- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
152

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Grälighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

152 Grälighet -

Grälighet, φιλονικία, ή. τό Εριστικόν.
φι-λαπεχθημοσύνη, ή-

Grälmakare, -ersjta, se Grälig.

Gräma, άνιάν. λυπεΐν. άάκνειν. κινεϊν.: g. sig,
utom pass., άχθεσθαι. άγανακτεϊν. άυσθνμεϊν.
βαρέως 1. χαλεπώς φέρειν τι 1. ini τινι.: det
grämer mig i hjertat, άέάηγμαι τήν καράίαν.

Grämelse, ανία, ή. λύπη, ή. άγανάκτησις, ή.
άυσθυμία, ή.

Gränd, στενωπός, ό. λαύρα, ή.

Gräns, όρος, ο (äfv. fig.), όριον, τό. μεθόρια,
τά (gränsområde), τέλος, τό. πέρας, τος, τό.
τέρμα, τό.: yttersta gränsen, Εσχατιά, ή.: belägen
bortom g., ύπερόριος, 3 ο. 2.: bestämma g.,
όρί-ζειν. όροθετεϊν. περιγράφειν.: gm g. söndra,
afskilja, άιορίζειν. άφορίζειν.: sätta en g. f. ngt,
όρους τιθέναι τινός, παύειν τι (ett tillstånd).:
öfverskrida gränserna f. ngt, τους όρους τινός
ύπερ-βαίνειν 1. ύπερβάλλειν. ύπερπηάάν τι. ύπερ τά
Εσκαμμένα πηάάν 1. άλλεσθαι (ordspr.): utan g.,
se Gränslös.: ngt har 1. känner ingen g.,
ανυπέρβλητων Εστί τι.

Gränsa, till ngt, όμορεϊν τινι. δμορον 1.
πρός-ορον είναι τινι. omedelbart, έχεσθαί τίνος.

Gränsflod, ό μεθόριος 1. Εν τοις μεθορίοις
ποταμός.

Gräns fästning, φρούριον, τό. Επιτείχισμα,
τό.: uppförandet af g., Επιτείχισις, ή.

Gränsland, μεθόρια, τά. Εσχατιά, ή.

Gränslinie, se Gräns.

Gränslös, άπειρος, 2. άπέραντος, 2.

Gränslöshet, απειρία, ή. τό άπέραντον.

Gränsmur, τείχος τό Εν τοΐς μεθορίοις.

Gränsort, χωρίον τό Εν τοις μεθορίοις.

Gränspunkt, Εσχατιά, ή. τό έσχατον. τέρμα,
τό. πέρας, τό.

Gränsskilnad, se Gräns.

Gränssoldat, φρουρός, ό. περίπολος, ό.

Gränsstad, πόλις Εσχάτη 1. Εν τοις μεθορίοις
κειμένη, ή.

Gränssten, -tecken, όρος, ό. σημεϊον, τό.

Gränstvist, άιαφορα ή ύπερ τών όρων.

Gräs, πόα, ή. βοτάνη, ή. ss. foder, χιλός, ό.
κράστις, εως, ή.: spädt g., χλόη, ή.: äta g.,
πο-ηφαγεϊν.

Gräsaktig, ποώάης, 2.

Gräsfärg, ποώάες 1. χλωρόν χρώμα, τό.

Gräsfärgad, -grön, ποώΰης, 2. χλωρός, 3.
χλοώάης, 2.

Gräshoppa, άκρίς, ίάος, ή. πάρνοιρ, οπος,
ό.: ej bevingad, άττέλαβος, ό.

Gräslig, άίΐνός, 3. φοβερός, 3. Εκ-,
καταπληκτικός, 3. βάελυρός, 3.

Gräslighet, άεινότης, ή. β&ελυρία, ή.

Gräslupen, ποώάης, 2.

Gräslök, καρτόνt τό. κοπτή, ή.

Gräsmatta, -plan, πόα, ή. λειμών, ώνος, ό.

Gräs rik, ποώάης, 2.: vara g., ποάζειν.

Grässtrå, βοτάνης καλάμη, ή. βοτάνιον, τό
(likt g.)·

Grästorfva, χορτόβωλος, χορτόπλινθος, η.

Gräs ät an de, ποηφάγος, 2.: vara g., ποηφαγεϊν.

Gröda, σίτος, ό. λήϊον, τό.: späd g., χλόη, ή.

Grön, χλωρός, 3. χλοώάης, 2 (gräsg.).
πράσινος., 2 (lök-g.).: = omogen, ωμός, 3.: g. färg,
χλωρό της, ή.

Grönaktig, ύπόχλωρος, 2.

- Gudamåltid.

Gröngul, χλωρός, 3. ύπόχλωρος, 2.

Gröngöling, -spett, κολιός, ό.

Grönmånglare, λαχανοπώλης, ου, ό.

Grönmånglerska, λαχανοπωλήτρια, ή.
λα-χανόπωλις, ιάος, ή.

Grönsaker, λάχανα, τά.: hörande till g.,
λα-χανηρός, λαχανικός, 3.: handel m. g.,
λαχανοπω-λία, ή.: ställe der den bedrifves, λαχανοπωλεϊον,
τό. λάχανα, τά (en del af torget).: fat m. g.,
λα-χανοθήκη, ή.: odling af g., λαχανεία, ή.: en s.
odlar g., λαχανεύς, o.: samla g., λαχανεύεσθαι.:
insamling af g., λαχανισμός, o,

Grönska, χλωρότης, ή. τό χλωρόν. πόα, ή.:
späd g., χλόη, ή. ^

Grönska, θάλλειν. χλοάζειν. άκμάζειν. —
grönskande, θ-αλίρό^, 3. ίΐ’Θαλής, 2.: alltid
g., άειθαλής, 2. άείφυλλος, 2.

Gröpa, [κατ)ερείκειν. πτίσσειν. χραίειν. —
gröpa d, Ερεικτός, 3. κατέρεικτος, 2.

Gröpe, έρεγμα,τό. Ερεγμός, ό. κρϊμνον, τό.:
af korn, άλφιτα, τά. πτισάνη, ή. χραιστόν, τό.:
af g., Ερέγμινος, 3.

Gröt, πόλτος, ό. έτνος, τό. λέκιθος, ό.

Grötaktig, Ετνηρός, 3.

Gubbe, γέρων, οντος, ό (dem. γερόντιον, τό).
πρεσβύτης, ου, ό,: hörande till, γεροντικός, 3.
πρεσβυτικός, 3.

Gubbeålder, γήρας, τό.

Gud, θεός. ό. άαίμων, ονος, ό.: vid G., νή
(τον) Jia. ναι μά τον Jia (i affirm. satser), ού
μά τον J. ού μά τούς θεούς (i negat. satser).: f.
Guds skull, (ω) πρός (του) Jιός. πρός (τών) θεών.:
m. G., m. Guds hjelp, σύν θεώ. Εάν θεός Εθέλι
θεού θέλοντος 1. βονλομένον.: derifr. oss Gud
bevare! ό μή γένοιτο (άπεύχομαι).: i G:s namn, σύν
θεώ. άγαθ\) τύχτ\.: gifve G. att, (ώς), εϊθ’ ώφελον,
ες, ε m. inf. (om det omöjl.).: säga: G. hjelp!
när ngn nyser, λέγειν Ζεύ σώσον, Εάν πτάρ#
τις.: Gud straffe mig om, μή όναίμην, εϊ.
κακώς άπολοίμην εϊ.: af G. öfvergifven, άθεος, 2
(eg.), άνευ θεού (utan Guds hjelp), άυστυχής, 2
(oeg.).: store G., ώ Ζεύ και θεοί.

Gudabarn, θεού παϊς, ό. θεογενής, 2.

Gudabild, θεού άγαλμα, τό. ξόανον, τό.

Gudadryck, νέκταρ, αρος, τό. θείον ποτό ν, τό.

Gudafröjd, θεία τις ηδονή ή.

Gudagåfva, θεού άώρον, τό. τό παρά τών
θεών άγαθόν.

Gudahus, θεών édo?, τό. νεώς, ό. ιερόν, τό.

Gudaingifven, ένθεος, 2. θεόληπτος, 2.
θεο-φόρητος, 2. θεοφορούμένος, 3.: vara g.,
#«οςηο-ρεϊσθαι.

Gudaktig, θεοσεβής, εύσεβής, 2. άγιος, 3.
όσιος, 3.

Gudaktighet, θεοσέβεια, ευσέβεια, ή.
όσιό-της, ή.

Gudalif, μακάριος 1. ήάιστος βίος, ό.

Gudalik, θεοειάής, 2. θείος. 3. ϊσόθεος, 2.

Gudalära, μυθολογία, θεολογία, ή. οι περί
τούς θεούς λόγοι, ό περί τους θεούς μύθος.

Gudamakt, θεία άύναμις, ή. άαίμων, ονος,
ό (gudaväsen).

Gudamat, άμβροσία, ή.

Gudamenniska, θέανάρος, θεάνθρωπος, ο
(Κ· F·)·

Gudamåltid, θοίνη, ή 1. συμπόσιον, τό τών
θεών.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0156.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free