- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
122

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Förespegla ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

122

Före spegla — Föreviga.

τίνος. παραινεί», συμβουλεύειν, νποτι&έναι nvi
Tf. προχαλεϊα&αί ηνα εις, Επί,^ πρός η, äfv. bl.
τί.: f. ngn till fältherre, προβάλλεσ&αί ηνα
στρα-τηγόν. Jfr Förslag.

Förespegla, προτείνειν, προφαίνειν nvi τι.
φενακίζειν 1. άπατάν ηνα λέγοντα η.
σκηνικεύε-σ&αί τινί η.

Förespegling, φενακισμός, ο. πλάσμα, τό.
απάτη, ή. ψευδείς 1. κενοί λόγοι, οι.

Förespråkare, παραιτητής, ου, ό. κηδεμών,
όνος, ό. προήγορος, ό. Jfr Försvarare.

Förespå, se Förutsäga.

Förestafva, ύποβάλλειν, ύπαγορεύειν, ύφ-,
Εξηγεϊσβ-αί τινί τι.

Förestå, 1) intr., i tiden, προκεϊσ&αι.
Επικεϊ-σ&αι. iv-, Εφεστάναι. ίπιέναι. ΕπιφέρεσΘ-αι.
μέλλειν. εσεσ&αι. Επιμένειν τινά.: omedelbart
förestående, μέλλων και όσον οϋπω παρών 2) tr.,
προεστάναι τινός, προστατεϊν 1. προστατεύειν
τινός. Εφεστάναι τινί. Επιστατειν τινι 1. τινός,
άρ-χειν τινός, είναι ίπί τινι. τεταγμένον είναι ίπί
τινι. ήγεϊσ&αί τίνος, διοικεϊν τι (förvalta).

Föreståndare, προστάτης, ίπιστάτης, ου, ό.
άρχων, οντος, ό. ίφεστώς, ώτος, ό. ήγεμών, όνος,
ό. ίπίτροπος, ό.: stundom gm smnsättningar m.
άρχειν. t. ex. f. för presterna, άρχιερεύς, έως, ό.:
f. för en demos, ett gymnasium, δήμαρχος,
γυμνασίαρχος, ό.: sätta ngn till f. öfver ngt,
προϊ-στάναι τινά τίνος, ίφιστάναι τινά τινι 1. ίπί τινι.
ποιεϊν, κα&ιστάναι, τάττειν τινά ίπί τινι.
κα&ι-στάναι τινά άρχοντα τίνος, ίπιτρέπειν τινί τι.:
en föreståndares befattning, προστατεία, ή.
προστασία, ίπιστασία, ή. ίπιτροπεία, ή. άρχή, ή.

Föreställa, 1) presentera, συνιστάναι τινά
τινι. προσάγειν τινά τινι. 2) se Framställa
3).: om skådespelare, υποκρίνεσ&αι. μιμεϊσ&αι.:
hd skall dta f., τί τούτο (&έλει 1. βούλεται); 3)
representera, είναι άντί τίνος 1. ίν μέρει τινός,
τήν τάξιν τινός εχειν 1. άντί τίνος τετάχ&αι. 4)
göra föreställningar, νου&ετεϊν τινά m. inf.
ύπο-μιμνήσκειν τινά τι παριστάναι τινί τι.
διδά-σκειν τινά τι. παραινεϊν τινί τι. 5) refl., göra
sig en föreställning om ngt, προτυπούσ&αι,
ύπο-τυπούσ&αι. παρίστασ&αι. ίννοεϊν. ύπονοεϊν.
ύπο-λαμβάνειν. εϊκάζειν. εννοιάν τίνος λαμβάνειν,
εικασία καταλαμβάνειν. δοξάζειν. φαντάζειν (helst
i pass. vändning).

Föreställning, 1) presentation, σύστασις, ή.
προσαγωγή, ή. 2) på theatern, &έα, ή. δράμα,
τό. διδασκαλία, ή (ett styckes uppförande gm
författaren, i det denne inöfvar skådespelarne).:
gifva en theatralisk f., Επιτελειν &έαν. διδάσκειν
δράμα (om författaren). 3) gm bildande konst,
se Framställning 3). 4) förmaning,
νου&έ-τησις, ή. νου&έτημα, τό. παραίνεσις, ή.: göra
föreställningar, se Föreställa 4).: mina
föreställningar äro fruktlösa, νον&ετών 1. παραινών
ούδεν εις πλέον ποιώ, vinna gehör, πείθ·ω. 5)
själens, φαντασία, ή. φάντασμα, τό. ιδέα, ή.
δόξα, ή. έννοια, ή.: tom, falsk f., κενή δόξα.
άλλοδοξία, ή.: riktig f., άλη&ής 1. όρ&ή δόξα.:
göra sig en f. om ngt, se Föreställa sig.: ha
en f. om ngt, εννοιάν τίνος εχειν.: icke haf. om
ngt, ουκ ίννοεϊν τι.: ha en riktig f., όρ&ήν
δό-ξαν εχειν. όρ&ώς 1. ορ&ά δοξάζειν. οϊεσ&αι
άλη-&ή.: ha en oriktig f., άλλοδοξειν.: det, hrom man
har f. 1. s. i f. existerar, νοητός, 3. νοούμενος, 3.

Föreställningsförmåga, τό φανταστικόν.
το νοητικό ν. νόησις, ή.

Föresväfva, παρίστασβ·αι. ίπέρχεσ&αι.

Föresyn, se Efterdöme.

Föresäga, se Förestafva, Förutsäga.

Föresätta, 1) tr., se Förelägga. 2) refl.,
f. sig, fatta en föresats, προτί&εσ&αι.
ύποτί&ε-σ&αι. προαιρεϊσ&αι. βουλεύεσ&αι. διανοεϊσ&αι.
γνώ-μην ποιεϊσ&αι.

Företag, έργον, τό. πράγμα, τό. πράξις, ή.
Επιχείρημα, ίγχείρημα, τό.: krigiskt f., στρατεία,
ή. στόλος, ό. πολεμική πράξις, ή.: ett lyckligt f.,
εύπράγημα, τό. κατόρθωμα, τό.: ha lycka i sina
f., εύπραγεϊν.

Företaga, προχειρίζεσ&αί τί. Επι-, Εγχειρεϊν
τινι. άπτεσ&αί τίνος. Επιβάλλεσ&αί τι. Ενίστασβ·αί
τι. όρμάσ&αι πρός 1. Επί τι. ποιεϊσ&αί τι (t. ex.
στρατείαν.): f. ngt mot ngn, Επιχειρεϊν τινι.
πει-ράσ&αί τίνος, πράττειν τι πρός 1. περί τινα 1.
κατά τίνος.: hd skall jag f. m. hm? τί χρήσομαι
αύτώ;: icke f. ngra utomordentliga åtgärder m. 1.
mot ngn, μηδέν νεώτερον ποιεϊν περί 1. εις τινα.

Företagande, Επι-, Εγχείρησις, ή. ορμή, ή.
i. öfr. gm vv.

Företagsam, se Driftig, Djerf.

Företal, προοίμιον, τό. πρόλογος, o.: skrifva
ett f., προοίμιον κατασκευάζειν.: i företalet orda,
προοιμιάζεσ&αι.: utan f., άπροοιμίαστος, 2.

Förete, προ-, Εκφέρειν. άπο-, Επιδεικνύναι.
άποφαίνειν.: = innebära, hafva, εχειν. προς-,
επε-στί τί τινι.: saken företer de största svårigheter,
χαλεπώτατον φαίνεται 1. Εστί τό πράγμα.

Företeelse, φάντασμα, τό. φάσμα, τό.
εϊ-δωλον, τό. όψις, ή. φαινόμενον, τό. — πράγμα,
τό. γιγνόμενον, τό (tilldragelse).: en besynnerlig,
sällsam f., πράγμα άλλόκοτον. καινόν τι.:
utomordentlig f., τέρας, ατος, τό.: f., som innebär ett
förebud, σημεϊον, τό.

Företräda, 1) träda fram inför, προ-, προς-,
παριέναι. 2) gå före i rum 1. tid, se Föregå.
3) fylla ngns plats, χώραν τινός (νπ)έχειν. τάξιν
τινός (παρ)έχειν. Εν μέρει 1. τάξει τινός είναι,
είναι άντί τίνος.

Företrädare, i ett embete, o πρότερον ων
Ev τίrj άρχ%.: ngns f. i regeringen, o πρό τίνος
εχων τήν αρχήν 1. άρχων 1. βασιλεύσας.

Företräde, 1) se Audiens. 2)
öfverlägsenhet, försteg, προτέρημα, τό. προτίμησις, ή
(lemnande af f.). άξίωσις, ή. τιμή, ή. jfr Fördel
b).: f. framför alla, πρωτεϊον, τό (vanl. pl.).: ha
f. framför ngn, προτερεύειν τινός, πλεονεκτεϊν
τίνος. τιμιώτερον είναι τίνος.: ha f. framför alla,
πρωτεύειν (πάντων).: gifva f., se Föredraga 1).:
förtjena f. framför ngt, αιρετώτερον εϊναί τίνος,
πλείονος άξιον εϊναί τίνος. 3) förträfflig
egenskap, αγαθόν, τό. καλόν, τό. άρετή, ή.

Företrädesrätt, προτέρημα, τό.
πλεονέκτημα, τό. πρωτεϊον, τό (framför alla andra).: ha
f., προτερεϊν. πλεονεκτεϊν. πρωτεύειν. δικαιότερον,
δικαιότατο ν είναι m. inf.

Företrädesvis, διαφερόντως. Εξαιρέτως. κατ*
Εξοχήν (hos Gram.).

Förevar an de, πραττό μένος, 3. παρών, ούσα,
όν. äfv. bl. ούτος 1. οδε.

Förevetta, se Falla sig, Förhålla sig.

Föreviga, ά&άνατον 1. άίδιον ποιεϊν.
άεί-μνηστον ποιεϊν.: Ι sitt rykte, αθανάτου δό-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0126.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free