- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
95

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fjolla ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fjolla—Flicklapp.

95

Fjolla, -lig, se Toka, -ig.

Fjor, i f., πέρυσι(ν). Ev τω πρόσθεν ετει.

Fjoråret, τό πρόσθεν έτος.: fjolårets, ό, ή,
τό πέρυσι(ν). ενος, 3. προέτειος, 2.

Fjorton, τετταρεσκαίδεκα 1. τετταρακαίδεκα.:
ss. siffra ιδ’. — fjortonde, τετταρακαιϋέκατος.
δέκατος τέταρτος, τέταρτος xal δέκατος. τέταρτος
Επί δέκα.: på f. dagen, τετταρακαιδεκαταϊος, 3.
-år i g, τεσσαρεσκαιδεκέτης, ov, ό, -έτις, ιδος, ή.

Fj ο skig, se Fånig.

Fjun, μνονς, ov, δ. χνούς, ού, ό. λάχνη, ή
ϊουλος, ό.

Fjäder, 1) fåglars, πτερόν, τό. πτίλον, τό
(dun).: af f., πτέρινος, 3.: få fjedrar, πτεροφυεϊν.
πτερά φύειν.: fälla fjädrarne, πτερορρνεϊν. τά
πτερά άποβάλλειν.: fjädrarnes fällande, ή των
πτερών αποβολή.: pråla m. lånta fjädrar,
άλλο-τρίοις πτεροϊς άγάλλεσθαι.: känna fågeln af
fjädrarne, Εκ τών ονύχων τεκμαίρεσθαι (ordspr.).
2) af metall, Ελατήρ, ηρος, ο. virad f., σπείρα, ή.

Fjäderboll, πτιλωτή σφαίρα, η.

Fj äderbolster, πτιλωτή στρωμνή, ή.

Fjäderbuske, λόφος (πτερωτός), ο.

Fjäderfä, όρνιθες, at. δρνεα, τά. τά
πτερωτά τών ζώων.

Fjäderkuddee πτιλωτόν προσκεφάλαιον, τό.

Fjäderlätt, κουφότατος, 3.

Fjädrig, πηλωτός, 3.

Fjäll, λεπίς, ίδος, ή (eg. på fisk), φολίς,
kϊος, ή (på orm, sköldpadda o. d.). πίτυρον, τό
(på hufvudet).: försedd m. f., se Fjäll ig.

Fjäll (högt berg), όρος (ύψηλόν xal
νιφετώ-δες), τό.

Fjälla, λεπίζειν.: f. sig, λεπιδονσθαι.

Fjällartad, -formig, λεπιδοειδής, 2.
φολι-δώδης, 2.

Fjällig, λεπιδωτός, 3. φολιδωτός, 3 (om
ormar ο. d.). λεπρός, 3 (skorfvig).

Fjällpansar, θώραξ λεπιδωτός, 3.

Fjällrygg, -spets, -trakt, etc., se
Bergsrygg, etc.

Fjärd, 1) vik, κόλπος (μακρός και στενός), ό.
2) sjö, λίμνη, ή.

Fjäril,ψυχή, ή.

F j ä s, άρεσκεία, ή.

Fjäsa, för ngn, σαίνειν. άρεσκεύεσθαι.
ύπερ-κολακεύειν. ύπερασπάζεσθαι.

Fjäsk, 1) om pers., περίεργος 1. πολυπράγμων
άνθρωπος, ό. 2) ss. handlingssätt, περιεργία,
πολυπραγμοσύνη, ή.

Fjäska, περιεργάζεσθαι. πολυπραγμονεϊν.: f.
för ngn, se Fjäsa.

Fjäskig, περίεργος, 2. πολυπράγμων, 2.

Fjät, se Fotspår, Steg.

Fjöl, se Bräde.

Flack, πεδινός, 3. Επίπεδος, 2. ομαλός, 3.
ψιλός 3 (kal).

Flacka, διατρέχειν. περινοστειν.

Flackhet, όμαλότης, ψιλό της, ή.

Fladder, 1) se Fladdrande. 2) Grannlåt.

Fladderaktig, se Ostadig.

Fladdra, 1) eg., πτερύσσεσθαι, πτερυγίζειν
(om vingade djur). σείεσθαι, σαλεύειν (om liflösa
föremål).: f. omkring, (περι) πλανάσθαι.
περινο-στεΐν. περιφέρεσθαι. 2) fig., se vara Ostadig.

Fladdrande, 1) σεισμός, o. σάλος, ό. ο. gm
νυ. 2) se Ostadighet.

Fladdrig, αστάθμητος, άστατος, 2. αβέβαιος,
2. κούφος, 3.

FI aga, σχινόάλαμος, ό. θραύσμα, τό. λεπίς,
ίδος, ή. πέταλον, τό.: af snö, νιφάς, άδος, ή.

Flaga sig, λεπίζεσθαι. λεπιδονσθαι. σχίζεσθαι.

Flagna, se Föreg.

Flagg, Flagga, σημεϊον, τό. σημαία, ή.
φοι-νικίς, ή (amiralens röda signalflagga).: hissa f.,
αιρειν τά σημεία.

FI ag i g, σχιστός 3. λεπ ιδού μένος, 3.

Flamma, se Låga.

Flam mig, φλόγινος, 3. φλογοειδής, 2. ώσπερ
φλέγων, ουσα, ον.

Flank, af en här, πλάγια, τά. äfv. κέρας, τό.:
i f., Εκ πλαγίου. Εκ τών πλαγίων Εκ πλαγίας.:
falla fienderna i f., κατά κέρας προσβάλλειν 1.
Επιτίθεσθαι τοϊς πολεμίοις. πλαγίοις 1. εϊς τά
πλάγια Εμβάλλειν τοις πολεμίοις.: taga fienderna
i f., πλαγίονς λαβείν τονς πολεμίους.: låta
uppmarschera på f., εις τά πλάγια παράγειν 1.
πα-ραπέμπειν.

Flankmarsch, ή Επί κέρως πορεία, τό Επί
κέρως πορεύεσθαι 1. Ιέναι.

Flarn, φ>λοιός ό άπό τής πίτυος.

Flaska, λάγννος, ή. λήκνθος, ή (för oljor,
salf-vor, o. d.). δλπη, ή (oljeflaska af läder).

Flat, 1) eg., πλατύς, εϊα, ύ. ov βαθύς, εϊα,
ύ. άλιτενής, 2 (om fartyg).: flata handen,
παλάμη, ή. ή πλατεία (χειρ). 2) blygselfull, κατηφής,
2. αίσχυνόμενος, 3.: göra f., δνσωπύν. Εν-,
δια-τρέπειν. καταιδεϊν. gm beslående, öfverbevisande,
(Εξ ελέγχειν. Jfr Förlägen. 3) efterlåten,
μαλακός, 3. πράος 1. πραύς, εΊα, ύ. ενπειθής, 2.
εύκολος, 2.

Flathet, 1) τό πλατύ. 2) blygsel, κατήφεια,
η. δνσωπία, ή. αισχύνη, ή. 3) efterlåtenhet,
πραότης, ή. ευκολία, ή. υπειξις, ή.

Fia t η a, δυσωπεϊσθαι. Εν-, διατρέπεσθαι.
κα-ταιδεϊσθαι. αϊσχύνεσθαι.

Flatsida, τό πλατύ.: af handen, ή πλατεία

Flatskratt, se Gapskratt.

Flaxa, πτερύσσεσθαι. πτερνγίζειν.

Flere (a), 1) i jemförelse m. ett visst antal,
πλείονες, πλείονα (vanl. πλείους, πλείω).: f.
gånger, πλεονάκις. 2) utan jemförelse, πολλοί, 3.
ουκ ολίγοι, 3.: f. gånger, πολλάκις, σνχνόν, συχνά.
Jfr Många.

Flerfaldig, -städes, -stämmig, -årig,
etc., se Mångfaldig, etc.

Flertal, τό πολύ. τό πλείστον, οι πολλοί, οι
πλείους. τό πλήθος.: = pluralis, se d. ο.

Fleste, πλείστοι, 3.: de f., οι πλείστοι, oi
πολλοί, ol πλείους (i mots. mot en minoritet).

Flicka, 1) παϊς, παιδός, ή. παιδίον, τό (späd).
παιδίσκη, ή. παιδισκάριον, τό. παρθένος ο. κόρη,
ή (ish. m. afs. på sitt ogifta stånd), κοράσιον, τό
(bl. i familiärt språk). 2) älskarinna, ή Ερωμένη,
εταίρα, ή (i dålig bet.). 3) se Tjensteflicka.

Flicka, f. vid, ihop, προς-, σνρράπτειν.: f.
in, se Inflicka. Jfr Lappa.

Flickaktig, κορασιώδης, 2. παρθένειος,
παρ-θένιος, 2.

FIickare, άκεστής, ov, ό.: fem., άκέστρια, ή.

Flickebarn, βρέφος θηλυκόν, τό.
παιδισκάριον, τό.

Flicklapp, se Lapp.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0099.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free