- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
87

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - E - Evangelisk ... - F

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Evangelisk -

Evangelisk, εύαγγελικός, 3. -ist,
ευαγγελιστής, ov, o. -ium, ευαγγέλιοv, τό.

Everldelig, se Evig.

Evidens, Ενάργεια, ή. -ent, Εναργής, 2.

Evig, άίδιος, 2. αιώνιος, 2 o. 3. άεί ών,
ούσα, öv. άειγενής, 2. άθάνατος, 2 {δόξα, μνημεϊον).
άφθαρτος, 2 (oförgänglig), άείμνηστος, 2
(oförgätlig).: fr. e. tid, Εξ αιώνος. Εξ άϊδίου.: till e.
tid, εις αιώνα, εϊς άϊδιον. εις άεί. εϊς τον
άπαντα χρόνον.

Evighet, 1) ss. egenskap άϊδιότης, ή. τό
άει είναι, τό άθάνατον. 2) evig tid,
άίδιοςχρόνος, ό. άπας ό χρόνος, ό εϊς άει χρόνος, αιών,
ώνος, ό.: fr. e., Εξ 1. άπ’ αιώνος.: i e., för all
e., εις (πάντα) τον αιώνα. εις τον άεί χρόνον.
3) fortvaron efter döden, αιώνιος βίος, ό. ό
Εχει βίος.

Evinnerlig, se Evig.

Evolution, (milit.), Εξελιγμός, ό. ταχτιχή
διέξοδος, ή.: göra en e., Εξελίττειν τήν τάξιν.

Exakt, se Noggrann, Punktlig.

Exaltation, πτόησις, ή. σφ>οδρότης, ή.
-e-rad, μανιχός, 3. σφοδρός, 3.: vara e.,
Επτοή-σθαι. μαίνεσθαι.

Examen, Εξέτασις, ή. δοκιμασία, ή.
Επίδει-ξις, ή.: anställa e., Επιδείξεις λαμβάνειν. Εξέτασιν
ποιεϊσθαί.

Examinator, Εξεταστής, δοκιμαστής, ού, ο.:
en god e., άνήρ Εξεταστικός.

Examinera, Εξετάζειν, δοκιμάζειν. Επιδείξεις
1. πεϊραν λαμβάνειν τινός.: låta e. sig m. ngn,
άντεξετάζεσθαί τινι.

Excentrisk, 1) mathem., εκκεντρος, 2. 2)
se Öfverspänd.

Excess, νβρισμα, τό.

Execution, 1) se Utförande. 2) se
Utmätning. 3) se Afstraffning.

^Executionsverk, άρχή ή περι τάς πράξεις
τών καταδικασθέντων.

Exempel, παράδειγμα, τό.: arithmetiska
λογισμοί, oi.: till e., οίον. οίον δή. οία δή. αντί·

Fackla. 87

κα. ώσπερ.: anföra ss. e., παράδειγμα ποιεϊσθαί.
παραδειγματίζειν.: tjena till e., παράδειγμα
γίγνεσθαι, είναι.: gifva ett e., παράδειγμα ποιεϊν

1. παρέχειν 1. καθιστάναι.: taga e. af ngt,
παραδείγματι χρήσθαί τινι. Ofta återges det icke med
särskildt ord, t. ex. på många e. kan man se,
Επί πολλών άν τιςϊδοι : af ett e. skolen J
kunna döma om det öfriga, εν άκούσαντες γνώσεσθε
και περί τών άλλων.: e. m. grodan, τό του
βατράχου.

Exempellös, άνήκουστος, 2. καινός, 3. Ofta
gm omskr. m. οίος (a, ov) ούπώποτε Εγένετο,
ούδενί τών παρεληλυθότων Εοικώς (νια, ός), e. d.

Exempelvis, Επί παραδείγματος, ώς Εν
παραδείγματι.

Exemplar, παράδειγμα, τό. -risk, Εντελής,

2. δόκιμος, 2. άκριβής, 2. Εκπρεπής, 2. άριστος,
κράτιστος, 3. κάλλιστος, 3. Jfr Efterdömlig.

Exequera, 1) se Utföra. 2) se Utmäta.
3) se Afstraffa.

Exercera, 1) tr., άσκεϊν. γυμνάζειν. 2)
intr., σωμασκεϊν. άσχεϊν. γνμνάζεσθαι. -cis,
ά-σκησις, ή.

Existens, τό νπάρχειν 1. είναι, υπαρξις, ή.
-era, νπάρχειν. είναι.

Exkrementer, τά άποχωρούντα.

Expediera, άποστέλλειν. άπαλλάττειν.

Expedit, Ελαφρός, 3. σπουδαίος, 3.

Expedition, (krigståg), στόλοι, ό.
άπόστο-λος, ό.

Experiment, πεϊρα, ή. -era, πεϊραν
ποιεϊσθαί.

Exponent, πηλικότης, ή.

Expressiv, se Uttrycksfull.

Extas, εκστασις φρενών, ή.: försätta i e.,
Εξιστάναι φρενών.: försättas i e., Εξίστασθαι
φρενών. Jfr Hänryckning,

Extemporera, αντοσχεδιάζειν.

Extrem, άκρότης, ή. υπερβολή, ή.: ά.
yttersta extremerna, τά άκρα τών Εσχάτων.

Extremiteter, άκρα, άκρωτήρια, τά.

F.

Fabel, μύθος, ό (ish. guda- ο. hjeltesaga fr.
forntiden, men äfv. f. i allmht o. särskildt d.
Æsopiska djurf.). λόγος, o (diktad berättelse).:
fabeln om hunden, o τ ού κυνός λόγος.: berätta
fabler, μυθολογεϊν.: berättandet, μυθολογία, ή :
s. berättar, μυθολόγος, ό. äfv. μυθολογικός, ό
(eg. skicklig att berätta f.).: dikta f.,
μυθοποιεί v. μυθοπλαστεϊν. λογοποιεϊν. b) dikt, osanning,
πλάσμα, τό. λόγος, ό. λόγος άλλως, μύθος, ο.

Fabelaktig, μνθώδης, 2. μυθικός, 3.: f.
berättelse, μυθολόγημα, τό. Jfr Föreg.

Fabeldiktare, μυθοποιός, ό. μυθοπλάστης,
ου, δ. μυθολόγος, ό. λογοποιός, ό (äfv.
lögnsmi-dare).

Fabel hi sto ri a, -lära, μυθολογία, ή. oi
μύθοι.

Fabricera, Εργάζεσθαι. κατασκευάζειν.
ποιεϊν, δημιουργεϊν.

Fabrik, Εργαστήριον, τό (ss. byggnad).
Εργα-tia, κατασκευή, δημιουργία, ή (ss. tillverkning).

Ofta gm smnsättningar t. ex. f. för linne-,
jernvaror, λινονργεϊον. σιδηρονργεϊον, τό.

Fabrikant, ό Εργαζόμενος, δημιουργός, ό.

Fabrikat, χειροποίητον έργον, τό.
δημιούργημα, τό.

Fabrikation, δημιουργία, ή. Εργασία, ή.

Fabriksarbetare, χειροτέχνης, ου, ό.

Fa ς. ad, μέτωπον, τό.

Facit, κέφάλαιον, τό. τό γενόμενον.

Fack, 1) låda, plats, θήκη, ή. χωρίον, τό.
2) yrke, ο. d., έργον, τό. Επιτήδευμα, τό.: det
är icke mitt f., τ αυτά γε ουκ Επιτηδεύω.

Fackelbärare, δαδοφόρος, δαδούχος, ό.
λαμπαδηφόρος, λαμπαδιστής, ό.

Fackellopp, λαμπαδηδρομία, ή.
λαμπαδη-φορία, ή. λαμπαδούχος άγών, ό. λαμπάς, άδος,
ή.: ett f. hålles, λαμπάς γίγνεται.: hålla ett f.,
λαμπάδα δραμεϊν 1. διαθεϊν.

Fackeltåg, λαμπαδηφορία, ή.

Fackla, λαμπάς, άδος, ή. δάς, δός, ή. äfv.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0091.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free