- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
131

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Förränta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Förränta-

Förränta, τοκίζειν. Επι τόκω δανείζειν.

Förrätt, προεισαγόμενον oxpov, τό.

Förrätta, Εργάζεσ&αι, (in-, Εξεργάζεσθαι.
πράττειν, διαπράττει, ποιεϊν. ποιεϊσθαι.^ δράν.
Επιτελεϊν.: m. händerna f. ngt, ταϊς χερσί
παλα-μάσ&αί τι.: lyckligt f. ngt, κατορ&ούν^ τι.

Förrättning, έργον, τό. πραξις, ή. πράγμα,
τό. jfr Göromål.: f. af offer, bön, θυσία, ή.
ευχή, ή.

Försagd, 1) se förbluffad. 2) modlös, rädd,
άθυμος, 2. άτολμος, 2. ά&αρσής, 2. όχνηρός, 3.
dfdoV, 3. περίφοβος, 2.

Försagdhet, 1) Εμπληξία, ι?, εκπληξις, »J.
2) ά&υμία, ή. άτολμία, >J. cTf^ß, jJ. δκνος, ο
(tillfällig).

Försaka, άπ -, Εξίστασ&αί τίνος, άφιέναι τι.
προΐεσβ-αί τι. χαίρειν Εάν 1. χελεύειν τι. Εάν τι.

Försakelse, άπόστασις, άφεσις, tf.
πα-ραχώρησις, ή.

Församla, συνάγειν. συλλέγειν.
(συν)α&ροί-ζειν. συναγείρειν. συγκαλεϊν.: f. sig, m. pass. af
dsa vv., äfv., σννιέναι (-ελ&εϊν), på ett ställe,
ffr χωρίον. Ofta bl. παρεϊναι. παραγίγνεσ&αι.

Församling, a) församlande, συνα&ροισμός,
ό. συλλογή, tf. tf^aywy^, tf. b)
sammankommande, σύνοδος, ή. συλλογή, ή. σύλλογος, ό. c)
de församlade, σύλλογος, ό. συλλογή, ή.
συνέ-δριον, τό, σύγκλητος, ή (rådplägande f., senat).
Εκκλησία, ή, άγορά, ή (folkets f.). πανήγυρις, ή
(festlig f. af hela folket), οι συνεληλυ&ότες,
συ-νόντες, παρόντες. Jfr Folkförsamling,
Sammankomst.

Församlingsplats, χωρίον3 εις δ
συλλέγονται etc. 1. σύλλογον ποιούνται 1. σύλλογος
γίγνε-ται. άγορά, ή.

Försats, τό πρότερον χώλον (i grammat.
bet.), λήμμα, τό (i logisk), πρότασις, ή (i båda
bett.), τό ήγούμενον 1. προηγούμενον (i
slutledningen).

Förse, 1) tr., ngn m. ngt, παρέχειν τινί τι.
Επαρχείν τινί τι. κατα-, παρασκευάζειν, χορηγεϊν
τινί τι.: f. sig m. ngt, παρασκευάζειν έαυτω τι.
κτάσ&αι, περπτοιεϊσ&αί τι.: f. ngt m. ngt,
κατασκευάζειν τί τινι 1. τί εν τινι. περι-,
προστι&έ-ναι τί τινι. Oftast m. speciellare uttryck, t. ex.
f. m. murar, περιτειχίζειν.: f. m. brädbeläggning,
σανιδούν.: f. m. tak, καταστεγάζειν o. s. v. So
subst. Jfr Anbringa. — försedd, εχων, ουσα,
ον, m. ngt, τί. παρεσκευασμένος,
κατεσκευασμέ-νος, m. ngt, τινί. Ofta gm smnsättning m.
-φόρος (vid fråga om ett fortfarande tillstånd) 1. gm
andra speciella ord; jfr ofvan. t. ex. f. m. horn,
κερασφόρος, 2. m. vingar, πτεροφόρος, 2.
πτερωτός, πτηνός, 3.: vara rikligen f. m. ngt,
a-φ&ονον 1. άφθ-όνως εχειν τι. εύπορεϊν τίνος. :
vara f. m. penningar, ετοιμον εχειν άργύριον. 2)
refl., f. sig, a) se orätt, παροράν. σφάλλεσ&αι
όρώντα. b) fela, άμαρτάνειν. σφάλλεσθ-αι.
πλημμελεϊν. c) se för mycket på ngn 1. ngt, ϊδόντα
(Ιδούσαν) τι 1. τινά Εκπλαγήναι 1. πάοχειν τι.
Ε-ρασ&ήναί τίνος (förälska sig i), d) f. sig till,
se Tillförse.

Förseelse, πλημμέλεια, ή. πλημμέλημα, τό.
άμάρτημα, τό. πταίσμα, τό. σφάλμα, τό.
παρό-ραμα, τό. άγνόημα, τό. άγνοια, ή. άλόγημα,
τό.: af f., ύπ’ άγνοιας, άγνοια. ΕπιλαΟ-ό μένος,
3.: begå en f., se Föreg.

-Förskjuta. 131

Försegla, άποσφραγίζειν, -σθ-αι.
κατασφρα-γίζειν. Επιβάλλειν τήν σφραγίδά τινι.
κατασημαί-νεσ&αί τι.: om en embetsmyndighet,
άποσημαί-νεσΰαι.

Försegling, 1) förseglande, σφραγϊδος
Επιβολή, ή. 2) insegel, σφράγισμα, τό. σγραγίς,
ϊδος, ή.

Försigtig, ευλαβής, 2. φυλακτικόζ, 3.
προνοητικός, 3. προμη&ής, 2. ασφαλής, 2.: vara f.,
se Följ. — Adv., utom de af adjj. bildade, äfv.
διεσκεμμένως. πεφυλαγμένως. περιεσκεμμένως. :
umgås f. τη. ngt, επιμελώς χρήσθαι τινι.
Επιμε-λεία χρήσθαι περι τι. Επιμελειαν ποιεϊσ&αί τίνος.

Försigtighet, ευλάβεια, ή. φυλακή, ή.
προφυλακή, η. πρόνοια, ή. προμήθεια, ή.: använda
f., förfara m. f., πρόνοιαν ποιεϊσ&αι.
φνλάττε-σ9-αι. φυλακήν εχειν 1. ποιείσ&αι. ενλαβεΊσΒ-αι.
ευλάβεια χρήσ&αι.: m. f., se Föreg.: utan f., se

0 försigtig.

Försigtighetsmått, φυλακή, ή.
φυλακτή-ριον, τό.: utan f., άφυλάκτως.: hvaremot inga f.
äro träffade, άπροφνλακτος, 2.

Försilfra, άργυρούν. Επ-, καταργυρούν. —
försilfrad, Επ-, κατάργυρος, 2.

Försilfring, 1) ss. handling, άργυρισμός, ο.
2) ss. sak, άργυρος (Επήκεχυ μένος 1.
Επιβεβλημένος, ό.

Försinka, se Fördröja.

Försinnliga, Εμφανές ποιεϊν 1. καθιστάναι
τι. προ όφ&αλμών ίστάναι 1. τι&έναι τι.

Försitta, καταργεϊν τι. καταρρα&υμεϊν τι.
μέλλοντα 1. διατρίβοντα άποβάλλειν τι 1. άμα ρ»
τάνειν τινός.

Försjunka, καταδύεσ&αι.: f. i jorden,
κατα-δύεσ&αι κατά τής γής. b) fig., κατολισ&άνειν,
Εξοκέλλειν, καταφέρεσ&αι εις τι.: vara försjunken

1 en last, διεφ&άρ&αι υπό κακού τίνος.: f. i
tankar, se Fördjupa.

Förskaffa, πορίζειν. παρασκευάζειν.
ετοιμά-ζειν. (Εξ)ευρίσχειν. (κατ)εργάζεο&αι. παρέχειν, -σ&αι.
περιποιεϊν. περιάπτειν. προξενεΐν.: f. sig ngt,
πο-ρίζεσβ-αί τι παρασκευάζειν έαυτω τι. έτοιμάζεσίϊαί
τι. περιποιεΊσ&αί τι. κτάσάαί τι.: s. står att f.,
πορισιός, 3.: skicklig att f., ποριστικός, 3.

Förskaffande, πορισμός, ό. παρασκευή, η.
προξένησις, ή.

Förskansa, φραγνύναι, άπο-, διαφραγνύναι,
(περι)τειχίζειν (m. mur 1. vall), σταυρούν, άπο-,
περισταυρονν, χαρακούν, άπο-, περιχαρακούν (m.
pålverk). άπο-, περιταφρεύειν (m. graf ο. vall).
Jfr Befästa.

Förskansning, 1) ss. handling, (άπο-,
πε-ρι)τεί/ισις, ή. (περι)τειχισμός, 6. χαράκωσις, ή.
περισταύρωσις, ή. άποτάγρευσις, ή. 2)
skansverk, (άπο-, περι)τείχισμα, τό. (περι)σταύρωμα,
τό. χαράκωμα, τό. χάραξ, ακος, ό. έρυμα, τό.:
förse ngt m. en f., έρυμα περιβάλλειν τινί. jfr
Föreg.

Förskingra, 1) se Skingra. 2) penningar,
egodelar, διασκεδαννύναι. διαφορείν. Εκχεϊν.
(κατ)-αναλίσκειν. προϊεσ&αι.: f. sin förmögenhet, τήν
ούσίαν διασκευάσασ#αι.

Förskjuta, 1) skjuta före, Εμβάλλειν,
Επιβάλλειν (t. ex. τον μοχλόν). 2) stöta fr. sig,
άπο-πέμπειν, -σ&αι, Εκπέμπειν (γυναίκα), άπ-,
Εξω-&εϊν, -σ&αι. άποβάλλεσΰαι. Εκβάλλειν.
άποκηρύτ-τειν (υιον). άποδοκιμάζειν. 3) försträcka, δα-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0135.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free