- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
169

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hjertelag ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Hjertelag — Honungs dagg.

169

ήθος, τό.; af godt h., άγαθός τήν ψυχή v.: af
hjertat, Εκ τής ψυχής 1. καρδίας. Ex θυμού.
θν-μώ.: ngt ligger mig om h., μέλει μοί τι 1. τινός
1. περί τίνος 1. m. inf. Επιμελές Εστί μοί τι.:
lägga ngt på h., Ενθνμιον ποιεϊσθαί τι.
Ενθυ-μεϊσθαί τίνος. Επιστροφήν ποιεϊσθαί τίνος.: icke
lägga ngt på h., παραμελεί* τίνος, παρ’ ovdtv
τίθεσθαί τι. : gå till h., Ενάύεσθαι ταΐς ψυχαϊς.:
Dg* ligger mig på h., άάκνει μέ τι. φροντίζω
τινός.: hafva ngt på h., μελετάν τι. διά φρενών
έχειν τι.: jag är lättare om h., ράων ειμί.; bära
h. på tungan, μηδέν ύποστέλλεσθαι.: lägga ngn
ngt på h., παραινείν τινί τι.: öppna sitt h.,
«-νοίγεσθαι.: vinna ngns h., άνακτάσθαι,
αναρτά-σθαι τινα.: vara ett h. o. en själ m. ngn,
ταυ-τά φρονεϊν τινι.: deraf h. fullt är, deraf talar
munnen, τοις παρούσιν έκαστος άφ ^όνως χρρται.

— hjertans gerna, άσμενέστατα. ήδιστα.:
hjertans glädje, lust, μεγίστη 1. ϊσχυροτάτη ήδονή.:
hjertans kär, φίλτατος, 3.: hjertans mening,
γνώμη ή ουσα.: säga sin hjertans mening,
άποφαί-νεσθαι τήν γνώμην. b) mod, θυμός, ό. ανάρια,
ή. Se vidare Mod.

Hjertelag, se Sinnelag.

Hj ertfrätande, θυμοφθόρος, θυμοβόρος, 2.
καρδιοβόλος, 2.

Hjertgripande, Επικλών, ώσα, ών. Ελεεινός,
3. οικτρός, 3.

Hjertgrop, προκάρδιον, τό.

Hj ertkl appnin g, σφυγμός, ό.

Hj er ti i g, άπλους, 3. εύήθης, 2. άληθινός, 3.

— Adv., Εκ καρδίας. άπό ψυχής. θυμώ. άπλώς.
πάνυ. σφόδρα. μάλιστα, εις τά μάλιστα.: h. gerna,
άσμενέστατα 1. -αίτατα.

Hjertlös, se Hård.

Hjertnupen, μαλακός, 3. φιλόστοργος, 2.
Ελεεινός, 3.

Hjertqval, åtΐημονία, ή. άγων ία, ή. λύπη,
ή.: hafva h., άδημονεϊν. άγωνιάν.

Hjertrörande, θρηνώδης, 2. οικτρός, 3.

Hj ertskakande, δεινός, 3.

Hjertskakning, ταραχή, ή. έκπληξις, ή.
κί-νησις, ή.

Hjertskärande, -slitande,
seHjertgri-ρ an d e.

Hjertsorg, άνία, ή. άχθηδών, όνος, ή.
αλ-γηδών, όνος, ή. λύπη, ή. πένθος, τό.: förorsaka
ngn en h., δεινώς cΐιατιθέναι τινά. den största h.,
λνπείν τινα τας Εσχάτας 1. τας Εξ ανθρώπων λύπας.

Hjertstärkande, άναληπτικός, 3.
παραμυθητικός, 3.

Hjertsäck, περικάρδιος ύμήν, ό.

Hjerttryckning, καρ διαλγία, ή.: hafva h.,
χαρδιαλγεϊν.

Hjertängslan, αδημονία, ή.: vara i h.,
άδη-μονεΐν.

Hj esse, κορυφή, ή. τό τής κεφαλής άκρον.

Hjon, άνθρωπος, ό.

Hjonelag, se Äktenskap.

Hjord, άγέλη, ή (ish. af större boskap, äfv.
oeg. om menniskor), ποίμνη, ή, ποίμνιον, τό (ish
af får), νομή, ή (betande h.). βοσχήματα, τό (ish.
nötkreatur), βουκόλιον, τό (af nötkreatur).
Ιππο-φόρβιον, τό (af hästar), πλήθος, τό (mängd).:
förena till en h., συναγελάζειν.: hörande till h.,
«-γελοίος, 3.: i hjordar, άγεληδόν. κατ* άγέλας.:
lefva i hjordar, άγελάζεσθαι, ανναγελάζεΰθαι.

Hjort, έλαφος, o, vanl. ή.: hjort-, Ελάφειος, 2.

Hjorthorn, Ελάφειον κέρας, τό. κέρας τό άπό
τών Ελάγων.

Hj ο rtkalf, νεβρός, ό.: dess hud, νεβρίς,
ίδος, ή.

Hjortkött, Ελάφεια (κρέα), τά.

Hjorläder, -skinn, Ελάφειον δέρμα, τό.
Ε-λάγειος\. ή άπ* Ελάφων βύρσα.

Hjul, τροχός, ό. κύκλος, ό.: litet h.,
τροχί-σκος, ό.

Hjul a, κυβιστάν. τροχούς μιμεϊσθαι.

Hjulaxel, άξων, ονος, ό.

Hjulben t, ραιβός, 3. ραιβοσκελής, 2.

Hjul b ossa, συριγξ, ιγγος. ή. χοινιχίς, idος,
ή. χοινίκη, ή. χοινίχιον, τό. πλήμνη, ή. τ όρμος, ο.

Hjuldon, όχημα, τό. ζεύγος, τό. Jfr Vagn.

Hjulekra, se Ekra.

Hjulfor mig, τροχοειδής, 2.

Hjul hake, τροχοπέδη, ή.

Hjullöt, άψίς, ϊδος, ή. σώτρον, τό.

Hjulmakare, τροχοποιός, ό.

Hjulnaf, se Ν af.

Hjulpinne, περόνη, ή.

Hjulring, ό τ ού τροχού κύκλος, σώτρον, τό.

Hjulspik, ό τού τροχού ήλος.

Hjulspår, τροχιά, ή. άμαξοτροχιά, ή.

Hjulverk, οι τροχοί.

Ho, se Hvem.

Ho, πύελος, ή. σκάφη, ή. ληνός, ό ο. η.

Hof, οπλή, ή. όνυξ, χος, ό.: s. har hofvar,
μώνυξ, χος, ο1, ή.

Hof, se Måtta.

Hof, αύλή, ή. βασίλεια, ων, ιά· βασιλέως
θύ-ραι, αι. οι περί τον βασιλέα (konungen ο. bs
omgifning).: gå på hofvet, φοιτάν εις βασιλέως, ϊέναι,
φοιτάν, π αρεϊναι Επί τάς βασιλέως θύρας.

Η ο fb e t j e η t, θεράπων τού βασιλικού οίκου.

Hofdam, θεραπαινίς τής τού βασιλέως
γυναικός, ή.

Hoffolk, αύλικοί, οι. οι περί τήν αύλήν 1. Εξ
αυλής, οι περί τον βασιλέα.

Hofh ål ln in g, διοίκησις τών τού βασιλέως, η.

Hofintrig, αυλική κακοπραγμοσύνη, ή.

Hofman, αυλικός, ό. Jfr Hoffolk.

Hofmästare, άρχιτρίκλινος, ό. b)
informator. παιδαγωγός, ό.

Hof sam, μέτριος, 3. Επιεικής, 2. σώφρων, 2.
κόσμιος, 3 ο. 2. εύχοσμος, 2.

Hofsamhet, μετριυτηξ, ή. Επιείκεια, ή.
σωφροσύνη, ή. κοσμιότης, ενκοσμία, ή. τό κόσμιον.:
m. h., μετρίως σωφρόνως. κοσμίως. εύκόσμως.

Hofs tat, βασιλιχη μεγαλοπρέπεια 1.
προστασία, ή. b) se Hoffolk.

Η öfv era, σοβεϊν. σοβαρεύεσθαι. βρενθύεσθαι.

Hofvisk, αυλικός, 3.

Holme, νησίον, -ίδιον, -ύδριον, τό. νησίς,
ϊδος, ή.

Hon, se Han.

Hona, gm adj. θήλυς, εια, υ.

Honkön, τό θήλυ.

Honung, μέλι, ιτος, τό.: honungs,
μελιτή-ριος, -τηρός, 3. μέλιτος (gen.).: flytande m. h.,
μελίρρυτος, 2.: inkokad m. h., μελίεγθος, 2.:
bereda h., μελιτουργεΙν.: försätta m. h., μελιτούν.

Honungsartad, μελιτοειδής, μελιτώδης,
με-λιειδής, 2.

Honungsdagg, άερόμελι, ιτος, τό.

22

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0173.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free