- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
81

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - E - Egna ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Egna — Element.

81

Egna, άναδεικνύναι. κατονομάζει,
χαρίζε-σ&αι.: åt Gud, se Helga.: e. flit, omsorg,
uppmärksamhet, sed. oo.: e. sin tid, (κατ)αναλίσκ ειν
τον χρόνον (εις τι, äfv. Επί τινι).: e. sig 1. sina
krafter åt ngt, διδόναι εαυτόν εις τι. σχολάζειν
τινί, äfv. πρός τι. σχολήν ποιεϊσ&αι πρός τι.
προς-κεϊσ&αί τινι. άνακεϊσ&αι πρός τι. σπουδάζειν
περί τι Επιτηδεύειν τι.: e. sig åt ngn (ngns
umgänge), σχολάζειν τινί.: e. ngn sin tjenst,
ύπη-ρετεϊν τινι. &εραπεύειν τινά. b) e. sig (om
saker), se Passa.

Egoism, -istisk, se Egennytta, -nyttig.

Eho, se Hvilken (än).

Ehuru, 1) se Huru (än). 2) = fastän, ει
καί m. ind. καί 1. καίπερ m. part. ofta bl. part.

Ehvad, Ehvem, Ehvar, Ehvart, se
Hvilken, Hvar, Hvart (än).

Ej, se Icke.

Eja, se Ack att.

Ek, (Jtøfc, νός, ή.: af e., δρύινος, 3.

Eka, σκάφη, ή. σκάφος, τό.

Ekbark, φλοιός, ό (άπό) τής δρυός.

Ekliptika, λοξιάς, άδος, ή.

Eklöf, φύλλον τό (άπό) τής δρυός.

Eklöfskrans, δρυός στέφ>ανος, ό.

Ekollon, βάλανος, ή (άπό τής δρυός),
δρυο-βάλανος, ή.: ätbart e., άκυλος, ή,

Ekonom, -mi, se Hushållare,
Hushållning.

Ekorre, σκίουρος, o.

Ε kr a, κνήμη, ή. κνημία, ή.

Ekskog, δρυμός, ό. δρυμών, ώνος, ό.

Ε k trä, ξύλα δρύινα 1. άπό τής δρυός, τά.

Elak, κακός, 3. κακοή&ης, 2. κακούργος, 2.
πονηρός, 3.: om sjukdomar, se Följ.

Elakartad (om sjukdom), θηριώδης, 2.
χαλεπός, 3.: ett e. sår, d-ηρίωμα, τό·: bli e.,
&η-ριουσ&αι.

Elakhet, κακό της, κακία, ή. κακοήθεια, ή.
κακοτεχνία, ή. κακουργία, ή. πονηρία, ή.: = elak
gerning, κακούργημα, τό.

Elasticitet, ύγρότης, ή. -isk, υγρός, 3.

Eld, l)eg., πυρ, πυρός, τό (i allmht; äfv.
ο-eg., t. ex. ögats: pl. τά πυρά, ish. vakteldar), φλόξ,
γός, ή (lågande), λιγνύς, υος, ή (rykande e.).
πυρ-καιά, ή (eldsvåda), πυρσός, φρυκτός, ό (ish. i
pl., signal-e.).: upptända e., πυρ καίειν,
άνακαί-ειν, Εναύειν, ποιείσΒ-αι, (Εξ)άπτειν.: upptända ο.
underhålla e., πυρπολεϊν.: slå e., τά πυ^εία
συν-τρίβειν (gm gnidning).: sätta e. på, πυρ
προς-φέρειν 1. Εμβάλλειν 1. Ενιέναι.: fatta e., πυρ
δέ-χεσ&αι. Εμπίπρασ&αι.: ödelägga m. e., πυρπολείν,
i grund, καταπυρπολεϊν.: frusta e., πυρ πνεϊν,
άναδιδόναι. φλόγας άναπέμπειν 1. άναφυσάν.: gå
gm e., διά πυρός Ιέναι 1. βαδίζειν (äfv. fig·)··
gifva e. (m. skjutgevär), πυροβόλοις βάλλειν.
άφι-έναι τά βέλη.: hoppa ur askan i e., (ordspr.)
κα-πνόν λιπόντα εις πυρ Εμπίπτειν. 2) fig.,
häftighet, lidelsefullhet, ορμή, ή. πά&ος, τό. &υμός,
ό.: tala m. e., δεινώς λέγειν.: brinna af
lidelsernas e., τοις δεινοτάτοις πά&εσι συνέχεσ&αι.:
brinna af kärlekens e., ερωτι τήκεσ&αι 1. καίεσ$αι.

Elda, 1) intr., πυρ καίειν 1. ποιεϊσ&αι.
πυρπολείν. 2) tr., a) eg., &ερμ αίνειν,
διαδερμαί-νειν. d-άλπειν. b) fig., Εκφλέγειν τινά. άκονάν
τινα 1. τον d-υμόν τίνος, παρορμάν τινα.
Ιποτρύ-νειν τινά.

Eldaktig, -artad, πυροειδής, 2.

Eldbrand, δαλός, ό. πυρσός, ό.

Eldbrasa, πυρκαιά, ή. πυρ, τό.

Elddon, πυρεΐα, τά.

Elddyrkare, οι τό πυρ σεβόμενοι,
πύραι-&οι, οι.

Eldfara, ό Εκ πυρκαιάς κίνδυνος.: vid e.f
πυρκαιάς γενομένης.: vara i e., κινδυνεύειν
κακώς πάσχειν διά πυρκαιάς. κινδυνεύειν υπό του
πυρός.

Eldfarlig, κίνδυνον εχων πυρκαιάς 1. πυρός.

Eldfast, άσφαλώς εχων πρός τό πυρ. άμύνων
1. ύπομένων τό πυρ.

Eldfängd, καυσιμώτατος, 3. ραδίως
Εμπιπρά-μενος 1. πυρ δεχόμενος, ραδίως Εκφλεγό μένος (äfv.
fig·)·

Eldfärg, πυρρότης, ή.

Eldfärgad, πυροειδής, 2. φλόγινος, 3.
φλο-γοειδής, 2. πυρρός, 3.

Eldgaffel, σκάλευ&ρον, τό.

Eldgevär, πυροβόλον οπλον, τό.

Eldgnista, σπιν&ήρ, ήρος, ό. φέψαλος, ό.

Eldig, διάπυρος, 2. Εμπα&ής, 2. γοργός, 3.
οξύς, εια, ύ. σφοδρός, 3. δεινός, 3.: eldigt vin,
οίνος οξύς 1. μαινόμενος.

Eldkula, σφαίρα πυροειδής, 2.

Eldprof, ή έκ 1. διά του πυρός βάσανος.:
bestå e., èv πυρί δοκιμάζεσ&αι.

Eldröd, se Eldfärgad.

Eldsignal, 1) gm eld gifvet tecken,
πυρσός, ό. φρυκτός, ό (ish. i pl.).: gifva e.,
πυρ-σεύειν. φρυκτωρείν.: gifvandet, φρυκτωρία,
πυρ-σεία, ή.: en s. gifver e., φρυκτωρός, ό. 2) se
Brandsignal.

Eldsken, πυρ, τό. σέλας, αος, τό.

Eldslåga, φλόξ, γός, ή.

Eldsprutande, πυρ πνέων 1. άναπέμπων 1.
άναφυσών.

Eldstad, πυρά, ή. Εσχάρα, ή.

Eldström (ur berg), ρύαξ, ακος, ό (m. 1.
u-tan πυρός), ρεύμα πυρός, τό.

Eldstål, πυρεϊον, τό.

Elds\dda, Εμπρησμός, ό. πυρκαιά, ή.: en
e. utbryter, πυρκαιά γίγνεται.

Eld tång, πυράγρα, ή.

Elefant, Ελέφας, ντος, ό.

Elefantförare, Ελεφαντιστής, ό. ό τους
Ελέφαντας τι&ασεύων.

Elefajitsjuka, Ελεφαντίασις, ή.: lida af e.t
Ελεφαντιάν.

Elegans, γλαφυρότης, ή. κομψό της, ή. τό
κομχρόν. άβρότης, ή. τό άβρόν.

Elegant, γλαφυρός, 3. κομψός, 3. άβρός, 3.

Elegi, Ελεγεία, ή. Ελεγειον, τό. ελεγος, ο.

Elegisk, Ελεγεϊος, 3.

Elektricitet, ηλεκτρική δύν α μις, ή.
-icitets-maskin, ηλεκτρική μηχανή, ή. -i ser a,
ήλεκτρί-ζειν. -isk, ηλεκτρικός, 3. (Nygr.).

Element, στοιχεϊον ο. (sedn.) στοιχείωμα, τό.
άρχή, ή.: verldens elementer, αι άρχαί.: en
vetenskaps elementer, τά στοιχεία.: undervisa i
elementerna, τά πρώτα στοιχεία διδάσκειν.
κατα-στοιχίζειν 1. -στοιχειούν.: ngt är mitt e., πέφυκα
Ενδιαιτάσ&αί τινι (jag kan bl. lefva i ngt, t. ex.
οι Ιχ&ΰες ύδατι). ηδομαι 1. χαίρω διατριβών εν
τινι (jag uppehåller mig gerna på ett ställe) 1.
ποιών τι (vid en sysselsättning).: här är han i sitt

11

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0085.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free