lufthål.

Draghäst, ζύγιος 1. ύποζύγιος ϊππος, ό.

Dragig, διήνεμος, 2. ου διέργων τό πνεύμα.

Draglim, ρνμα, το’, ρυτήρ, ήρος, ό.

Dragning, ελκυσις, ή. ελκυσμός, ό. συρμός,
ο. άγωγή, ή ο. νυ.: en lotts, κλήρωσις, ή.:
krampaktig d. i lemmarne, σπασμός, ό. σπάσμα, το.:
hafva en d. åt ngt, παραπλήσιον εϊναί τινι (vara
snarlik), άποκλίνειν πρός, Επί τι (luta åt ngt).

Dragningskraft, τό ελκτικόν, όλκόν.
ελκτική 1. ολκή δύναμις, ή. ή του Επισπάσθαι 1.
Επάγεσθαι δύναμις.

Dragnot, σαγήνη, ή. άμφίβληστρον, τό.

Dragoxe, Εργάτης, ζύγιος 1. ύποζύγιος βούς, ο.

Dragplåster, μάλαγμα, τό.

Dragrem, ρυτήρ, ήρος, ό.

Dr ag ring, Επισπαστήρ, ήρος, ό (ish. på dörr).

Dragok, ύποζύγια, τά.

Drakblod, δράκοντος αϊμα, τό.: färgämnet,
δρακόντεον, τό.

Drake, δράκων, οντος, ό.: lik d.,
δρακοντώ-δης, 2. δρακόντειος, 3.

Dram, δράμα, τό. dem., δραμάτιον, τό.:
författa dramer, δραματουργεϊν.

Dramatisk, δραματικός, 3.: d. framställning,
δραματοποιία, ή.: d:t framställa, δραματοποιεϊν.
δραματουργεϊν.: d. författare, δραματοποιός,
δραματουργός, ο.: hs verksamhet, δραματοποιία,
δραματουργία, ή.

Dramatisera, προσωποποιεϊν. -ering,
προς-ωποποιία, ή. Jfr Föreg.

Drapera, διακοσμεϊν. σχηματίζειν. (κομψώς)
περιβάλλειν.

Draperi, περιβολή, ή. παρασκευή, ή.

Dr egei, σίαλον, τό. άφρος, ό.: full af d.,
σιαλώδης, 2.

Dregla, σιαλίζειν. άφρίζειν. — dreglande,
σιαλοχόος, 2.

Dregling, σιαλισμός, 6.

Dreja, se Yrida, Yända.

Dressera, παιδεύειν. διδάσκειν. κατασκευάζειν
τινά m. inf. Επιτηδεύειν τινά πρός τι. Jfr Tämja.

Dressering, παίδευσις, ή. κατασκευή, ή. ο.νυ.

Drick, 1) se Dryck.: mat o. d., βρωτά και
ποτά. 2) det s. på engång drickes, πόσις,
κατάποσις, ή.: dricka i en d., άμυστι πίνειν.: ge
ngn en d. (af) ngt, δούναι τινι πίνειν 1.
ρο-φεϊν τίνος.: taga en d. (af) ngt, πίνειν, ροφεϊν
τίνος.

Dricka, πίνειν (m. gen., taga en drick af
ngt; m. acc., då vana 1. starkt drickande skall
betecknas 1. d. förtärda måttet angifves).: d. i
långa, fulla drag, ελχειν. άμυστι ελχειν 1. πίνειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0075.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free