- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
198

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - J - Jacka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

198 Jacka -

af det omfrågade begrpt, af pr ön. pers. jemte γέ,
samt af hela satser. Se Gram. — ja alldeles,
πάνυ μέν ούν. sv λέγεις, καλώς γε λέγεις.: ja
bevars, νή Jia.; ja, det förstås, και μάλα γε. πώς
γάρ ον; ja just, γέ.\ ja kanske, φαίνεται.: ja
minsann, μάλα τοι.: Ja naturligtvis, άνάγκη.:
ja så är det, έστι ταύτα, οϋτω άή.: ja
visserligen, πάνυ μέν ούν.·. ja visst, μάλιστά (γε).
b) bekräftande 1. bifallande 1. medgifvande (i
repliker) , ή (med tillagdt vb, t. ex. ή καλώς λέγεις).
ναι. γέ. άληθή λέγεις, άή (t. ex. έρωτα, έρωτώ άή
= "fråga!" "ja, så frågar jag då"), γάρ (när
förklaring bifogas).: ack ja, εϊέν (γε).: ja helt visst,
πάνυ μέν ουν.: ja hvad då? τί ούν άή; ja hvad
gör det? τί άέ τούτο·, ja just, και., γε.: ja men
.., άλλά. μέντοι.: ja, men..?, άλλ’ ή..; άλλ’
άρα . .; ja, men . . likväl, και μήν . . γε.: ja . .
minsann, και., τοι.: ja, måhända, άήπου.: ja,
nog . · men, γάρ .. άλλά.: ja, åtminstone, γέ άή.:
ja, än se’n?, τί άέ; τί ούν; c) stegrande, καί.
και μήν. άλλά άή καί. καί μάλα γε. d) ironiskt,
άήλα άή. οϊμαι (ss. parenthes).: ja, lita på det
du, άμέλει. 3) interj., ϊάού. βαβαί. 1. gm άλλά,
άρα l. dyl.

Jacka, χλαμύάιον, τό. χιτωνίσκος, ό.

Jag, έγώ.: jag f. min del, εγωγε. έγώ μέν.
ίγώ γούν. τό γ ε κατ’ έμέ. τό μέν (1. τόγ’) έμόν.
τά γε Εμά.: mitt egna j. (i cas. obl.), έμαυτού
o. s. v.: hans egna j., εαυτού o. s. v.: ett andra
j., ετερος έγώ.: j. sjelf, just j., αυτός έγώ.

Jaga, 1) tr., a) eg., θηράν, θηρεύειν,
άιώ-κειν τι. κυνηγεϊν, κυνηγετεϊν τι. ίχνεύειν (om
hund).: j. opp, άνευρίσκειν (om hund). = få ss.
byte (om mskr) άγρευειν. αίρεϊν. καταλαμβάνειν.
b) eftertrakta, = de föreg. vv. c) förfölja,
άιώ-κειν. Ελαύνειν. τρέπειν. φυγαάεύειν. φοβεϊν.: j. på
flykt, τρέπειν εις φυγήν. 2) intr., a) S-ήραν
ποιεϊσθαι. κυνηγετεϊν. θηράν. στιβεύειν (om mskr ο.
hundar), άιατρέχειν, μετα-, περιφέρεσθαι (om hund),
b) j. omkring (ränna), άρόμω σπεύάειν. τρέχειν.
till häst, έλαύνειν (κατά κράτος).

Jagande, κυνηγεσία, κυνήγια, κυνηλασία, ή. τό
θηράν. τό κυνηγετεϊν. θήρευσις, ή (efter ngn, τινός).

Jagfärdig, θηράσιμος, 2 (om villebråd,
moget att jaga).

Jagt, θήρα, ή (eg. o. oeg.). κυνηγεσία, άγρα,
ή. κννήγιον, κυνηγέσιον, τό.: på jagten, έν ττ\
θήρα. θηρών (t. ex. θηρώντες έκλαζον).: gå på j.,
(Εξ)ιέναι έπί (τήν) θήραν.: öfvaj., του θηράν
Επι-μέλεσθαι.: vara på j., anställa j., se Jaga.

Jagtfest (till Artemis’ ära) τά Ελαφηβόλια.

Jagthorn, θηρατικόν κέρας, τό.

Jagthund, θηρευτική κύων, ή. κύων, ή.
στι-βευτής κύων, ή.

Jagt hus, θηρατική σκηνή, ή.

Jag-tid, καιρός ό του κυνηγετεϊν. δταν (έν
φ άν) Εξ*} θήραν ποιεϊσθαι.: förbjuden tid f. jagt,
άν αγρία, ή.

Jagtkamrat, σύνθηρος, συνθηρατής,
συνθη-ρευτής, συγκυνηγέτης, ό. ό συνθηρών, ώντος.

Jagt knif, άγρευτική μάχαιρα, ή.

Jagtkunskap, ή κυνηγετική, τά περί τήν
κυ-νηγετικήν.

Jagtlust, τό φιλόθηρον. θήρας Επιθυμία, ή.

Jag t η ät, θήρατρον, τό. κυνηγετικόν άίκτυον,
τό. άίκτυον τό εϊς κυνηγίαν. άίκτυον, τό. άρκυς,
ή. τά Ενόάια.

- Jemn.

Jagtnöje, ήάονή ή έκ τής κυνηγεσίας.

Jagtordning, νόμος ό περί του θηράν.

Jagtpark, θηράσιμος χώρα, ή.

Jagtparti, κυνηγέσιον, τό.

Jagtplats, κυνηγέσιον, τό.

Jagt redskap, θήρατρα, ων, τά. θηρατική
κατασκευή, ή.

Jagt rop, κραυγή, ή. ή Επί κυνηγίας βοή.

Jagträtt, Εξουσία του θηράν, ή.

Jagt spjut, προβόλιον, τό. άκόντιον, τό.

Jagtterm, κυνηγετικής όνομα, τό 1. λέξις, ή.

Jagtvurm, φιλόθηρος, ο. φιλοκυνηγέτης, ο.

Jagtväsende, τά περί τήν κυνηγεσίαν.

Jagtväska, κυνηγετική πήρα, ή.

Jak a, (κατα)φάναι.: j. till (bejaka, bekräfta),
συμφάναι. (συν)ο μολογεϊν. κατανεύειν (gm åtbörd).

Jakande, 1) subst., κατάφασις, ή.:
σνγχώρη-σις, ή. συνομολογία, ή. 2) adj., καταφατικός, 3.

Jakt, κέλης, ητος, ο. κελήτιον, τό.

Jalusi, 1) se Svartsjuka.
2)seMissund-samhet. 3) fönsterskärm, κιγκλίς ή Εντός τής
θνρίάος,

Jama, κρίξαι.

Jamb, 1) versfot, ίαμβος, ο, 2) vers,
ίαμβος, ό. Ιαμβεϊον, τό.: skrifva jamb er (= smäda),
ϊαμβίζειν.

Jamb i sk, ϊαμβεϊος, 3. ιαμβικός, 3.: j. dikt,
ίαμβοι, οι. ϊαμβεϊα, τά.

Januari, se Månad.

Jaord, ομολογία, ή. κατάνευσις, ή.: gifva sitt
j., όμολογεϊν. κατανεύειν.

Jargon, στωμυλία, ή. ϊάίωμα, τό.

Jemmer, 1) jemrande (eg. ο. oeg.),
στεναγμός, όάυρμός, όλοφυρμός, σχετλιασμός, ό.
όλό-φυρσις, ή. όλολυγμός, ό (qvinnor s). 2) j emm
er-låt, οιμωγή, ή. όλολυγή, ή (qvinnors). οάυρμα,
οϊμωγμα, όλόλυγμα, τό. θρήνος, τό. 3)
ömklighet, ταλαιπωρία, άθλιότης, άυστυχία, ή.

Jemmerdag, ήμερα ταλαιπωριών μεστή, ή.

Jemmerdal, τόπος κακών παντοάαπών με
-στός, ό. 1. dyl.

Jemmerfull, οικτρός, 3. λυπηρός, 3.
ταλαίπωρος, 2. άθλιος, 3.

Jemmerklagan, se Jemmer 2).

Jemmerlig, 1) eg., όάυρτικός, όλοφυρτικός,
θρηνητικός, 3. 2) se Jemmerfull. 3) usel,
dålig, φαύλος, κακός, μοχθηρός, 3. ούάενός
άξιος, 3.

Jemn, 1) plan, slät, ομαλός, 3. ομαλής, 2.
πεάινός, 3. ϊσόπεάος, Επίπεάος, άπεάος, 2. λεϊος,
3. 2) likadan, ίσος, μέτριος, ομοιος, 3.
άμετά-στατος, 2. αεί oc αυτός, ή αυτή, ταύτό(ν).: j. till
sinnes, άτάρακτος (2) τήν γνώμην.: j. till lynnet,
μέτριος τον τρόπον, εύθυμος, 2.: på. j. afstånd,
ϊσοάιάστατος, 2. 3) oafbruten, ständig, συνεχής,
2. έμμονος, άάιάλειπτος, ακατάπαυστος, 2 (adv.,
άάιαλείπτως. αεί)-: j. öfning, ή Εκ πολλού
μελέτη.: j. väta, δμβροι συχνοί, oi. 4) afpassad,
lagom, σύμμετρος, 2. Επιτήάειος, άίκαιος, 3.
μέτριος, 3. εύρυθμος, 2 (t. ex. κίνησις, προβήματα).:
j. summa (räkning), άπαρτιολογία, ή.: j.
pengar, οσον άεϊ τίμημα.: jemnt 100 år, αύτά
εκατόν ετη.: jemnt opp motsatsen, αυτό τουναντίον.:
det är icke mer än jemnt f. hm, ούκ Ev
άφθό-νοις βιοτεύει.: jemnt η-, o t j., ϊσον ϊσω. 5) mots.
mot udda, άρτιος, 3.: spela udda o. jemnt,
άρ-τιάζειν.: sdnt spel, άρτιασμός, o.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0202.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free