- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
107

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fruktan ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fruktan -

Fruktan, φόβος, ό. άέος, τό. όρρωάία, η.
άεϊμα, τό (häftig f,). άειλία, ή (feghet), όκνος, ο
(tveksam, dröjande f.).: stor, häftig, πολύς,
μέγας, άεινός, Ισχυρός φόβος.: tom, ogrundad f.,
κενός φόβος.: f. för ngn, φόβος τινός, ο άπό ].
ex τίνος φόβος.: af, för f., φόβω. άέει. άιά
φό-βον. υπό φόβου. ο. gm part.: af f. dröja, tveka,
όκνεϊν.: hysa, vara i f., se Frukta.: icke mer
hysa f., λήγειν φόβου 1. φοβον μενον. άπηλλάχθαι
φόβου.: full af f., εμφοβος, περίφ>οβος, εχφοβος,

2.: utan f., θαρρών, ούσα, ουν. ού φοβούμενος,

3. άάεής, φόβου κρείττων, 2.: frihet fr. f.,
άφο-βία, η.: injaga f. hos ngn, sätta ngn i f., φόβον
Εμβάλλειν, Εμποιεϊν, Ev τιθέναι, παρέχειν, ποιεϊν,
παρασχευάζειν τινί. εις φόβον άγειν τινά. cΐέος
Ιν-εργάζεσθαί τινι. εις άέος καθιστάναι τινά.
(Εκ)φο-βεϊν τινα.: råka i, intagas af f., εις άέος
Εμπί-πτειν. φόβος Εμπίπτει 1. Εγγίγνεταί τινι. φόβος
λαμβάνει τινά.: betagas af d. yttersta f.,
Εκφο-βεϊσθαι. ύπερεκπλήττεσθαι.

Fruktansvärd, φοβερός, 3. άεινός, 3.

Fruktbar, εϋκαρπος, πολύκαρπος,
καρποφόρος, καρπογόνος, κάρπιμος, καλλίκαρπος,
εύφορος, πολυφόρος, 2.: om länder, orter, ευδαίμων,
2. εύθηνών, ούσα, ούν. άφθονος, 2.: f. på alla
slags alster, παμφόρος, 2.: f. på vin, träd,
πο-λύοινος, πολύάενάρος, 2 ο. så fl. compp.: ett
fruktbart år, εύετηρία, ή. b) produktiv, γόνιμος, 3
o. 2 (snille, inbildningskraft o. d.). Επίτοκος, 2
(räntebärande), χρήσιμος, λυσιτελής, 2 (nyttig,
vinstgifvande).

Fruktbarhet, καρποφορία, καρπογονία,
πο-λυκαρπία, εύκαρπία, ευφορία, ή.: ett lands,
ά-ρετή, ή. εύθηνία, ή. b) produktivitet, gm adj.,
se Föreg. b).

Fruktbärande, -bringande, εγκαρπος, 2
(eg.).: se f. öfr. Fruktbar, Nyttig.

Frukthandlare, όπωρώνης, όπωροπώλης, ου,
ό. όπωροκάπηλος, ό.

Frukthandlerska, όπωροκάπηλος, ή.
οπω-ρόπωλις, ιάος, ή.

Frukthylsa, λέπος, τό. κέλυφος, τό.

Fruktkammare, όπωροθήκη, ή.

Fruktlös, άκαρπος, 2. άλυσιτελής, 2.
ανωφελής, 2. άνόνητος, 2. μάταιος, 3. κενός, 3.: ngt
är fruktlöst, ούάέν όφελος τίνος, ούόεν περαίνει
τι. — Adv., μάτην. Jfr Förgäfves.

Fruktlöshet, ματαιότης, ή. f. öfr. gm adj.

Fruktsam, γόνιμος, 2 o. 3 (äfv. fig. t. ex.
ποιητής). εύτοκος, πολύτοκος, εύγονος,
πολύγο-νος, 2.

Fruktsamhet, εύτοκία, ευγονία, πολυτοκία,
πολυγονία, τό γόνιμον.

Fruktskaft, -stjelk, Επικάρπιον, τό.
μί-σχος, ό.

Frukttid, όπώρα, ή.

Fruktträd, καρποφόρον 1. ήμερον άένάρον, τό.

Fruktträdgård, χωρίον άένάρεσι
καρποφό-ροις πεφυτευμένον. μηλών, ώνος, ό.

Fruktvin, οπωρικός οίνος, ό.

Frukt-år, godt, dåligt, εύετηρία, όυσετηρία
καρπών τών άπό τών άένάρων γενομένων.

Fruntimmer, γυνή, ή.: ungtf., νεάνις, ιάος,
η. παρθένος, η. νύμφη, ή (manbart).

Fruntimmerskappa, γυναικεϊον ιμάτιον, τό.

Fruntimmersklädning, γυναικεία στολή 1.
Ε<ίθής) ή

-Fråndöma. 107

Fruntimmerssko, γυναικεϊον ύπόάημα, τό.

Fru sa, Εκρεϊν. άναβλνειν. Εκρήγνυσθαι.
άνα-κηκίειν.

Frusta, φυσάν. φ>ρυάττεσθαι, φριμάττεσθαι
(om modiga djur), ρέγκενν (om hästar, eg.
snarka).: f. eld, πυρ πνεϊν l. Εκφυσάν.: f. ut, se
Ut-frusta.

Frustande, φύσημα, τό. φρυαγμός, ό. φρύ*
αγμα, τό.

Frustuga, γυναικών, ώνος, ό γυνακωνϊτις,
ιάος, ή.

Fryntlig, φιλοπροσήγορος, εύπροσήγορος, 2.
φιλόφρων, 2. ήπιος, 3.

Fryntlighet, φιλοπροσηγορία, εύπροσηγορία,
ή. φίλοφροσύνη, ή. ήπιότης, ή.

Frysa, 1) förvandlas till is, πήγνυσθαι,
κα-τα-, άποπήγνυσθαι υπό ψύχους.: det fryser,
κρύος, πάγιος Εστίν. 2) känna kyla, κακώς πάσχειν
ύπό του ψύχους, ριγών. — frusen, ύπό ψύχους
πηκτός f. πεπηγώς. παγερός, 3.: = ömtålig f.
kyla, άύσριγος, 2. dtισχείμερος, 2.

Fråga, Ερώτημα, τό. Ερώτησις, ή. πύστις, ή.
πύσμα, τό.: en vetenskaplig fråga, ζήτημα, τό.
πρόβλημα, τό. πρότασις, ή (Sedn.).: den
förelagda frågan, τό Ερωτώμενον. τό Ερωτηθέν. τό
ήρω-τημένον.: ställa en f. till, på ngn, Ερωτάν τινα
Ερώτημα. Ερώτημα 1. πρόβλημα προβάλλειν τινί.
se vidare Följ.: göra en svår f., χαλεπό v Ερωτάν.:
i frågor framställd, Λ* Ερωτήσεων.: svara på en
f., Ερωτηθέντα 1. τό Ερωτηθέν άποκρίνεσθαι.: icke
svara på en f., Ερομένου τινός μηάέν
άποκρίνεσθαι. : det är icke frågan, ού τούτό γε ζητώ.:
väcka f. om ngt, λόγον Εμβάλλειν περί τίνος
(bringa ngt på tal), εϊσηγεϊσθαί τι 1. περί τίνος (ngt
s. skall göras).: det är, blir f. om ngt, λόγος
Εστί, γίγνεται περί τίνος, ό άγών Εστι περί τίνος
(i handling).: "kommer aldrig i f.", ουκ ϊσται.
ού-άαμώς. άμέλει.’. i f. om, περί m. gen. ένεκα m.
gen.: sätta, ställa i f., άμφισβητεϊν. άμφιγνοεϊν.:
det är ingen f., ουκ άμφισβητητέον.: det är en
annan f., άλλος 1. έτερος λόγος ούτος.: f. är,
σκε-πτέον. σκέψασθαι 1. σκοπεϊν χρή. άμφισβητήσιμον,
άμφίβολον, άσαφές Εστίν (det är ovisst, oafgjordt).

Fråga, 1) spörja, Ερωτάν, Επερωτάν (Ερέσθαι,
Επερέσθαι) τινά τι. πυνθάνεσθαί τινός τι.
Ερώ-τησιν ποιεϊσθαί 1. Ερωτάν (göra en fråga).:
noggrant f., άιαπυνθάνεσθαι. άνερωτάν. Ιστορεϊν.:
å-ter f., Επανερωτάν.: f. vidare, προσερωτάν.: f.
deremot, άντερωτάν.: f. efter ngn (s. man vill
träffa), ζητεϊν τινα, äfv. ιστορεϊν τινα.: f. ngn om
råd, se Rådfråga. 2) bekymra sig om,
φρον-τίζειν τινός, λόγον ποιεϊσθαί τίνος. Εντρέπεσθαί
τίνος.: icke f. efter ngt, άμελεϊν, παραμελεϊν
τίνος. άμελώς έχειν τίνος, καταφρονεϊν τίνος. Εάν
τι. — frågande, Ερωτηματικός, 3.

Frågande, Ερώτησις, η. πνστις, ή.

F råg ord, Ερωτηματικόν όνομα 1. μόριον, τό.

Frågpartikel, Ερωτηματικόν μόριον, τό.

Frågsats, Ερωτηματικός λόγος, ό.

Frågtecken, Ερωτηματική στιγμή, ή.

Frågvis, περίεργα Ερωτών, ώσα, ών.

Från, se Ifrån. De smnsättningar m. "från",
s. icke finnas härunder upptagne, sökas under
Af, Bort, Lös 1. under simpl.

Fråndöma, κρίνοντα 1. tSJ κρίσει άφαιρεϊν 1.
άφαιρεϊσθαί τινός τι. άικάζειν 1. γιγνώσκειν μή
είναι τί τίνος, άποκρίνειν τινά τίνος.: f. ngn lif-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0111.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free