- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
168

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hitta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

168 Hitta-

Hitta, se Finna, Träffa.

Hittebarn, έκθετον βρέφος, τό. -shus,
βρε-φοτροφεϊον, τό (Κ.· F.).

Hittills, δεύρ’ άεί. μέχρι {του) δεύρο 1. του
νυν 1. τούδε. Ες τόδε.^ τέως.

Hitåt, δενρο. ini τάδε.

Hit öfver, δεύρο. ές τά ini τάδε. πρός 1. παρ’
Εμέ 1. ημάς.

Hjelm, κράνος, τό. κόρυς, υθος, ή. κυνή, ή
(af läder).

Hjelmbuske, λόφος, ό.

Hjelp, βοήθεια, Επικουρία, ή (åt en i
trångmål stadd), άμυνα, ή (afvärjande af fiendtliga
angrepp). τιμωρία, ή (åt en förorättad), ωφέλεια,
(understöd i allmht). συνεργία, ή (medverkan).
υπηρεσία, υπουργία, σύλληψις, ύπηρέτησις,ή
(bistånd vid ngt företag), ύπονργημα, υπηρέτη μα,
τό (lemnadt bistånd), Επικούρημα, βοήθημα, τό
(hjelpmedel).: lemna h., se Hjelpa.: kalla till
h., παρακαλεϊν, -σθαι, επι-, προσκαλεϊσθαί
τινα. : taga ngt till h., προσλαμβάνειν τι.: taga
ngn till h., συνεργόν ποιεϊσθαι τινα.
προσάγε-σθαί τινα. χρήσθαι τινι.: komma, skynda till h.,
βοηθεϊν, Επι-, παρα-, προσβοηθεϊν.: kommande
till h., Επιβοήθεια, ή. b) se Hjelp a re.

Hjelpa, 1) eg., a) bistå i trångmål, fara,
βοηθεϊν, Επικουρεϊν τινι (det förra, ish. i krig).
άμύνειν, (Επ)αρκεϊν τινι (eg. afvärja fara fr. ngn).
άρήγειν τινί (mer poet), άκεϊσθαι τινα (en sjuk).
τιμωρεϊν τινι (en förorättad).: s. icke står att h.,
άβόηθος, αβοήθητος, 2. άνήκεστος, 2. άμήχανος,
2.: så sant Gud mig hjelpe, ούτως όναίμην. b)
understödja, vara behjelplig, συλλαμβάνειν τινί
τι. συλλαμβάνε σθαι, συνεπιλαμβάνεσθαί τινί
τίνος. συμπράττειν τινί τι. συνεργόν εϊναί τινί
τίνος. νπηρετεϊν 1. υπουργεϊν τινί τι.: = gagna,
ώφελεϊν, Επωφελεϊν τινα. προύργου εϊναι.: hd
hjelper det? τί όφελος; ngt hjelper icke, ουδέν
όφελος τίνος, ουδέν προύργου ποιεϊ τι.: hjelpas åt,
συνεργεϊν, συμπράττειν, συλλαμβάνειν άλλήλοις.
Ofta uttryckes h. gm smnsättning m. συν-, t. ex.
h. ngn att utföra ngt, συνδιαπράττειν τινί τι.:
ngn att sluta kriget, συνδιαπολεμεϊν τινι.: h. att
bära, συνδιαφέρειν etc. —h. ngn af m. ngt,
Εκ-δύειν τινά τι (om kläderna), άφαιρεϊν τί τινι.
ά-παλλάττειν τινά τίνος. —h. ngn bort, undan,
άποπέμπειν τινά. συμπράττειν τινί τήν φυγήν. —
h. ngn in, ut, εις-, εξάγειν, εϊς-, Εκβιβάζειν, εις-,
Εκπέμπειν τινά. τήν εις-, έξοδόν τινι συμπράττειν.

— h. ned, καταβιβάζειν. τήν κατάβασιν
συμπράττειν τινί. — ngn på ngt, άναβιβάζειν τινά Επί τι
(t. ex. τον ί’ππον, τήν άμα’ξαν). ύποβάλλειν 1.
ύ-ποτίθεσθαί τινί τι (komma ngns minne till hjelp).

— h. ngn öfver ngt, διαβιβάζειν τινά τι. — Jfr
compp. 2) afhjelpa, hindra, (Εξ)ακεϊσθαι,
ϊά-σθαι. κωλνειν.: jag kan icke h. att, ουκ Επ’ Ε μοί
Εστι (τό), ουκ Εγώ αϊτιός εϊμι του m. inf. 1. ει
m. ind. 3) refl., h. sig, (δια)σώζεσθαι.
άπαλ-λάττεσθαι (ur, fr. ngt).: h. sig fram, άρκούντα
εχειν. άρκεϊσθαι, m. litet, μικρά έχοντα.: h. sig
fram m. möda, πενιχρώς ζην.: s. kan h. sig sf,
αυτάρκης, 2.: icke veta att h. sig, άπορεϊν.
ά-μηχανεϊν. άπορον 1. άμήχανον 1. Εν άπορία εϊναι.:
en sak, vid hkn man icke vet h. sig, πράγμα
άμήχανον 1. άπορον.: det hjelper sig, άρκεϊ.
μετρίως έχει. Επιεικώς προχωρεί.

Hjelpare, -erska, βοηθός, Επίκουρος, ό, ή.

■Hjerta.

παραστάτης, ου, ό. παραστάτις, ιδος, ή.
σύμμαχος, ό (i krig), άρωγός, ό (mer poet.). Jfr
Med-hj elpare.

Hjelpbehöfvande, άπορος, 2. Επικουρίας
Ενδεής 1. δεόμενος.

Hjelphär, se Hjelptrupper.

Hjelpkälla, πόρος, ό. άφορμή, ή.: öppna
hjelpkällor, πορίζειν πόρους.

Hjelplig, Επιεικής, 2. μέτριος, 3. άνεκτός, 3.

Hjelplös, άβοήθητος, άβόηθος, 2. άπορος,

2. άμήχανος, 2. έρημος, 2.

Hjelplöshet, άβοηθησία, ή. άπορία, ή. άμη-

χανία, ή. Ερημία, ή.

Helpmedel, -reda, Επικούρημα, τό.
βοήθημα, τό. πόρος, ό. μηχανή, ή. μηχάνημα, τό.

Hjelpsam, βοηθητικός, 3. υπηρετικός, 3.—
πρόθυμος, 2. φιλάνθρωπος, 2. : räcka ngn en h.
hand vid ngt, συνεργόν εϊναί τινί τίνος,
υπουργεϊν, ύπηρετεϊν, συμπράττειν τινί τι.
συλλαμβά-νεσθαί τινί τίνος.

Hj elptrupp er, Επικουρικόν, τό. Επίκουροι,
οι. επικουρία, ή. σύμμαχοι, οι. βοηθοί, οι.
βοήθεια, ή.

Hjelte, άνήρ δεινός πολεμεϊν. άνδρειότατος
άνήρ. ό λαμπρότατα άγωνισάμενος. άριστεύς, έως,
ό.: h. i ett drama, πρωταγωνιστής, ού, ό.

Hjelteanda, άνδραγαθία, ή. μεγαλοψυχία,
ή. ή τής ψυχής δεινότης.

Hjeltebragd, άρίστευμα, τό. αριστεία, ή.
άνδραγάθημα, τό. άγώνισμα, τό.: utföra
hjelte-bragder, άριστεύειν.

Hjeltedikt, επος, τό. Εποποιία, ή.

Hjeltedygd, λαμπρά άρετή, ή. άνδραγαθία, ή.

Hjeltedöd, άνδρός αγαθού θάνατος, ό.: dö
h., άριστεύσαντα 1. άριστα, κάλλιστα μαχόμενον
τελευτάν 1. άποθανεϊν. εύκλεώς τελευτάν.

Hjeltefolk, πολεμικώτατον 1. μαχιμώτατον 1.
άνδρεία διαφέρον έθνος, τό.

Hjeltekraft, δεινή ρώμη, ή. δεινότης, ή.

Hjeltemod, άρετή, ή. άνδραγαθία, ή.
άνδρεία, ή. φρόνημα, τό. μεγαλοψυχία, ή.

Hjeltemodig, άνόρειότατος, 3. μεγαλοψυ-

χ°ς’ 2· , , .

Hjeltesaga, (ηρωικός) μύθος, ο.

Hjelte tid, -ålder, ό τών ηρώων αιών. ή
τών ήρώων γενεά, τά κατά τούς ήρωας.

Hjeltinna, μεγαλόψυχος γυνή, ή. γυνή
άνδρεία διαφέρουσα.

Hjerna, Εγκέφαλος, ό.: den lilla h.,
εγκρα-νίς, ίδος, ή. έγκρανον, Εγκράνιον, τό.

Hjernhinna, μήνιγξ, ιγγος, ή. Επικρανίς,
ίδος, ή.

Hjernskål, κρανίον, τό.

Hjernspöke, λήρος, ό. πλάσμα, φάντασμα,
Εφεύρημα, τό. κενή δόξα, ή.

Hjerpe, άτταγάς, ά, ο. άτταγήν, ήνος, ό.

Hjerta, 1) i phys. bet., καρδία, ή. σπλάγχνα,
τά (eg. bröstets inelfvor), στήθος, τό (bröst).: h.
slår, se Slå.: bära under sitt h., φέρειν ύφ*
ήπατος.: mitt h. qväljes, πνίγομαι τά σπλάγχνα.
b) = det innersta af ngt, i allmht gm μέσος,

3. t. ex. h. af ett land, τό τής χώρας μέσον,
μεσό-γαια 1. -γεια, ή. τά έσω 1. άνω τής χώρας.: in i h.
af Grekland, εις μέσην τήν’Ελλάδα. 2) i moral,
bet. a) ss. känslornas säte, θυμός, δ. φρένες,
αι. ψυχή, ή. äfv. καρδία, ή. σπλάγχνα, τά.: ett
godt h., ευγνωμοσύνη, ή. χρηστό τη ς, ή. χρηστό ν

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0172.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free