- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
134

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Förståndig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

134

Förståndig — Försvarskrig:

stort f., elv ή q όυνετώτατος.: icke vara vid sitt f.,
παραφρονεϊν. εξω εαυτού είναι.: mista förståndet,
έξίβταβ&αι τον φρονεϊν.: återkomma till f.,
άνα-φρονεϊν. έντός εαυτόν πάλιν γίγνεσΘ-αι.: vara vid
sundt f., ευ φρονεϊν. αωφρονεϊν. b) mening (af
ett ord e. d.), νους, o. διάνοια, ή. jfr
Betydelse. c) fhde till, förbindelse m. ngn, ομόνοια,
όμοφροβΰνη, ή (samdrägt), κοινή βουλή, ή
(gemensamma planer, hemligt f.). σύστασις, ή
(hemlig förbindelse).: vara i godt f. m. ngn,
ομονο-tϊν, όμογνωμονεϊν τινι. ταύτα φρονεϊν τινι.: icke
vara i godt f. m. ngn, διαφωνεϊν τινι.
διαφέρε-ο&αι πρός τινα.: vara i hemligt f. m. ngn,
συνε-ατηκεναι μετά τίνος. κρύβδην ϋυμπράττειν 1.
ύ-πηρετεϊν τινι.

Förståndig, εμφρων, 2. νουν εχων, ουΰα,
ον. νουνεχής, 2 (^.civ. νουνεχόντως). εννους, 2.
φρόνιμος, 2. cri/réTo’?, 3. σοφός, 3. οώγρων, 2.:
vara f., *Ot>f (év) φρονεϊν. αωφρονεϊν.: gö-

ra f., φρενούν. οωφρονίζειν. jfr Förnuftig.

Förståndslös, άνους, 2. άφρων, oroi, 2.

Förstäf, πρώρα,

Förställa, 1) £r., μετασχηματίζειν. άλλοιούν
τό ϋχήμά τίνος.: f. sin röst, προσποιεϊύ&αι
άλ-λοτρίαν φωνήν.: = vanställa, se d. ο. 2) f. sig,
νποκρίνεα&αι άλλότριον οχήμα (om hvarje slags
förställning), προϋποιεϊα&αι, σκήπτεσ&αι (ge sig
sken af en egenskap, s. man ej äger), άκκίζεσ&αι
(ställa sig s. man icke ville en sak, s. man
å-stundar). είρωνεύεο&αι (eg., låtsa s. man icke
visste ngt, s. man vet).

Förställning, νπόκριϋις, ή. προϋποίηϋις, ή.
προσποίημα, τό. άκκιϋμός, ό. ειρωνεία, ή.

Förställningskonst, ειρωνεία, ή. τό
%mo-κριτικόν.: öfvad i f., υποκριτικός, 3.

Förstämma, 1) eg., άπηχή 1. διάφωνον
ποι-ξϊν. — förstämd, άνάρμοστος, 2. διάφωνος, 2.
άπηχής, 2.: vara f., διαφωνεϊν. άναρμοστεϊν. 2)
fig., ά&υμίαν 1. λύπην καταακευάζειν 1. ποιεϊν τινί.
— förstämd, àd-υμος, 2. δύσ&υμος, 2.
δύσκολος, 2.: vara f., ά&ύμως διακεΐσ&αι. δνσκόλως
εχειν. λνπεϊα&αι.

Förstämning, 1) eg., άναρμοσία,ή.
διαφωνία, ή. άπήχεια, ή. 2) άβ·νμία, ή. δυσ&υμία, ή.
λύπη, ή.

Förständiga, se Befalla.

Förstärka, ρωννύναι, έπιρρωννύναι,
κρατύ-νειν (göra stark), (έπ)αυξάνειν (föröka), πλέον
ποιεϊν (till antal), έπιτείνειν (stegra).: f. sig,
(έπ)-αυξάνεσ&αι. έπίδοΰιν λαμβάνειν, έπιδιδόναι έπί
τό πλέον, μεϊζον γίγνεσθαι.

Förstärkning, έπίρρωύις, ή (i kraft),
(έπ)-αύξηϋις, {έπ)αύξη, ή (förökande), έπίδοσις, ή
(tillväxt, förkofran), έπίτασις, ή (stegring).: f. i
trupper, βοή&εια, ή. έπικουρία, ή.: draga till sig f.,
ΰυνάγειν 1. àS-ροίζειν πλείω τήν δύναμιν. άλλην
δύναμιν προς- , άναλαμβάνειν.: jag får f., άλλο
Στράτευμα προογίγνεταί μοι. βοη&οί
προϋγίγνον-ταί μοι.: behöfva f. af en garnison, προβδεϊα&αι
φυλακής 1. φρουρών.

Förstöra, καθ·-, άν-, έξαιρεϊν. καταακάπτειν.
έκπέρ&ειν. άνάστατον ποιεϊν (göra öde),
δια-φ&είρειν, άπολλύναι, διολλύναι (förderfva,
förgöra). άνατρέπειν (omstörta), διαιρεϊν, διαοπάν
(upp-rifva). δια-, καταλύειν (upplösa ett tillstånd),
ά-ναλίϋκειν (göra slut på).: f. m. eld, πυρπολεϊν.
Ιμπιπράναι.: fr. grunden f., άποθ-εμελιούν. κατα-

ΰκάπτειν εις τό έδαφος, κατ’ άκρας έξαιρεϊν. —
förstörande, ανατρεπτικός, 3.

Förstörare, διαφθ-ορεύς, ό. άνατροπεύς, ό.
Yanl gm part.

Förstörelse,= förstördt tillstånd , gm omskr.
m. vv. Se f. öfr. Förstöring, Förvirring.

Förstöring, κα&αίρεύις, άναίρεσις, ή.
κατα-σκαφή, ή. άνάαταϋις, ή. διαφ&ορά, ή.
ανατροπή, ή. κατάλυσις, ή.

Försumlig, αμελής, 2 (vårdslös), βραδύς, 3,
οκνηρός, 3 (trög), άργός, 2 (lat), ρά&νμος, 2
(af lättsinne) άνειμένος, 3 (slapp).: vara f.,
(κατ)-αμελεϊν. δκνεϊν. βραδύνειν. άργεϊν. ρά&υμεϊν.
ρα-&ύμως εχειν. Jfr Försummas.

Försumlighet, αμέλεια, ή. οκνηρία, ή.
άρ-γία, ή. ρα&υμία, ή. άνεσις, ή.

Försumma, άπολείπεύ&αι 1. άπ είναι τίνος,
ού παρεϊναί τινι (icke inställa sig vid ngt),
ύοτε-ρεϊν 1. ύστερίζειν τινός (komma för sent),
παρα-λείπειν, έλλείπειν, παριέναι τι (underlåta, lemna
obegagnadt). {κατ)αργεϊν τι (af tröghet), άμελεϊν
τίνος, άμελώς εχειν τίνος, έν άμελεία τί&εσ&αί
τι (af vårdslöshet), καταρρα&νμεϊν τι,
άπορρα&υ-μεϊν τίνος (af lättsinne, sorglöshet).: f. skolan,
ον φοιτάν. ονκ έπιφοιτάν.

Försummelse, ύϋτέρηβις, ή. ελλειμμα, τό.
άμέλεια, ή. άργία, η.

Försupen, υπό μέ&ης διεφθαρμένος, 3.

Försvaga, άαβ·ενή 1. άϋ&ενέστερον ποιεϊν,
ά-ϋ&ενούν (göra kraftlös), έλαττούν, μειούν,
ϋυΰτέλ-λειν, έπικόπτειν, κολούειν, κολάζειν (minska,
dämpa, qväsa). παραλύειν (upplösa), άμβλύνειν
(förslöa). άμαυρούν (eg. fördunkla). &ρύπτειν,
S-ραύ-ειν, (Τυγκλάν (bryta ngns kraft), καταπονεϊν,
κα-τατρίβειν, τρύχειν, κατατρύχειν (utmatta, uttära).

Försvagande, έλάττωσις, μείωϋις, ΰυύτολή,
κόλαΰις, ή. παράλυ<Τις, ή. άμαύρωαις, ή (synens).
καταπόνησις, ή.

Försvar, άμυνα, ή. τιμωρία, ή. βοή&εια, η.
έπικουρία, ή. άπολογία, ή (i ord), πρόβλημα, τό,
προβολή, ή, πρόβολος, ό (skyddsvärn).: f. inför
rätta, συνηγορία, ή (ett rättsbiträdes af sin
klient). δικαιολογία, ή (eg. framställning af
rättsanspråk).: afskära ngn försvaret, προαναιρεϊν τινι
τήν άπολογίαν.: anföra ngt till f. för ngt,
άπο-λογίαν ποιεϊσ&αί τί τίνος.

Försvara, a) i handling, άμύνειν τινί.
τι-μωρεϊν τινι. βοη&εϊν τινι. έπικονρεϊν τινι.
βοή-S-ειαν 1. έπικουρίαν ποιεϊσ&αί τινι. ϋυμμαχεϊν
τινι. προμάχεσ&αί τίνος.: f. ngt, άμύνεσ$αι υπέρ
1. περί τίνος, μάχεσ&αι νπέρ τίνος, προίστασ&αί
τίνος.: i. sig, άμύνεσ&αι, άπομάχεσ&αι (mot ngn,
τινά): f. sig mot ngn, άντέχειν τινί 1. πρός τινα.
άπω&εϊύ&αί τινα. άλέξασ&αί τινα. b) i ord,
λέγειν υπέρ τίνος, άπολογεϊσ&αι υπέρ 1. περί
τίνος. άπολογίαν ποιεϊϋ&αι υπέρ τίνος.: f. sig,
ά-πολογεϊσ&αι, för ngt, περί τίνος, mot ngn 1. ngt,
πρός τινα 1. τί. άπολογίαν προϊΰχεϋ&αι. λέγειν
νπέρ εαυτού.: f. ngn för rätta, ϋυνηγορεϊν τινι.

Försvarare, πρόμαχος, δ. προστάτης, ου, δ.
τιμωρός, ό. έπίκουρος, ό. βοη&ός, ό. ό
άπολο-γούμενος (i ord), συνήγορος, δ (inför rätta).

Försvarlig, a) som kan försvaras,
εΰαπολό-γητος, 2. b) hjelplig, μέτριος, 3. έπιεικής, 2.

Försvarsförbund, έπιμαχία, ή.: sluta ett
f., έπιμαχίαν ποιεϊσ&αι.

Försvarskrig, πολέμος, έν φ αμύνονται

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0138.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free