- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
84

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - E - Enfaldighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

84

Enfaldighet — Enslig.

άβέλτερος, 3. μώρος, 3. αρχαίος, 3.: vara e.,
μωραίνειν.: en e. mska, σχολαστικός, ό.

Enfaldighet, se Enfald.

Enformig, μονοειδής, αύτοειδής, μονότροπος,
2 (om ting), αεί ό αυτός, ή αυτή, τό αυτό (om
tillstånd).: i toner, μονότονος, 2.: e. lif,
ευσταθής 1. άμετάστατος βίος, ό.

Enformighet, μονοείδεια, 17. το μονοειδές.
ταυ τό της, ή-

Enfotad, μονόπους, ουν, -7io<Jos\

Enfärgad, μονόχρους, 2. μονόχρως, ωτο?, ο1,

μονόχρωμος, μονοχρώματος, 2.

Enfödd, μονογενής, 2. μόνος, 3.

Engagement, μισθοδοσία, ή (om löngifvaren).
μισθοφορία, Εργολαβία, η (om löntagaren).:
hafva ett e., εμμισθον είναι : taga ett e.,
£ρ^ολα-βίϊν. Jfr Anställning, Förbindelse.

Engagera, i sin tjenst, λαμβάνειν (t. ex.
τινά μισθωτόν, διάκονον). άρραβωνίζειν (gm
städjepenning). : e. soldater, μισθω πείθειν στρατιώτας.:
e. till dans, προκαλεϊν. Jfr Anställa,
Förbinda.

Engel, δαίμων, ονος, ό. δαιμόνιον, τό.
άγγελος, ό.: skön s. en e., δαιμόνιος τό κάλλος.:
min e., ω φίλη κεφαλή.

Engifte, μονογαμία, ή.: iakttaga e.,
μονο-γαμεϊν.: en s. iakttager e., μονόγαμος, ό

Englagestalt, θεία μορφή, ή. δαιμόνιον
είδος, τό.

Englalik, θειος, 3. δαιμόνιος, 3.

Englar en, άγνότατος, 3.

Englaskön, θείος, δαιμόνιος τό κάλλος.

Engång, se Gång.

Enhet, 1) eg., ενότης, ή (abstr.). μονάς, άδος,
ή (concr.). 2) se Öfverensstämmelse.

Enhöfvad, μώνυξ, υχος, oc, ή. μονόχηλος, 2.

Enhornad, μονόκερως, 2. μονοκέρατος, 2.

Enhällig, -het, se Enstämmig, -het.

Ε η händt, μονόχειρ, ειρος, ό, ή.

Enhörning, μονόκερως, ωτος, ό.

Enig, όμογνώμων, 2. ό μόνους, 2.
όμονοητι-κός, 3. όμόφρων, ομόθυμος, 2.: vara e.,
όμο-γνωμονειν. όμονοείν. όμοδοξεϊν. Εν όμονοία
διά-γειν. i påståenden, όμολογεϊν. συνομολογεϊν.:
man är e., ομολογείται, συνδοκεϊ.: blifva e., δι-,
κατ-, συναλλάττεσθαι. om ngt, συντιθεσθαί τι
1. περί τίνος, διομολογεί σθαι τι 1. περί τίνος.:
icke vara e., άμφισβητεϊν.

Enighet, se Endrägt.

Enka, χήρα, ήgöra till e., χηρούν. ποιεϊν,
καθιστάναι τινά χήραν.: vara e., χηρεύειν.

Enkannerlig, -ligen, se Synnerlig, -gen.

Enkaustik, Εγκαυστική, ή. -isk,
Εγκαυστι-κός, 3.: e. målning, έγκαυμα, τό.: s. förfärdigar
sdne, Εγκαυστής, ου, ό.

Enkedrottning, βασίλεια χήρα, ή.

Enkehjelp, χρήματα τά ταϊς χήραις εις
τρο-φήν προσδεδομένα.

Enkel, απλούς, 3 (i alla d. Sv. ordets bett.).:
= icke smnsatt, άσύνθετος, 2. μονοειδής, 2.
άμέ-ριστος, 2.: = utan prydnader, άφελής, 2.
ευτελής, 2. λιτός, 3.: = utan konst, άτεχνος, -ής,2.:
om karakteren, εΰήθης, 2. — Adv., απλώς etc.:
helt e., απλώς, άτεχνώς πάνυ. ούδεν αλλΛ ή, t.
ex.^han är helt e. en skurk, ούδεν αλλ’ ή
κακούργος Εστίν.

Enkelhet, άπλότης, ή. άσύνθετον, τό. άφέ-

λεια, ευτέλεια, λιτό τη ς, ή. τό άτεχνον. εύήθεια,
ή. Jfr Föreg.

Enkekassa, ταμιεϊον τό ταϊς χήραις χρήματα
υπουργούν.

Enkestånd, χηρεία, ή.

Enkling, χήρος, ό.: vara e., χηρεύειν.: hs
stånd, χηρεία, ή.

Enkom, μόνος, 3. ϊδιος, 3. οϊκεϊος, 3.
Εξαίρετος, 2. äfv. αυτός, 3.: dta har skett e. f. din
räkning, σοι μόνω τούτο γεγένηται.: i en e.
kammare , Ev Ιδίω 1. οϊκείω οικήματι.: e. f. dta
ändamål, Επ* αύτω τούτω.: dta tillhör e. gudarne,
θεοϊς μόνοις τούτο Εξαίρετον.

Enlig, άκόλουθος, 2. άνάλογος, 2. σύμμετρος,

2. οικείος, 3. Επιτήδειος, 3 ο. 2. συναρμόζων,
προσήκων, πρέπων, ουοα, ον. — alla m. dat. άξιος,
3 (m.gen.).: om en afskrift, ομοιος, 3.
σύμφωνος, 2. — Adv., ακολούθως, επομένως (m. dat.).
κατά m. acc. Εκ m. gen. stundom σύν m. dat.
από m. gen. t. ex. döma e. lagen, συν τω νόμω
τήν \ρήφ>ον τίθεσθαι.: e. aftal, άπο συμβάσεως,
συνθήματος.

Enlighet, άναλογία, ή. όμοιότης, ή. ο. adjj.

Enrollera, εϊς κατάλογον άναγράφειν. εις
τους στρατιώτας Εγγράφειν.

Enrum, i e., μόνοι 1. ούδενός παρόντος Εν
τω οικήματι. χωρίς. Εφ’ εαυτών.

Enrådande, se Enväldig.

Ens, και. t. ex. det är dåraktigt att e. vilja
det, μωρία Εστί τό και <9·{’λίw.; om e., εΧπερ
και.: m. e., αύτίκα μάλα. παραχρήμα, ευθύς.:
icke e., ουδέ. μηδέ.

Ensak, οικεϊον, ϊδιον πράγμα, τό.: dta är
din e., σοι μόνω τούτο προσήκει.

Ensam, μόνος, 3 (utan sällskap af andra;
äfv. κατά μόνας, om flere subjj.). αυτός, ή, ό
(utan hjelp af andra), έρημος, 2 (öfvergifven.): e.
f. sig, αυτός καθ’ αύτόν [μόνος), αυτός μόνος.:
lemna e., μονούν. άπομονούν. Ερημούν (i pass.,
blifva, vara e.).: vi äro e., αυτοί Εσμεν.: när vi
blifvit e., Επειδή Εφ* ημών αυτών Εγενόμεθα.
Jfr Enslig.

Ensamhet, Ερημιά, ή (både ställe o.
tillstånd). μόνωσις, ή, ησυχία, ή (bl. tillstånd).

Ense, se Enig.

Ensidig, fig., μονοειδής, 2. χωλός, 3 (t. ex.
κρίσις). ιδιωτικός, 3. ϊδιογνώμων, 2. ουκ
άκρι-βής, 2.: en e. mska, ιδιώτης, ου, ό.: döma
ensidigt, ούκ άκριβώς κρίνειν.

Ensitsig, μίαν εδραν εχων.

Enskild, a) privat (mots. offentlig), ίδιος,

3. ιδιωτικός, 3. οικείος, 3.: en e. man, ιδιώτης,
ου, ό. b) uteslutande tillhörig (mots. andra
tillhörig), se Egen. c) skiljd fr. andra, se
Ensam.: ha e. samtal, ιδία διαλέγεσθαι 1.
σνγγίγνεσθαι. d) i mots. mot alla, a) "de enskilda", r=
hr f. sig, έκαστος, 3. t. ex. staten är dålig, men
de enskilda medborgarne äro goda, ή μεν πόλις
κακή Εστίν, τών δε πολιτών (εΐς) έκαστος αγαθός.:
i de e. fallen, εκάστοτε. δταν τύχρ. δποτε τύχοι.
β) "enskilda", = en ο. annan, ενιοι. εστίν οϊ.: på
e. ställen, εστίν οπού. Ενιαχμ, -χού : i e. fall,
Ενίοτε, εστίν ότε. Ενιαχού. Jfr Särskild, e) se
Enstaka. — Adv., ιδία. χωρίς, καθ’ (εν)εκαστον.

Enskildhet, ϊδίωσις, ή. vanl. gm adj.

Enslig, έρημος, 2. μόνος, 3. μονήρης, 2.
μονότροπος, 2. ήσυχος, 2.: e. ställe, Ερημιά, ή.:

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0088.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free