- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
161

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Halsstarrighet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Halsstarrighet — Handelsdomstol.

161

Halsstarrighet, τό τής ψνχής
άμετάπει-στον. Μιατρεχρία, ή. ϊσχυρογνωμοσύνη, ή.
αύθά-ΰεια, ή.

Η als t er, Εσχάρα, ή. dem., Εσχαρίς, ίάος, ή.
Εσχάριον, τό.: stekt på h., Εσχαρίτης, ον, ό.
Ε-σχαρόπεπτος, 2.

Halt, 1) se Beståndsdel. 2) värde, αξία,
ή. τιμή, ή. τίμημα, τό. άνναμις, εως, ή.

Halt, άνάπανλα, ή.: låta en här göra h.,
ι-στάναι, Εφιστάναι, ύφιστάναι, καταχωρίζειν
στρα-τόν.: görah., ΐστασθαι. Εφίϋτασθαι. παύεσθαι
πο-ρενόμενον. Επίστασιν ποιεϊσθαί. τίθεσθαι τά όπλα
(bl. om en här).: halt! m. invp. af nämnde vv.

0. Επίσχες. επίσχου.

Halt, χωλός, 3. σκάζων, ουσα, ον.

Halta, σκάζειν. χωλεύειν I. χωλαίνειν.

Haltande, χωλεία, χωλότης, ή.

Η altlös, κενός, 3. ονΰενός άξιος, 3. άχρεϊος, 2.

Haltlöshet, τό κενόν, τό άχρεϊον.

Hammare, σφύρα, ή.

Hammarhaj, σφύραινα, ή. ζνγαινα, ή.

Hammar slagg, στόμωμα, τό. λεπίς, ίάος, ή.

Hamn, λιμήν, ένος, ό. όρμος, ό, επίνειον,
τό (ankarplats).: utan h., αλί μένος, 2.: med god
h., εύλίμενος, 2.: föra ett skepp i h., κατάγειν

1. ορμίζειν ναύν.: inlöpa i h., κατάγεσθαι.
όρμί-ζεσθαι. καταίρειν.: ligga i h., όρμεϊν. Εφορμεϊν.:
utlöpa ur h., άνάγεσθαι. άπαίρειν.

Hamna, se Föreg.

Hamnfogde, λιμενοφνλαξ, κος, ό.

Hamn pen ni η gar, ελλιμένιον, τό.: uppbära
h., ελλιμενίζειν.: en s. uppbär dem,
Ελλιμενι-στής, ον, ό.

Hampa, κάνναβις, εως, ή.: af h.,
καννά-βινος, 3.

Hampfrö, καννάβινον 1. τό άπό τής
καννά-βεως σπέρμα, τό.

Η a m ρ ο 1 j a, καννάβινον έλαιον, τό.

Hampspöke, Εκφ>όβητρον, τό. —
μορμολυ-κεlov, τό.

Hamra, κόπτειν 1. κροτεϊν τjj σφύρα,
σφύρο-κοπεϊν. σφυρηλατεϊν.— hamrad, σφυρήλατος, 2.

Hamster, μνοξός 1. μνωξός, ό.

Han, Hon, Det, i cas. obl. m. αυτός, ή, ό.
ss. subjj. öfversättas de bl. vid starkt eftertryck
m. ούτος, εκείνος, o cJé (i början af satsen, då
ett annat subj. införes). Se Gram.

Hand, χειρ, ρός, ή. παλάμη, ή (flata
handen).: djupa handen, ή κοίλη χειρ 1. τό κοίλον
τής χειρός.: högra h., άεξιά, ή.: venstra h.,
ά-ριστερά, ή. : på höger, venster h., Ev όεξια, εν
αριστερά. Εκ άεξιάς, εξ αριστεράς.: m. egen h.,
αντόχειρ, ό, ή. αύτονργός, 2. jfr Ε g en hän di g.:
m. händer gjord, χειροποίητος, 2.: s. lefver af
sina händers arbete, άποχειροβίωτος, 2.: förrätta
ngt m. händerna, παλαμάσθαί τι ταϊς χερσίν. ·.
upplyfta händerna, αϊρειν, άνατείνειν, άνίσχειν
τάς χείρας.: gifva, räcka, bjuda ngn handen,
di-όόναι, Εμβάλλειν, όρέγειν, προτείνειν τινί τήν
χεϊρα. άεξιούσθαί τινα (ish. till välkomnande).
ύπηρετεϊν τινι (understödja ngn).: räcka hrandra
händerna (att bilda kedja), σννάπτειν τάς χείρας.:
knäppa händerna, σνμπλέκειν τω χεϊρε.: taga sin
h. fr. ngn, προάιάόναι, προΐεσθαί τινα.: lemna
i ngns händer, εις χείρας didovai 1. εμβάλλειν
τινί τι. Εγχειρίζειν τινί τι. Επιτρέπειν τινί τι.
παραΜόναι, προάιάόναι (förrädiskt) τινί τι.: haf-

va i sin h., dià χειρός, Ιν χειρί 1. Εν χερσίν
έχειν τι. άιαχειρίζειν, μεταχειρίζεσθαι (eg. ο. oeg.).
Εν\. Επ* Εμοί Εστί τι, κύριον εϊναί τίνος (bl. oeg.).:
falla, komma i händerna på ngn, άπανταν, συν-,
Επιτνγχάνειν, περιπίπτειν τινί. Εντνγχάνειν τινί.
εις χείρας Ελθεϊν τινι. ύποχείριον γίγνεσθαι τινι
(i ngns våld).: lägga h. vid ngt, Επιχειρεϊν τινι.
άπτεσθαι, Εφάπτεσθαί τίνος.: gemensamt m.
andra, σννεφάπτεσθαι, σανεπιλαμβάνεσθαι.: bära
händer på ngn, Επιβάλλειν τάς χεϊράς τινι.
χείρας επιφέρειν 1. εφιέναι τινί.: fatta ngn vid
handen , λαβείν τινα τής χειρός.: föra ngn vid
handen, χειραγωγεϊν τινα. τής χειρός άγειν τινά.:
hafva om händer, μεταχειρίζειν, -σθαι. μετά
χείρας έχειν. έχειν άμφ>ί τι.: ha sin h. m. i ngt,
μετέχειν τινός.: hafva under sina händer 1. om h-,
εφεατάναι τινί 1. Επί τίνος, είναι Επί τίνος,
προε-στάναι τινός, προ-, Επιστατεϊν τίνος. Jfr Η
and-ha fva.: ngt går gm min h., πράττεται τι di*
Εμού. gm annan h., di3 ετέρου.: ge vid handen,
νποβάλλειν. νποτίθεσθαι : arbeta ngn i händerna,
σνμπράττειν τινί, ύπηρετεϊν τινι.: gå till handa,
ύπηρετεϊν. νπουργεϊν. σννεργόν είναι.: vara till
hands, πρόχειρον 1. νπόγυιον είναι, εύτρεπή
είναι. παρεϊναι. νπάρχειν.: släppa ur händerna,
ά-φιέναι.: gå ngn ur händerna, dia-, Εκφεύγειν
τινά. οϊχεσθαι.: ha fria händer, κύριον είναι,
εξου-σίαν έχειν.: lemna ngn fria händer vid ngt,
εξον-σίαν didovai τινί ποιεϊν τι. Επιτρέπειν τινί τι.:
bära på sina händer, εν άγκάλαις 1. επί κεφαλής
περιφέρειν.: på egen h., idia. idia γνώμ$.: göra
ngt på egen h., Εφ’ 1. di’ εαυτού πράττειν τι.
Μιοπραγεϊν.: i andra, tredje h., dεvτερoς,
τρίτος.: vara för h., se Tillstunda.: på tvåmanna
h., μόνοι. Εφ’ εαντών.: på tre-, fyramanna h.,
τρεΐς, τέτταρες υντες.: efter h., se Småningom.

Handarbetare, χειροτέχνης, ον, ό.
χειρονρ-γός3 ό. χειρώναξ, κτος, ό. εργάτης, ου, ό.

Handarbete, χειρούργημα, τό (ss. sak),
χει-ρονγία, χειρωναξία, ή (ss. handling).: s. lefver
af h., χειρόβιος, άποχειροβίωτος, 2.

Handboja, χειρoπέdη, η. χειρόdεσμoς, ό.

Handbok, Eγχειρίdιov, τό.

Handbref, \αντόγραφ·ος) Επιστολή, ή.

Handduk, χειρόμακτρον, εκμαγεϊον, τό.

Handel, Εμπορία, ή (ish. grosshandel),
καπηλεία, ή (minuthandel), χρηματισμός, ό
(för-värfsverksamhet i allmht) Επιμιξία, ή
(handelsförbindelse).: h. o. vandel, χρεία, ή.
κοινωνήμα-τ«, τά.: drifva h., Εμπορεύεσθαι. καπηλεύειν.
Jfr Följ.

Handelsaffär, συμβόλαιον, τό. χρηματισμός,
ό. πραγματεία, ή. Εμπορική εργασία, ή.: drifva,
göra h., πραγματεύεσθαι. Εμπολάν.
Εμπορεύεσθαι. : resa i h., κατ’ Εμπορίαν πορεύεσθαι 1.
άπodημεΐv.: stå i h. m. ngn, γίγνεται μοι
συμβόλαια πρός τινα. συμβόλαια συμβάλλειν τινί 1.
πρός τινα.

Handelsangelägenheter, τά περί τήν
Εμπορίαν.

Handelsartikel, Εμπολή, ή. εμπορία, ή.
Εμπόρευμα, τό. ώνιον, τό.

Handelsbod, πωλητήριον, τό. καπηλεϊον, τό.

Handelsbolag, Εμπορική κοινωνία, ή.

Handelsdomstol, οι περί τών συμβολαίων
dικaστaί. i Athen, vav^d’^ai, οι.: rättegång vid
h., Εμπορική dίκη, ή.

21

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0165.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free