- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
96

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Flickning ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

96

Flickning — Flykt.

Flickning, ραφή, ή· Jfr Lappning.

Flickskola, τό τών παρθένων ΰιΰασκαλεϊον.

Flickålder, παρθένου ηλικία, ή.^

Flik, απόσπασμα, το. ποόεών, ώνος, ο (på
en hud).: på lefvern, örat, λοβός, o\

Flina, se Grina, Skratta.

Flinga, se Flaga.

Flink, Ελαφρός, 3. κούφος, 3. ειιζωνος, 2.:
vara f., Εγκονεϊν.

Flinkhet, Ελαφρότης, j;. o. gm adj. Jfr

Raskhet.

Flinta, χάΐιξ, ικος, oc o. ή. πυρίτης, ον 1.
-ms, tcToff, ί (m. 1. utan λίθος).

Flints k alle, φαλακρός, oc.

Flintskallig, se Skallig.

Flisa, σχινάάλαμος, ό. παρασχίΰες, ai.
κλάσμα, τό. σκόλοιρ, πος, ό.: sticka en f. i sig,
σκολοπίζεσθαι.

Flisa sig, σχίζεσθαι.

Flis ig, σχιστός, 3.

Flis sa, κιχλίζειν. -ande, κιχλισμός, o.

Flit, φιλεργία, φιλοπονία, jJ (arbetslust),
σπου-dy, σπουάαιότης, ή (ifver), μελέτη, (ifrigt o.
omsorgsfullt bedrifvande). Επιμέλεια, ή (omsorg).
άκρίβεια, ή (noggrannhet).: använda f. på ngt,
Επιμελεϊσθαί τίνος, σπουάάζειν περί τι. mycken
f., πολλήν σπουάήν ποιεϊσθαί περί τίνος.: icke
använda f. på ngt, άμελεϊν τίνος.: m. f., σπουδή,
σπουάαίως, συντεταμένως (m. ifver). Επιμελώς.
άκριβώς. = afsigtligt, se d. ο.: m. f. bedrifva
ngt, Επιτηδενειν τι. σπουάάζειν περί τι. Επείγειν
τι. Επιμελώς etc. άσκεϊν τι. m. ihållande f.,
προς-εΰρεύειν τινί. άεί είναι πρός τινι.: m. f. utförd ,
gjord, Εσπουάασμένος, 3. σπουδή, άκριβώς
πε-ποιημένος.

Flitig, φιλόπονος, φίλεργος, 2. σπουάαϊος, 3.
Επιμελής, 2. ακριβής, 2.: vara f., φιλοπονεϊν.
σπονάϊ], Επιμελεία χρήσθαι. — Adv., σπονάτ\.
σπου&αίως. Επιμελώς, άκριβώς. συντεταμένως.
Εν-ΰελεχώς (ihållande).: — ofta, se d.

Flitter, se Glitter.

Flitterkram, ρωπικά, τά.

Flo, se Lager.

Flock, άγέλη, ή. ϊλη, ή. στίφος, το’ (ish. om
soldater).

Flocka, κροκύς, ύάος, ή.: af snö, νιφάς,
ά-(?ος, ή.: bortplocka flockorna, κροκυάίζειν. τάς
κροκύάας άποτίλλειν.: bortplockningen,
κροκυλισμός, ό.

Flocka sig, ΐλαόόν συγγίγνεσθαι. άθρόονς
1. κατ ιλας συνίστασθαι.

Flockvis, άγεληΰόν. Ιλαάόν. κατ’ ϊλας. άθρόος,
3. άγελαϊος, 3.

Flod, 1) ström, ποταμός, ό. ρεύμα, τό.
ρεϊ-θρον, ro’.: hörande till f., ποτάμιος, 3. 2) en
uppsvälld vattenmassas, κύμα, τό, κλύΰων, ωνος,
ό (båda äfv. fig.). 3) hafvets (i mots. mot ebb),
πλήμμυρα, ή. πλημμυρίς, ίΰος, ή.: ha f.,
πλημ-μυρεϊν.

Flodbädd, ρεϊθρον, τό.: en skogsströms,
χα-ράάρα, ή.

Flod fartyg, ποτάμιον πλοϊον, τό.

Flodnymf, Ναΐς, ΐάος, ή.

Flodhäst, ΐππος ό ποτάμιος.

Flor, ύφασμα λεπτό ν 1. λεπτότ ατον, τό.: till
sorg, πένθιμον κάλυμμα, τό.

Flor, -era, se Blomstring, -stra.

Flott, πι μελή, ή. άλοιφή, ή. ελαιον, % ό.
λίπος, τό.

Flott, vara f., Επιπολάζειν.: blifva f.,
άπο-λύεσ9·αι.: göra f., λύειν, άνάγειν νανν.

Flotta, ναυτικόν, τό. νήες, νεών, αι. στόλος,
ό.: kommendera f., ναυαρχεϊν. άρχειν τών νεών.
ήγεμονεύειν του στόλου 1. τών νεών.: amiral på
en f., ναύαρχος, ό. Jfr Flotte.

Flotta (timmer o. d.), κατάγειν (τατά τον
ποταμόν). άιαβιβάζειν (άιά του ποταμού).

Flotta (göra flottig), (:πιμελfi, Ελαίω)
ρυπαί-νειν 1. άλείφειν.

Flottbro, σχεδία, ή.

Flotte, σχεάία, ή. πλοιάριον, τό.

Flottholme, πλωτή 1. πλωϊάς νήσος, ή.

Flottig, πιμελής, 2. λιπαρός, 3. γλίσχρος, 3.

Flottilj, ολίγων νεών στόλος, ό.

Flottimmer, -ved, (κατά τον ποταμόν)
κα-ταφερόμενα ξύλα, τά.

Fluga, μυϊα, ή.: spansk f., κανθαρίς, ί&ος, ή

Flugsmälla, μυρσίνη, ή (myrtenqvist).
βυρ-σίνη, ή (af läder).

{Hundra, ρόμβος, ό.

Fluss, ρεύμα, τό. ρευματισμός, ό. κατάρροια,
ή. κατάρρους, ό.: ha f., ρευματίζεσθαι.:
behäftad m. f. ο. hörande till f., ρευματικός, 3.
καταρροϊκός, 3.

Fly, φεύγειν (τινά 1. τ*).: m. sin egendom,
άνασκευάζεσθαι.: i striden, τρέπεσθαι (εϊς 1. πρός
φυγήν).: f. skyndsamt, ΰρόμφ φεύγειν. οιχεσθαι
φεύγοντα. κατά 1. άνά κράτος φεύγειν (af alla
krafter).: f. hals öfverhufvud, προτροπά&ην
φεύγειν. : f. till ngn, καταφεύγειν πρός τινα.: i. från,
ur ngt (rymma), άπο-, Εκφεύγειν. άπο-,
ΕκΜρά-σκειν. b) se Ila.

Flyga, πέτεσθαι. φέρεσθαι (hastigt fara, äfv.
om saker).: låta f., άφιέναι, άιαφιέναι (en fågel).
πεταννύναι (utbreda, en duk, fana o. d.). λύειν
(om håret).: f. fr. ett ställe, άποπέτεσθαι.
άπο-πετόμενον άπελθεϊν 1. οϊχεσθαι.: i. till ett ställe,
προσπέτεσθαι. πετόμενον ήκειν. — flygande,
πετάμενος, 3. πτηνός, πετεινός, 3 (bevingad).: f.
hår, λελυμέναι κόμαι.: m. f. hår, λελνμένος(, η, ον)
τήν κόμην. Jfr Ila, Rusa.

Flygel, a) af en här, κέρας, ως, τό. b) af
en byggnad, κώλον, τό. πτερόν, τό.

Flygeldörr, άικλίάες, al.

Flygelman, πρωτοστάτης, ου, ό.

Flygfä, τά πτηνά. Jfr Fjäderfä.

Flygfärdig, Εκπετήσιμος, 2.: ännu ej f.,
ά-πτήν, ό, ή.

Flygsand, ιράμμος, ή. κονία, ή.

Flygt, 1) eg., πτήσις, ή. τό πέτεσθαι.: skjuta
i flygten, πετόμενον κατατοξεύειν.: fara i hög f.,
μετέωρον φέρεσθαι. 2) fig., se Lyftning.

Flygtig, 1) snart öfvergående, Εξίτηλος, 2.
βραχύς, 3. όλιγοχρόνιος, 2. 2) ostadig,
άβέ-βαιος, 2. σφαλερός, 3. άπιστος, 2. 3) lätt,
ytlig, κούφος, 3. άμελής, 2. Επιπόλαιος, 2.:
flygtigt beröra (i tal), Επισύρειν τι.

Flygtighet, βραχύτης, ή. κουφό της, ή.
άμέ-λεια, ή. f. öfr. gm adj.

Flykt, φ>υγή, ή.: hemlig, άρασμός, ό.
άπό-άρασις, ή.: fienders, τροπή, ή.: slå på f., εις
φυγήν τρέπειν. τρέψασθαι. τροπή ν τίνος ποιεϊν 1.
ποιεϊσθαί.: gripa till f., τρέπεσθαι (είς φυγήν).
φεύγειν. γίγνεται τινι φυγή.: hastigt gripa till f.,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0100.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free