- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
150

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Grodgrön ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

150 Grodgiön ·

Grodgröη, βατράχειος, 2.: g. färg,
βατρά-χειον {χρώμα), τό.: g. drägt, βατραχίς, ίάος, ή.

Grodunge, γυρίνος, ό.

Grof, 1) eg., παχύς, 3. αδρός, 3. ογκώδης,
2. εύσαρκος, πολύσαρκος, 2 (om kroppen ο. dess
femmar). άδρομερής, παχυμερής, 2 (m. stora
beståndsdelar, t. ex. om sand, mjöl), μέγας, 3.
2) m. sträf yta, τραχύς, εϊα, v. 3) djup, om
röst, βαρύς, εϊα, ύ. 4) simpel, tarflig,
άγροϊ-χος, 2. ευτελής, 2. φαύλος, 3. 5) i ögonen
fallande, stor (om dåliga handlingar), δεινός, 3.
Ιναογής, 2. μέγας, 3. 6) plump, ohyfsad,
αγροί-χος, 2. απαίδευτος, 2. φορτικός, 3. σκαιός, 3.

Grofhet, 1) πάχος, τό. παχύτης, ή.
παχυμέ-ρεια, ή. μέγε&ος, τό. 2) τραχύ τ ης, ή. 3)
βα-ρύτης, ή. 4) ευτέλεια, ή. φαυλότης, ή. 5) τό
δεινόν, έναργές. μέγε&ος, τό. 6) άγροικία, ή.
σκαιότης, ή. τό φορτικόν.: grofheter, λόγοι
άγροι-κοι, φορτικοί, άναίσχυντοι.

G r ο f f i 1 a, -h y f 1 a, τά πρώτα ρινάν, ρυκανάν.

Grofhugga, πελεκάν.

Grofhylt, τήν χρώτα τραχύς, εϊα, ύ.

Grofkornig, 1) eg., άδρομερής, 2. 2) plump,
άγροικος, 2. φορτικός, 3.

Groflemmad, εϋσαρκος, πολύσαρκος, 2.
πα-χύ εχων τό σώμα.

Gr of sik t, μανόν κόσκινον, τό.

Grof sm ed, σιδηρουργός, 6.

Groll, εχ&ος, τό. κότος, ό. μίσος, τό.: hysa
g., κοταίνειν, χαλεπαίνειν τινί. νεμεσάν τινι.

Groning, βλάστησις, ή.

Grop, λάκκος, δ. βόϊϊρος, ό. βό&υνος, δ.
όρυγμα, τό.: gräfva g., βο&ρεύειν.: g. till säds
förvarande, σιρός, o.: gropen mel. hakan o.
underläppen, νύμφη, ή. τύπος, o.: i kinden,
γελα-σϊνος, ό.

Gropig, βό&ρων πλέως, 3. τραχύς, 3 (ojemn).

Gross, δώδεκα δωδεκάδες, αι.: i gr., gm
πλή-&ος, τό.: köpa ο. sälja i g., έμπορεύεσθ-αι.

Grossess, κύησις, ή. κυοφορία, ή. έγκύησις,
ή.: vara i g., κυεϊν. κυοφορεϊν. εγκυον 1.
έγκύ-μονα είναι.

Grosshandel, έμπορία, ή.: drifva g.,
έμπο-ρεύεσ&αι.

Grosshandlare, έμπορος, μεγαλέμπορος, 6.

Grotesk, άλλόκοτος, 2. νπερφυής, 2.
θαυμάσιος, 3. παράδοξος, 2.

Grotta, άντρον, τό. σπήλαιον, τό.

Grubbel, -bleri, φροντίς, ίδος, ή. περιεργία,
ή. τό περίεργον.

Grubbla, φροντίζειν. μεριμνάν.
περιεργάζεσαι.

Grubblare, μεριμνητής, ου, 6. φροτιστής,
ου, ό. μεριμνοφροντιϋτής, ό (korn.).

Gr uf arbetare, ό έν τοις μετάλλοις
έργαζό-μενος. μεταλλεύς, -τής, ό.

Grut’arbete, μεταλλεία, ή. τά έν τοις
με-τάλλοις εργα.

Gruflig, se Faslig.

Grufva, μέταλλον, τό. στόμα, στόμιο ν, τό
(gruföppning).

Grufva, sig, se Ängslas, Fasa.

Grumla, 1) eg., (άνα)&ολούν. 2) fig.,
ταράτ-τειν. κυκάν. άμαυρούν. άσαφή ποιεϊν.

Grumlig, 1) eg., δολερός, 3. πηλώδης, 2.
2) fig., ταραχώδης, 2. άμαυρός, 3. ά(ταφής, 2.

Grummel, &ολός, δ. ρύπος, δ. ϋλη, ή.

- Grundfast.

Grums, a) af ngt utpressadt, άποπίεύμα, τό.
στέμφνλα, τά (af oliver), βρύτεια 1. βρύτια, τά
(af drufvor), b) se Grummel,
Bottenfällning.

Grund, άβα&ής, 2. διαβατός, 3. τεναγώδης,
2 (m. g. vatten).: vara g., τεναγίζειν.ζ g. ställe,
se Följ.

Grund, n., τέναγος, τό, βράχεα, τά. ερμα,
τό.: stöta på g., εις βράχεα όκέλλειν. πταίειν
πρός ερματι. προσπταίειν βράχεσιν.: sätta på g.,
περιβάλλειν τήν ναύν περί ερμα.

Grund, m. 1) se Botten.: i g., εις έδαφος
(eg., t. ex. κα&ελεϊν, κατασκάπτειν). άρδην (t.
ex. διαφ&είρειν, άνατρέπειν). πάνυ. παντελώς,
πάντως, τά πάντα. όλως. τελέως. παντάπασιν.
gm adjj. ολος, 3 ο. πάς, 3. Ofta gm smnsättning
m. έξ, κατά, διά, t. ex. έξολλύναι, κα&αιρεϊν.
έκδιδάσκειν, καταμαν&άνειν, διάκενος m. fi. 2)
grundval (eg. ο^. oeg.), έδαφος, τό. &εμέλιον, τό.
κρηπίς, ϊδος, ή. ύπό&εσις, ή. ύπόατασις, ή.
βά-σις, ή. Mägga g. till ngt, κρηπϊδα βάλλειν τινός.
& ε μελιού ν τι. άρχήν βάλλεσ&αΐ τίνος, κτίζει ν τι.
ιδρύειν τι.: lägga till g., ύποτι&έναι.: ligga till
g., νποκεϊσ&αι. ύπάρχειν.: grunderna af en
vetenskap, τά πρώτα στοιχεία, al άρχαί. 3) orsak,
άρχή, ή (upphof), αιτία, ή. αίτιον τό.: lägga g.
till ngt (fhde, sjukdom etc.), ύπάρχειν τινός,
άρχειν τινός.: ha sin g. i ngt, se Härröra.:
häfva grunden till ngt, ϊάσβ-αι τό αιτιόν τίνος.:
äga g., πιστόν, βέβαιον είναι, άληβ-ές είναι,
δρ-&ώς λέγεσ&αι,: vara utan g., κενόν είναι,
ψευδές είναι.: det du säger har ingen g., ού δεν λέγεις.
b) bevisningsgrund, ση μείον, τό. τεκμήριον, τό..

Grunda, 1) grundlägga (eg. ο. oeg.),
Ιδρύειν, κα&ιδρύειν (om byggnader, städer),
κατα-σκευάζειν (bringa till stånd, t. ex. stat, flotta,
makt), d-εμελιούν (förse m. grund), κτίζειν,
{κατ)-οικίζειν (städer, kolonier, bostäder), τι&έναι,
κα-9-ιστάναι (inrättningar, lagar o. d.).: g. en koloni
på ett ställe, (κατ)οικίζειν χώραν. 2) stödja, ngt
på ngt, ύποτι&έναι τινί τι. άναρτάν τι εις τι> 1.
εκ τίνος, φάναι 1. νομίζειν τι αίτιον είναι τίνος,
άναφέρειν τι εις τι.: g. sig på ngt, αιτίαν
εχειν έκ 1. άπό τίνος, είναι έπί τινι. άνηρτήσβ-αι
εις τι 1. εκ τίνος, αιτιόν έστί τί τίνος, υπόκειται
τινί τι. Jfr Stödja. 3) g. på, se Begrunda.

— grundad (absol.), βέβαιος, 2, έσφαλής, 2,
άλη&ής, 2, σαφής, 2 (säker, viss)., δίκαιος, 3
(rättmätig).

Grundande, ϊδρυσις, κτίσις, ή. β-εμελίωσις,
ή. κατασκευή, ή. κατάστασις, ή.: af en koloni,
κατοίκισις, ή. κατοικισμός, δ. vanl. gm vv.

Grundbegrepp, ιδέα ή πρώτη, αρχή, ή.: af
en vetenskap, τά (πρώτα) στοιχεία.

Grundbetydelse, κύριος νους, ό.

Grunddrag, χαρακτήρ, ήρος, ό. τύπος, ό
(ish. i pl.), υπογραφή, ή. διάγραμμα, τό.
περιγραφή, ή. κεφάλαιον, τό (bl. fig.).: framställa ngt i
sina g., τύποις έξηγείσ&αί τι. λέγειν τι οΐόν τινι
τύπω 1. ώς έν τύπω. περιγράφειν τι.

Grunddrift, πρώτη 1. κρατίστη ορμή, ή.

Grundegenskap, φύσις, ή. δύναμις, εως,
ή. τό Ιδιώτατον (d. mest egendomliga).

Grundfalsk, παντελώς, διά παντός, άπλώς
ψευδής, 2.

Grundfast, βεβαίαν τήν κρηπϊδα εχων.
βέβαιος, 2 ο. 3. ασφαλής, 2.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0154.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free