- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
80

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - E - Eftertal ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

80 Eftertal -

Efter tal, Επίλογος, o.

Eftertanke, διανόησις, διάνοια, ή.
Εννόη-σις, έννοια, ή. σύννοια, ή. μελέτη, ή. λογισμός,
ό. σκέψις, ή.: ansträngd e., φροντίς, ίδος, ή.:
utan e., άνευ λογισμού, άλογίστως. άσκέπτως.
tly.fi.

Eftertrakta, θηράν. θηρεύειν. διώκειν. äfv.
Επιβουλεύειν (stämpla mot, m. dat.). Jfr
Efter-s traf va.

Eftertrupp, ή (τής στρατιάς) ουρά.
ούρα-για, ή. οπισθοφυλακία, ή. οπισθοφύλακες, οί.
Ε-πίτακτοι, οι.: bilda e., ούραγεϊν,
όπισθοφυλα-κεϊν.: anförare för e., ουραγός, ό.

Eftertryck, 1) af böcker, sigill o. d.,
άπο-μίμησις, άνατνπωσις, ή (handlingen),
άπομίμη-μα, άπόγραφ>ον, τό (resultatet). Jfr Aftryck.
2) kraft, Ενέργεια, ή. δύναμις, εως, ή.
Εμβρίθεια, ή. βάρος, τό.: i uttryckssättet, εμφασις,
ή.: m. e., καρτερώς. δεινώς. σφόόρα. Επιστρεφώς.
Εμφατικώς.: ha e., δύναμιν εχειν. δυνατόν
είναι.: ett tal utan e., ψυχρός λόγος.: läsa
(decla-rnera) m. behörigt e., άναγιγνώσκειν 1. διελθεϊν
Ev ήθει πρέποντι.

Eftertrycka, άπομιμεισθαι. άνατυπούν.

Eftertrycklig, βαρύς, 3. Εμβριθής, 2.
Ενεργής, 2. Ενεργός, 3. δεινός, 3. καρτερός, 3.
Επι-στρεφής, 2. Επεστραμμένος, 3. Εμφαντικός, 3.

Efterträda, -are, se Efterfölja, -are.

Eftertänka, διανοεϊσθαι, συννοεϊσθαι. (τί 1.
περί τίνος), σκοπεϊν, -σθαι (τί). μεριμνάν (περί
τίνος), μελετάν (τί). φροντίζειν (περί τίνος),
λογί-ζεσθαι (τι 1. περί τίνος). Ενθυμεϊσθαι (τι 1 περί
τίνος).: = erinra sig, άναμιμνήσκεσθαι.

Eftertänklig , se Betänklig.

Eftertänksam, φροντιστικός, 3. σύννους, 2.
διανοητικός, 3. λογιστικός, 3. Jfr Betänksam.

Efterverld, οι Επιγιγνόμενοι. ol μέλλοντες
εσεσθαι. οι ύστερον γιγνόμενοι. οί έπειτα
Εσόμε-νοι.: rykte hos e., ή εις τό έπειτα δόξα 1. ενκλεια.

Eftervin, δευτερίας (οίνος), ου, ό.

Efter vint er, όπισθοχειμών, ώνος, ό.
μετα-χείμασις, ή.

Efter värk, ή ύστερον άλγηδών 1. οδύνη.:
ef-tervärkar (hos en barnaföderska), ώδϊνες al μετά
τον τόκον.

Efteråt, se Efter II).

Ega, Egare m. fl., se Äga, Ägare o s. v.

Egen, a) i fråga om besittning, = s. man sf
äger, ίδιος, 3. οικείος, 3. ιδιόκτητος,
οϊκειόκτη-τος, 2. vanl. m. smnsatta reflex, pron., Εμαυτού
etc. 1. m. αυτός.: af e. drift, άφ* εαυτού 1.
αυτός.: af egna medel, παρ’ εαυτού, ιδία.: vara
sin e. herre, Εφ* εαυτού είναι.: m. egna ögon se
ngt, αύτόπτην εϊναί τίνος, αυτόν όράν.: anföra
ngns egna ord, αυτά τά ειρημένα υπό τίνος
λέγειν.: m. e. hand, αύτοχειρί. αυτοχειρία, αυτός.:
göra till sin e., ϊδιουσθαι. Εξιδιούσθαι.
κατακτά-σθαι. b) i fråga om karakter o. egenskaper, =
u-teslutande tillhörig, ϊδιος, 3. οικείος, 3.: ofta m.
είναι o. gen. πεφυκέναι m. inf.: t. ex. det är e.
för ålderdomen, εστι του γήρως. πέφυκε τό
γήρας.: det är e. för mskan att förakta allt, som
är henne undergifvet, πέφυκεν άνθρωπος πάν τό
θεραπεύον ύπερφρονεϊν. c) i sitt slag ensam,
ϊδιος, 3. ιδιότροπος, 2. μονήρης, 2. μονότροπος,
2. Jfr Besynnerlig.

Egendom, 1) sak s. äges, κτήμα, τό. κτή-

■ Egga.

σις, ή. ϊδιον, τό.: det är min e., Ιμόν (Εμού 1.
Εμαυτού) Εστίν. Εμοί Εστίν, υπάρχει μοι.: göra
till sin e., ϊδιουσθαι. Εξιδιούσθαι. 2) allt hvad
ngn äger, κτήματα, τά. χρήματα, τά. τά
υπάρχοντα. τά τίνος, ουσία, ή. 3) gods på landet 1.
hus i stad, χωρίον τό. άγρός, ό. οϊκησις, ή.
οικία, ή.

Egendomlig, se Egen b) o. c).

Egendomlighet, se Egenhet.

Egendoms herre, δεσπότης, ό. κύριος, o.

Egendomsrätt, se Äganderätt.

Egenhet, ιδιότης, η. ϊδιον, τό. ιδίωμα, τό.
(ish. i uttrycket).: mskors, ιδιοτροπία, ή. ϊδιος
τρόπος, ό. Jfr Besynnerlighet.

Egenhändig, αύτόχειρ, ό, ή. τ$ Εμαυτού,
σεαυτού etc. χειρί. — Adv., αύτοχειρί.
αύτοχει-ρία.: e. skrifven, αύτόγραφος, 2. ιδιόγραφος, 2.

Egenkär, φίλαυτος, 2. αυθάδης, 2.

Egenkärlek, φιλαυτία, ή. αυθάδεια, ή.

Egenmyndig, -mäktig, αυθάδης, 2.
Εξουσιαστικός, 3, αυτεξούσιος, 2 (Sedn).: =
våldsam, βίαιος, 3 ο. 2. — Adv., αυθάδως. κατ’
αύ-θάδειαν. äfv. δι’ εαυτού, t. ex. i allt handla e.,
πάντα δι’ εαυτού ποιεϊσθαί.: e. tillegna sig ngt,
δι’ εαυτού εχειν τι-: förfara e., αύθαδιάζεσθαι.
Εξουσιάζειν. αύτογνωμονεϊν. = våldsamt,
βιάζε-σθαι. βία χρήσθαι.

Egenmyndighet, -mäktighet, αυθάδεια,
ή. τό αϋθαδες.

Egen nytta, φιλοκέρδεια, ή. πλεονεξία, ή. Jfr
Girighet.

Egennyttig, φιλοκερδής, 2. πλεονέκτης, ου,
ό. Jfr Girig.

Egensinne, -ighet, Ισχυρογνωμοσύνη, ή.
δυστραπελία, ή. δυσκολία, ή. αυθάδεια, ή.

Egensinnig, Ιδιογνώμων, μονογνώμων, 2.
δύστροπος, 2. δυστράπελος, 2. δύσκολος, 2.
δυς-χερής, 2. αυθάδης, 2.: vara e., δυστραπέλως
εχειν 1. διακεϊσθαι. ϊδιογνωμονεϊν,
μονογνωμο-νεϊν (Sedn.).

Egenskap, τό ϊδιον 1. οϊκεϊον (egendomlig
beskaffenhet), δύναμις, ή (verkande e.). εξις, ή,
ποιότης, ή (beskaffenhet). Jfr Beskaffenhet.
Ofta bl. gm art. o. gen. 1. περί m. acc. t. ex.
djurens egenskaper, τά τών ζώων 1. τά περι τά ζώα.:
det är en e. hos, gm gen. (m. Εστί), t. ex. frihet
fr. fel är det högsta och bl. en e. hos Gud,
μέ-γιστον και θεού μόνον τό άναμάρτητον.: en god
e., άρετή, ή. αγαθόν, τό.: en dålig e., κακόν,
τό.\ jag har en e., πρόσεστί μ οί τι.: hafva
sådane egenskaper, τοιούτον είναι.

Egentlig, 1) uteslutande 1. företrädesvis
tillhörande, κύριος, 3. ϊδιος, 3. οικείος, 3.: e.
uttryck , κυρία λέξις, ή.: m. det egentliga uttrycket,
κνριολέκτως, -λεκτικώς. 2) noggrann, sann,
ά-κριβής, 2. απλούς, 3. άληθής, 2. άληθινός, 3.
γνήσιος, 3. ο. gm αυτός.

Egentligen, άκριβώς. άπλώς. (ώς) άληθώς.
τώ όντι. άτεχνώς. Ετεόν (i fråga t. ex. hd är dta
e.*, τί Εστι τούτο Ετεόν).: icke e., ού πάνυ (τι).:
e. att tala, άπλώς, άκριβώς είπεϊν.: enl.
föregifvande, men e., λόγω μέν, εργφ δέ.

Egenvilja, -villig, se Egensinne, -sin-

niS’ , , c

Egg (på knif o. d.), ακμη,^η. στόμα, τό.

Egga, παροξύνειν. παρορμάν. Εποτρύνειν.
(àv)e-ρεθίζειν. παρακελεύεσθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0084.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free