- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
164

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hed ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

164

Hed —Helgd.

Hed, πεδίον ψιλόν, to. Ερημιά, η (ödemark).
Hedendom, εϊδωλολατρεία, ή (afgudatjenst).
ol Εθνικοί (hedningarne).

Heder, 1) yttre utmärkelse o. hyllning, τιμη,
ή. άξίωσις\ Ψ άξίωμα, τό. γέρας, τό.: åtnjuta,
vara i h., τιμάσθαι. Εν τιμρ είναι, τίμιο ν 1.
εντι-μον είναι. Εν μοίρα είναι.: vinna, komma till
h., εύρίσκειν, κτήσασθαι τιμήν, τυγχάνειν τιμής,
αύξάνεσθαι τιμαϊς.: bringa ngn till h., τίμιον 1.
εντιμον ποιεϊν τινα. αύξάνειν τινά τιμαΐς.: visa
ngn h., τιμάν τινα. προστιθέναι, περιάπτειν,
άπονέμειν τινί τιμάς. κοσμεϊν τινα τιμαϊς.
θεραπεύειν τινά.: visa ngn all möjlig h., πάσας
τιμάς τιμάν τινα.: hålla i h., Εντίμως 1. άιά
τιμής άγειν 1. εχειν. Εν μοίρα άγειν.: anse ngt f.
h., τιμήν νομίζειν τι.: sätta sin heder i ngt,
φ>ιλοτιμεϊσθαι Ev 1. Επί τινι. φιλοτίμως εχειν πρός
τι.: visa ngn den sista hedern, τά νομιζόμενα 1.
νόμιμα ποιεϊν τινι. 2) godt namn ο. rykte,
aktning hos medmenniskor, δόξα (καλή), ή.
εύδο-ξία, ή. εύδοκιμία, ή. εύίΐοκίμησις, ή. κλέος, τό.
εϋκλεια, ή.: lända ngn till k., κοΰμεϊν τινα.
κό-σμον φ>έρειν τινί. δόξαν φέρειν 1. περιάπτειν τινί.:
ha k. af ngt, εύδοκιμεϊν Επί τινι. κλέος
λαμβάνειν εκ τίνος.: stå i k. kos ngn, εύδοκιμεϊν παρά
τινι. θεραπεύεσθαι υπό τίνος.: vara i största k.
kos ngn, δόξαν εχειν μεγίστην παρά τινι.:
be-kålla, rädda sin k., διασώζεσθαι τήν εύδοξίαν.:
göra ngt m. k., μετά καλής δόξης ποιεϊν τι.: m.
k. komma fr. ngt, καλώς 1. χαίροντα
άπάλλάττε-σθαί τίνος.: nämna ngn m. k., άγειν τινά Λ’
εύφημου μνήμης.: beröfva en flicka sin k.,
αϊσχύ-νειν κόρην. 3) kederskänsla, redbarket, αιδώς,
ους, ή. αισχύνη, ή. χρηστότης, ή.: en man af k.,
άνήρ καλός κάγαθός. άνήρ χρηστός. 4) kedrande
person 1. sak, κόσμος, ό.

Hederlig, a) af redbart, ädelt tänkesätt,
ευή-θης, 2. χρηστός, 3. αγαθός, 3. καλός, 3. καλός
κάγαθός. γενναίος, 3. b) ärbar, αϊδοϊος, 3.
σώφρων, 2. c) frikostig, Ελευθέριος, 2.
Ελεύθερο-πρεπής, 2. δαψιλής, 2. d) s. länder till heder,
καλός, 3. ευπρεπής, 2. άξιος, 3. τίμιος, 3.
έντιμος, 2. e) s. åtnjuter heder, aktning,
ευδόκιμος, 2. εύκλεής, 2. εϋδοξος, 2.

Hedersam, Ελευθέριος, Ελευθεροπρεπής, 2.

Hedersbetygelse, -bevisning, τιμή, ή.
θεραπεία, ή. γέρας, τό.: åtnjuta alla h.,
πάντων τών καλών τυγχάνειν.: för syns skull visad
h., τιμής άφοσίωσις, ή.

Hedersdag, λαμπρά ημέρα, ή.: =
bröllopps-dag, γάμοι, οι.

Hedersdrägt, Εσθής λαμπρά, ή.

Hedersembete, -post, se Äreställe.

Hederskrans, στέφανος, o.

Hederskänsla, αϊδώς, ή. αισχύνη, ή.
φρόνημα. τό.

Hedersman, άνήρ καλός κάγαθός, ο.
χρηστός, σπουδαίος άνήρ.

Hedersord, πίστις, εως, ή. πιστά, τά.: gifva
ngn sitt h., πιστά 1. δεξιάν διδόναι τινί.: gifva
hrandra sitt h., πιστά δούναι και λαβείν,: hålla
sitt h., τοις πιστοϊς Εμμένει ν.

Hedersplats, προεδρία, ή.: innehafva en h.,
προεδρεύειν.: anvisa ngn h., προεδρία γεραίρειν
τινά.

Hederssak, πράγμα ζήλου άξιον.: anse ngt
för en h., φιλοτιμεϊσθαί τι 1. περί, πρός τι.

Hedersskänk, γέρας, τό. πρεσβεϊον, τό.
δωρεά, ή.: ge ngn en h., γεραίρειν τινά.
Hederstitel, se Titel.

Heders tjenst, θεραπεία, ή.: bevisa ngn en
h., θεραπεύειν τινά.: bevisa ngn den sista h.,
τά νομιζόμενα 1. νόμιμα ποιεϊν τινι.: — äreställe,
se d. ο.

Hedersvakt, φύλακες, οι.
Hedervärd, αίδέσιμος, 2. αγαθός, 3. καλός,
3. ένδοξος, έντιμος, 2.
Hedning, Εθνικός, ό.
Hednisk, Εθνικός, 3.

Hedra, 1) visa h., τιμάν. κοσμεί ν (gm yttre
utmärkelsetecken), θεραπεύειν (visa aktning,
vördnad). σέβεσθαι, αιδεϊσθαι (m. from vördnad, m.
aktning o. försynthet), πολλού ποιεϊσθαι, Ev άξια
ποιεϊσθαι, διά τιμής άγειν (skatta högt).: h. ngn
mer än andra, προτιμάν τινα πάντων.: icke h.,
άτιμάζειν. 2) lända, vara till heder f. ngn,
κο-σμεϊν τινα. κόσμον φέρειν 1. είναι τινι. δόξαν
φέρειν 1. περιάπτειν τινί. 3) h. sig, άριστεύειν.
κρατιστεύειν. διαφέρειν. εύδοκιμεϊν.
Hej, -san, εϊα. ώ εϊα. εϊα μάλα.
Hejd, Επίσχεσις, ή. — μετριότης, ή.
Εγκράτεια , ή.: utan h., άμέτρως.

Hejda, se Hämma.: h. sig, (Εφ)ίστασθαι.
εχειν. Επέχειν. κατέχεσθαι. καταπανεσθαι.
Hekatomb, εκατόμβη, ή.
Hektik, φθίσις, ή.: lida af h., φθισιάν.
-tisk, εκτικός, 3.

Hel, h. dig! εύδαίμων σύ γε. χαίρε, όναιο
δήτα. εύδαιμονοίης.

Hel, a) oafkortad, oskadd, άκέραιος, 2. ολος,
3. ολόκληρος, 2. υγιής, 2. άρτιος, 3, άπηρος,
άπήρωτος, 2 (om lemmar). b) ej delad, ολος, 3.
ολομερής, 2. ολόκληρος, 2. τέλειος, 3 ο. 2. c)
omfattande alla sina delar (h. o. hållen), ολος,
σύνολος, 3. πάς, άπας, σύμπας, 3 (om artikeln
vid dessa, se Gram.).: m. hela folket, hären,
πανδημεί. πανστρατιά.: af hela sitt hjerta, Εκ
πάσης προθυμίας. πάσ$ προθυμία.: det hela, τό
ολον. τό πάν, σύμπαν.: ett helt, εν σώμα.: idet
hela, δλως. τό δλον. καθ’ ολον. jfr öfver
Hufvud. — Adv., πάνυ. μάλα.: helt ο. hållet, δλως.
πάντως, παντελώς, τελέως. τά πάντα, δλω και
παν τί. Ofta gm adjj. δλος 1. πάς, stundom gm
smnsättningar m. dsa. t. ex. han underkufvade
landet h. o. h., τήν χώραν δλην 1. πάσαν
κατε-στρέψατο.: h. ο. h. af guld, jern, sten,
ολόχρυσος, όλοσίδηρος, ολόλιθος, 2.: h. ο. h. sann,
lycklig, öde, förderfvad, παν αληθής, πανευδαίμων,
πανέρημος, πανώλεθρος, 2.
Hela, se Böta.

Helbregda, σώς, 2. υγιής, 2. άβλαβής, 2.
άκέραιος, 2.

Helbroder, αύτάδελφος, 2.
Helg, εορτή, ή. Ιερομηνία, ή.
Helga, 1) göra helig, inviga, ιερόν, άγνόν
ποιεϊν. ιερούν. καθιερούν. άφιερούν. άφοσιούν.
τε-μενίζειν (τέμενος, Ιερόν).: vara helgad ngn,
έίρώ-σθαί τινι. ιερόν ειναί τίνος. 2) frambära ss. skänk
till Gudomligheten, άνατιθέναι. καθαγίζειν.: vara
helgad, άνακεϊσθαι. 3) se Egna. 4) i theol. bet.,
άγιάζειν (Ν. T.).

Helgd, τό άγιον. τό άθικτον. άσυλία, ή.:
hålla i h., σέβεσθαι. αιδεϊσθαι. δσιον και δίκαι.
ον φυλάττειν τι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0168.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free