- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
76

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dåraktighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

76

Dåraktighet — Dödsbädd.

följd, fåvitsk). άτοπος, 2 (orimlig, befängd).: hand
la dåraktigt, μωραίνειν.

Dåraktighet, se Dårskap.

Dåre, 1) gm masc. af adjj. under Dåraktig.
2) se Vansinnig.

Dårhus, ή των μαινόμενων φυλακή.: ngn är
mogen f. d., Αντίκυρας δεϊ τινι.

Dårskap, 1) abstr., άνοια, ή. άφροσύνη,
άγνωμοσννη, ή. ήλιθιότης, ή. άβελτερία, ή.
ενή-θεια, ή. μωρία, ή. άβουλία, : stor d., πολλ?}
άνοια, παράνοια, ?} (förryckthet).: göra sig
skyldig till d. i ngns ögon, μωρίαν 1. άνοιαν
όφλι-σκάνειν τινί. 2) concr., έργον ήλίθιον etc.: prata
d., (άπο)ληρεΐν. φλυαρεϊν.

Dåvarande, ό, jf, το τότί 1. κ«τ’ Εκείνον
τον χρόνον.

Däck, κατάστρωμα, σανίδωμα% τό.: fartyg m.
d., σεσανιδωμένα 1. κατάφρακτα πλοία, τά.: utan
d., άφρακτα πλοία.

Dädan, -efter, se Derifrån, Derefter.

Däfven, se Fuktig.

Dägelig, se Vacker.

Dägga, γαλακτοτροφεϊν.

Däggdjur, ζωον γαλακτοτροφ>ουν.

Däld, αύλωνίσκος, o. αυλών, ώνος, oc.
κοίλωμα, το’.

Däld ig, /ίοώακΓ^, 2.

Dämma, ^οιϊί> (uppföra en dam), άπονοι;*’ (gm
en dam stänga). — d. af, för, in, se compp.

Dämning, 1) ss. handling, χώόις, ή.
άπό-χωσις, 2) =dam, χώμα, τό.

Dämpa, σβεννύναι, κατασβεννύναι (om eld,
lidelser), i allmht, κατέχειν. κατείργειν. κατα-,
tfutfτελλί^ί/. κωλιίί^ί/. παύειν, καταπαύειν.: =
mildra (om ton, röst), ύφιέναι. άμβλύνειν.

D ö, θνήσκειν, άποθνήσκειν. τελευτάν,
μεταλ-λάττειν (τον βίον). άπαλλάττεσθαί (του ζήν 1. τοί
βίου), mera sökta uttryck äro: καταστρέφειν (τον
βίον). καταλύειν τον βίον. Εξ άνθρώπων
άφανί-ζεσθαι 1. γίγνεσθαι, ϊέναι 1. άπιέναι εϊς τό
χρεών I. εϊς θεούς, οϊχεσθαι.: d. m. ngn,
συναπο-θνήσκειν τινί.: d. för ngn, άποθνήσκειν 1.
τελευτάν υπέρ, πρό τίνος, ύπεραποθνήσκειν τινός.: d.
gm ngn, άποθανεϊν ύπό 1. πρός τίνος.: d. fore
ngn, προαποθνήσκειν τινός.: cl. efter ngn,
Επα-ποθνήσκειν τινί.: d. af en sjukdom,
άποθνήσκειν, τελευτάν, διαφθείρε σθαι, άπόλλυσθαι νόσω
1. ®πο νοσήματος.·, d. af gift, Εκ φαρμάκων
άποθνήσκειν. : d. af hunger, λιμω άποθνήσκειν.: d.
stilla, ευ άποθνήσκειν. (mots. cΤνσθανατεϊν).: d.
en naturlig d., αύτομάτφ θανάτω τελευτάν.:
önska, vilja dö, θανατάν.ι om jag skulle d., εϊ τι
πάθοιμι. ήν τι πάθω.: oeg., d. af skratt,
fruktan, blygsel, Εκθνήσκειν γέλωτι, δε ει (φόβω),
αϊ-δοϊ I. ύπό m. gen.: ryktet dör, άφανίζεται,
θνή-σκει ή δόξα. — död, νεκρός, 3. άποθανών,
ούσα, όν. τεθνηκώς, νια, ός 1. τεθνεώς, ώσα, ός
(ώς). άψυχος, 2 (utan lif; mots. έμψυχος).: en
d. kropp, νεκρόν σώμα, τό.: ngn uppgifves f. d.,
τεθνάναι τις άγγέλλεται. falskligen, τεθνάναι
φημίζεται τις ψευδώς.: en f. d. utgifven s. lefver,
ύστερόποτμος, 2. döda ting, άψυχα, τά.: oeg.,
om statuer, bilder o. d., ψυχρός, 3.: borgerligen
d., άτιμος, 2.

Död, θάνατος, oc. τελευτή (τού βίου), ή.
ά-παλλαγή του βίου, ή. τό άποθνήσκειν. ή του βίου
καταστροφή, μοίρα θανάτου, ή. χρεών, τό (nom.

ο. acc.).: en naturlig d., ή κατά φύσιν 1.
αυτόματος θάνατος.: en våldsam d., βίαιος θάνατος.;
en skön, lycklig d., ευδαίμων θάνατος,
εύθανα-σία, η.: dö en sdn d., εύ θνήσκειν. εύθανατεϊν.:
en ärofull d., εύκλεής 1. ευσχήμων θάνατος, τό
καλώς 1. εύκλεώς άποθανεϊν.: nära döden,
Επιθά-νατος, 2. θανάσιμος, 2.: vara nära döden,
Επι-θανάτως εχειν. μέλλειν άποθανεϊν. θανάσιμον
ηδη jlvai. είναι πρός τω τελευτάν 1. Επι τρ
τε-λευτy τον βίον. ή τού βίου τελευτή πάρεστί μοι.
ordspr. σελίνου δεϊσθαι.: döden närmar sig ngn,
ό θάνατος Επέρχεται Επί τινα 1. προσέρχεται τινι.
finna döden, se Dö.: gifva döden, se Döda.:
döma ngn till döden, θανατούν τινα.
κατακρί-νειν, καταγιγνώσκειν τινός (äfv. τινί) θάνατον,
καταδικάζειν, καταψηφίζεσθαι τινός θάνατον.:
straffa till döden, θανάτω ζημιούν, κολάζειν.
θανατούν. : föra till döden, άγαγεϊν τήν Επί
θανάτω.: gå i döden, εϊς θάνατον ϊέναι.: lida d.,
ύπομένειν τον θάνατον.: kämpa m. döden,
δυς-θανατεϊν. ψυχορραγεϊν.: önska sig, längta efter
döden, θανατάν.: jag är dödens (man),
άπωλό-μην. ολωλα.: på lif o. d., περι ψυχής, περί
θανάτου. περι των μεγίστων, περί των όλων.: slå
ngn till döds, παίειν τινά εις θάνατον.: gisslas
till döds, άπολέσθαι μαστιγονμενον.: skrika sig
till döds, κεκραγότα διαρραγήναι.: skämmas till
döds, ύπ’ αιδονς Εκθνήσκειν.: skratta sig till döds,
γέλωτι 1. ύπό γέλωτος Εκθνήσκειν.

Döda, άπο-, κατακτείνειν, άποκτιννύναι,
κα-τακαίνειν, sällan κπίνειν (beröfva lifvet),
άναι-ρεϊν, φονεύειν, διαφθείρειν, δια-, καταχρήσασθαι,
άπολλύναι (ombringa, mörda), σφάττειν, άπο-,
κατασφάττειν (nedhugga), θανατούν (afrätta).: d.
sig, άποκτείνειν etc. εαυτόν, ύφ* εαυτού
άποθανεϊν. βιάζεσθαι εαυτόν.: dödas af ngn, utom pass.,
äfv. άποθνήσκειν, τελευτάν ύπό τίνος. —
dödande, se Dödlig, 2).

Dödfödd, d. barn, νεκροτόκιον, τό (Sedn.).
νεκρόν βρέφ>ος, τό. : nedkomma m. ett sdnt,
νε-κροτοκεϊν (Sedn.). νεκρόν βρέφος τίκτειν.

Dödgräfvare, νεκροτάφος, -θάπτης, ό. ό
τούς νεκρούς κρύπτων.

Dödlig, 1) döden underkastad, θνητός, 3.
φθαρτός, 3. 2) dödande, θανατηφόρος, 2.
θανάσιμος, 2. θανατώδης, 2. ολέθριος, 2.: om sår,
hugg, καίριος, 3 ο. 2.: gifva ngn ett d. bett,
θανάσιμα δάκνειν τινά. 3) fig., d. fiendskap,
άσπονδος 1. άδιάλλακτος έχθρα, πολλή και
μεγί-στη έχθρα.: dödligt hata ngn, μϊσος
σφοδρότα-τον μισεϊν τινα.: dödligt kär, δνσερως, ό, ή.:
vara d. kär, δυσερωτιάν.

Dödlighet, 1) το θνητόν. θνητή φύσις, ή.

2) dödande egenskap, gm omskr. m. adjj. 1. vv.

3) mortalitet, gm ό άριθμός τών άποθανόντων,
e. d.: dödligheten är stor, liten, πολλοί, ολίγοι
εϊσίν οι αποθνήσκοντες.: stor d., φθορά, ή.
πολλοί, πυκνοί θάνατοι.

Dödlik, ώσπερ νεκρός, 3. νεκρώδης, 2.: oeg.,
d. tystnad, stillhet, πολλή σιγή, Ερημιά (ώσπερ
τεθνεώτων άπάντων).

Dödsblek, πελιό ς, πελιδνός, πελιτνός, 3.:
bli d., πελιαίνεσθαι. πελιδνούσθαι.

Dödsblekhet, πελιό ν χρώμα, τό. πελιό της, ή.

Dödsbädd, κλίνη Εναποθανεϊν 1. Εν %
άπο-θανεϊταί τις.: ligga på dödsbädden, Επιθάνατον
1. θανάσιμον είναι. Εσχάτως διακεϊσθαι. πρός τω

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0080.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free