- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
162

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Handelsfartyg ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

162 Handelsfartyg -

Handelsfartyg, Εμπορική 1. Εμπορευτική ναύς
ή. στρογγύλον 1. φορτηγικόν πλοϊον, τό. φορτηγός
1. φορταγωγός ναυς.

Handelsförbindelse, -gemenskap,
Επιμιξία, ή. συμβόλαια, τά.: stå i h. m. ngn,
Επιμιξία χρήσθαι π()ός τινα. Επιμιγνύναι, -σθαι
τινι ΐ/ πρός τινα. έστι μ οι συμβόλαια πρός τινα.

Handelsfördrag, συνθήκαι αι περι
Επιμιξίας. σύμβολα, τά (i afs. på rättskipning i
handelsmål).: hafva h. m. ngn, άπο συμβόλων
κοι-νωνεϊν τινι.

Handelskompani, Εμπορική κοινωνία, ή.

Handelslag, Εμπορικός νόμος, ό. νόμος ό
περί τών συμβολαίων 1. τής Εμπορίας.

Handelsman, πραγματευτής, ού, ό.
εμπο-ρος, ό (grosshandlare), κάπηλος, ο
(minutliand-lare).

Handelsplats, -stad, Εμπόριον, τό.

Handelspolis, άγορανόμοι, οι (f.
minuthandeln). Επιμεληταί του Εμπορίου, οι (f. grosshandeln).

Handelstånd, οι έμποροι και κάπηλοι. οι
ά-γοραϊοι. τό άγοραϊον.

Handelsvara, se Handelsartikel.

Handfallen, άπορος, 2. άμήχανος, 2.
Εκπλαγείς. εϊσα, έν.

Handfast, ρωμαλέος, 3. Ερρωμένος, 3.
καρτεράς, 3.

Handfat, se Tvättfat.

Handfästning, δεξιά, ή. πίστις, ή.

Handgemäng, ή Εκ χειρός μάχη. χειραψία,
η. συμπλοκή, ή. ή τής πυγμίβ 1. συστάδην
χειρονομία. Ofta bl. χείρες, αι.: det kommer till h.,
άχρι χειρών προχωρεί τό πράγμα, ό άγων 1. ή
μαχη γίγνεται Εν χερσίν.: omkomma ih., Εν
χειρών νόμω άπόλλνσθαι.: komma i h. m. ngn, είς
χείρας 1. ομόσε Ιέναι, συνιέναι, χωρεϊν,
γίγνεσθαι τινι. Εν χερσί γίγνεσθαι τινι. συνάπτειν
χείρας 1. μάχην τινί. Εκ χειρός μάχεσθαι 1. τήν
μάχην ποιεϊσθαι. συμμιγνύναι, προσμιγνύναι,
συμπλέκεσθαί τινι.

Handgrepp, λαβή, ή. πάλαισμα, το’, τέ-

wn, n-

Handgriplig, Επιπόλαιος, 2. Εναργής, 2.
σαφής, 2. πρό-, κατάδηλος, 2.

Handhafva, διά χειρός εχειν. διαχειρίζειν.
μεταχειρίζειν, -σθαι. διοικείν.

Handhafvande, διαχείρισις, μεταχείρισις, ή.
διαχειρισμός, ό. διοίκησις, ή.

Handhäst, σειραφόρος, παράσειρος (ΐππος), ο.

Handkammare, ταμιεϊον, τό.

Handklappning, κρότος, ό. κρότημα, τό.
Ofta gm κροτεϊν, συγκροτεϊν τώ χεϊρε.

Handklofve, sa Handboja.

Handkorg, κάλαθος, o. Jfr Korg.

Handkraft, ή τών χειρών ρώμη.: gm h.,
διά χειρών.

Handkyss, τό τήν δεξιάν κύσαι 1. φιλείν.

Handla, 1) drifva handel, Εμπορεύεσθαι (i
stort), καπηλεύειν (i smått), πραγματεύεσθαι,
χρη-ματίζεσθαι (i allmht göra affärer), εμπολάν
(köpa o. sälja).: h. m. ngt, πωλεϊν, άπεμπολάν,
πι-πράσκειν τι. 2) vara verksam (m. afs. på
verksamhetens beskaffenhet), πράττειν. — ποιεϊν.
Ερ-γάζεσθαι.: h. väl mot ngn, καλώς ποιεϊν τινα.
καλώς προσφέρεσθαί τινι.: h. orätt mot ngn,
άδικεϊν τινα. άδικία χρήσθαι περί τινα.: h. öppet,
ärligt, άπλοϊζεσθαι.: h. menniskovänligt, φιλαν-

- Handterlig.

θρωπεύεσθαι. φιλανθρωπία χρήσθαι.: h.
oöfver-lagdt, άγνωμονεϊν.: h. oförståndigt, άφροσύνρ
χρήσθαι.: h. gudlöst, άσεβεϊν.: h. dåligt, nedrigt,
κακουργεϊν, κακοτεχνεϊν.: h. mot lagarna,
παρα-νομείν. ποιεϊν παρά τούς νόμους. 3) h. om,
είναι περί τι\. περί τίνος. Jfr Afhandla, Röra.

Handlag, εξις, φύσις (naturligt), ή τής
χειρός.: godt h.,, δεξιότης, ή. τέχνη, ή.: dåligt h.,
σκαιότης, άτεχνία, ή.: naturligt dåligt, godt h.,
ευφυία, κακοφυία, ή.: ha sdnt, ευ, κακώς
πε-φ>υκέναι (τάς χείρας) πρός τι.

Handlande, se Handelsman.

Handled, καρπός, ό.

Handleda, ήγεϊσθαι, ύφηγεϊσθαι,
προκαθη-γεϊσθαί τινί τίνος 1. πρός τι. προάγειν τινά πρός

1. Επί τι. παιδαγωγεϊν τινα. παιδενειν, διδάσκειν
τινά.

Handledare, παιδαγωγός, παιδευτής,
διδάσκαλος, ό.

Handledning, εις-, ύφήγησις, ή.
παιδαγωγία, ή. διδασκαλία, ή.

Handling, έργον, τό. πράγμα, τό. πράξις,
ή. δράμα, τό (ish. i skådespel).: utföra en h.,
Εργάζεσθαι έργον.: fullborda, άποτελεϊν 1.
άπο-δείξαι έργον 1. πράγμα.: en klok, förnuftig h.,
σωφρόνημα, τό.: en ädel h., έργον καλόν, b)
akt, skrift, γράμματα, τά. συγγραφή, ή.

Handlingssätt, τρόπος, ό. αΐρεσις, ή.

Handlofve, καρπός, ό. χειρ, ρός, ή.

Handlägga, προχειρίζεσθαί τι. Επιχειρεϊν
τινι. άπτεσθαί τίνος.

Η a η d 1 ö s t, άφυλάκτως. άμελώς.

Handpenning, 1) handkassa (i pl.), τό εις
τά καθ’ ήμέραν άργύριον. 2) s. lemnas vid köp,
värfning, άρραβών, ώνος, ό. προτίμιον, τό.
συμ-βολον, τό. Επίχειρον, τό. πρόδοσις, ή.

Handqvarn, χειρομύλη, ή.

Handräckning, υπηρεσία, ή. υπουργία, ή.
συνεργία, ή. βοήθεια, ή. ύπηρέτημα,
ύπούργη-μα, τό.: lemna h., ύπηρετεϊν. ύπουργεϊν.
συνερ-γεϊν. βοηθεϊν.

Handsbredd, παλαιστή, ήaf en h.,
πα-λαιστιαϊος, 3.

Handske, χειρίς, ίδος, ή. δακτυλήθρα, ή.

Handskrift, 1) manuskript, χειρόγραφον, τό.
άντίγραφον, τό. γράμμα, σύγγραμμα, τό.:
original-h., αύτόγραφον, τό. 2) se Handstil.

Handskrifven, γεγραμμένος, 3. έγγραφος,

2. αυτόγραφος, 2 (egenhändig).

Handslag, χειρός Εμβολή, ή. Oftast bl.
δεξιά, ή.: gifva h., δεξιάν δούναι 1. Εμβαλεϊν.:
låta gifva sig h.,· δεξιάν λαβεϊν.: gifva hrandra
h., δεξιάς δούναι και λαβεϊν.

Handspruta, χειροσίφωνον, τό.

Handstil, χειρ, ρός, ή. γραφή, ή.

Handtag, 1) ställe der man fattar ngt,
λα-βή, χειρολαβίς, ίδος, r].: på kärl, ους, ώτός, τό.:
på sköld, πόρπαξ, ακος, ο. όχάνη, ή 1. όχανον,
τό.: på svärd, åror, m. m., κώπη, ή. 2) se
Handräckning.

Handtera, se Behandla.

Handtering, 1) se Behandling. 2)
näringsyrke, Εργασία, ή. δημιουργία, ή. πραγματεία,
ή.: drifva en h., δημιουργεϊν. πραγματεύεσθαι.

Handterlig, οίος μεταχειρίζεσθαι etc. (se
Βe-handla).: lätt h., εύμεταχείριστος, 2 (mots.
δυς-μεταχείριΰτος, 2).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0166.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free