- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
199

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - J - Jemna ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Jemna -

Jemna, 1) göra plan, (κα&)όμαλίζειν. o
μα-λύνειν. όμαλόν ποιεϊν.: j. m. marken,
κατασκά-πτειν. κα&αιρεϊν. κατεδαφίζειν. εις έδαφος
κατα-βάλλει. 2) göra slät, λεαίνειν. συγξεϊν. 3) oeg.
διαλύειν (t. ex. τα δεινά, διαφοράς). Επανορ&ούσ&αι
(t. ex. απορίας).

Jemnbred, ϊσοπλατής, 2. ϊσος (3) τό πλάτος.

Jemnbredd, ϊσον 1. ομοιον πλάτος 1. εύρος,
τό: ställa i j. m., Εξιΰόύν.

Jemnbördig, όμοιος (3) τό γένος, Εξ ϊσου
εύγενής, 2.

Jemnföra, συμβάλλειν τί (τινά) τινι 1. τί πρός
τι (τινά πρός τινα). (άντήπαραβάλλειν τι πρός τι
1. παρά τι 1. τινί. παρατι&έναι τί τινι 1. πρός τι.
συγκρίνειν τι πρός τι. (άπ)εικάζειν τί τινι.
Εξετά-ζειν τι πρός τι.: j. skrifter (kollationera),
παρα-ναγιγνώσκειν, άνταναγιγνώσκειν γράμματα 1.
βιβλία. γράμματα Εξετάζειν πρός άλληλα.

Jemnförande, παρά&εσις, σύγκρισις, ή.
άν-τεξέτασις, η (kollationering).

Jemnförelse, παραβολή, ή. (άπ)εικασία, ή.:
anställa en j., se Jemnföra.: i j. med, παρά
τινα (τί), πρός τινα (τί) 1. m. part. af νν.
under Jemnföra.

Jemnförelsevis, έκ παραβολής, πρός (παρ*)
άλλους.

Jemnförlig, 1) παραβλητός, συμβλητός, 3.
Εοικώς, υϊα, ός. παραπλήσιος, 3 (liknande). 2)
jemngod, jemnstor, se d. oo.

Jemn fottes, συμβάδην.

Jemngod, όμοιος, 3. τοιούτος οίος, 3.
αντίπαλος, ισόρροπος, Εφάμιλλος (τινί), 2. ϊσοπαλής, 2.

Jemngående, 1) jemn i gången, ϊσορρόπως
πορευόμενος, 3. 2) parallel, παράλληλος (τινί ο.
τινός), 2.

Jemnhet, ομαλό της, ή. ομαλό ν, ϊσον, τό.:
j. i lynne ο. charakter, άταραξία, ή. ευκολία, ή.

Jemnhög, Ισοϋψής, 2. ϊσος (3) τό ύφος.

Jemnka, 1) göra jemn, lika, ϊσον ποιεϊν.
(Εξ)-ιϋουν, όμοιούν. 2) passa, (Εν-, Εφ-,
προς-)άρ-μόττειν τί τινι.: j. lotterna så, att de bli lika,
ϊσα αυτά κα&’ αυτά διαιρεϊν τά μέρη. 3)
behörigt inrätta, (δια)κοσμεϊν. διατι&έναι. εν&ετεϊν.
4) moderera, minska, μετριάζειν. συστέλλειν.
μει-ονν. Ελαττούν.: j. sig efter omständigheterna, τοις
παρούσιν (ύπ)είκειν. τά παρόντα ύποφέρειν,
ύπο-μένειν.: j. sig efter ngn, Εφαρμόζειν εαυτόν τινι.
Ιπακολου&εΐν, πείθ-εϋΒ-αι, συμτιεριφέρεσ&αί τινι.

Jemnkning, Εφαρμογή, ή. ο. gm νν.

Jemn lik, ϊοος, 3. όμοιος, 3. ό αυτός, 3.
παραπλήσιος, 3. παρόμοιος, 2. Εν ϊσω ών, ovCa, όν.

Jemnlike, se Jemngod.: ej hafva sin j.,
απάντων διαφέρειν.

Jemnlikhet, 1) eg., Ισότης, η. ϊσον, τό.
ό-μοιότης, ή. 2) politisk, ισονομία, ισηγορία, ή.
ισοτιμία, ή (i rang).

Jemnlikt, Εκ. κατά m. acc. άκολού&ως (τινί).

Jemnlångs, εις ταύτό μήκους.

Jemnmulen, συννεφής, 2. συννέφελος, 2.

Jemns, \) eg., εις ϊσον τινός. Εν ϊσω τινός
παρά m. acc. 2) jemnsides, långs, άνά m. acc.
παρά m. acc.

Jemnsidig, se Jemngående 2).

Jemnsidighet, παραλληλότης, ή·

Jemnskyld, Εξ ϊσου ομογενής, 2. Εξ ϊσου
προσήκων τω γένει.

Jemnstor, ϊσομεγέ&ης, 2. ϊσος (3) ιό μέγεθος.

- Jernhandøl. 199

Jemntjock, ϊσοπαχής, 2. ϊσος (3) τό πάχος.

Jemnvigt, ισορροπία, ή. ϊσόρροπον, τό.: i j.,
ισόρροπος, 2.: vara i j., ϊσορροπεϊν.: hålla ngn
i j., άντίπαλον 1. άντίρροπον είναι τινι. άντέχειν
τινί.: bringa i j., σηκουν. Επανισούν.:
återställande af j., άντισήκωσις, ή.

Jemnårig, όμήλιξ, ϊσήλιξ, ικος, ό, ή. τής
αυτής ήλικίας ών.

Jemnårighet, όμηλικία, ή.

Jemrande, se Jemmer 1).

Jern ra sig, 1) eg., στένειν. στενάζειν. 2)
o-måttligt klaga, κατολοφύρεσ&αι εαυτόν, δεινόν
ποιεϊσ&αι. οϊμώζειν (Επί τινι). &ρηνεΐν.

Jemte, 1) med, σύν.: denne jemte hans folk
anlände, ούτος ήκεν άγων (έχων, λαβών) τούς
άνδρας 1. ούτος ήκε και οι άνδρες σύν αύτώ 1.
ούτος αύτοϊς τοις άνδράσιν ήκεν 1. d. 2) bredvid,
παρά m. dat. äfv. m. acc.: j. denne är han
obetydlig, παρά τούτον ουδέν Εστίν. 3) förutom,
πρός m. dat.: j. det att, άλλ* ότι. άλλ’ ή ότι.

Jemväl, 1) äfvenledes, ουδέν ήττον. αυ. äfv.
και αυτός, när sma præd. tillägges ett annat
subj., t. ex. de gingo j. hem, άπβεσαν και αυτοί
οϊκαδε.: i repliker, και -γε, t. ex. Α. τούτο ποίει.
Β. και σύ γε. 2) äfven, se d. ο.

^Jern, 1) eg., σίδηρος, ό.: af j., σιδηρούς, ά,
ουν.: glödande j., μύδρος, ό.: man måste smida,
medan jernet är varmt, ευ&ύς τό πράγμα
κρο-τείσ&ω. 2) redskap, verktyg, σιδήριον, τό.
σίδηρος, ό. 3) bojor, δεσμός, ό. σιδηροπέδη, ή.

Jernaktig, -artad, σιδηρούς, ά, ουν.
σιδη-ρώδης, 2.

Jernankar, σιδηλοβόλιον, τό.

Jernarbetare, σιδηρεύς, έως, ό.
σιδηρουργός, ό.

Jernarbete, 1) arbetande i jorn, σιδηρεία,
ή. 2) ss. produkt, σιδήρια, τά. σιδήρωμα, τό.

Jernbana, se Jernväg.

Jernband, σύνδεσμος σιδηρούς, ό.

Jernbeklädd, σιδηροφόρος, 2.: varaj.,
σι-δηροφορεϊν.

Jernberedning, σιδηρεία, ή. ΰιδηροποιία, ή.
σιδηρουργία, ή.

Jernbeslå, se Beslå. — j ernbeslagen,
σιδηρόδετος, 2.

Jern bi t, σίδηρος, o.

Jernblandad, ύποσίδηρος, 2. se Jernaktig.

Jernbleck, σιδήρου 1. σιδηρούν έλασμα, τό.

Jer η b oj a, se Jern 3).

Jernborr, σιδηροτρύπανον, τό.

Jernbruk, σίδηρουργεϊον, τό.

Jernbråte, άρχαϊα σιδήρια, τά.

Jernek, δρυς, υός, ή.

Jernfilspån, σιδήρου ρινήματα 1.
άποξύσμα-τα, τά.

Jernfärg, ιός ό τού σιδήρου.

Jernfärgad, σιδήρω όμοιος (3) τήν χ ρό αν.
σι-δηρίζων, ουσα, ον.

Jerngrnfva, σιδηρωρυχεϊον, τό. σιδήρου
μέ-ταλλον, τό. σιδηρουργεϊον, τό.

Jernhalt, τό σιδηρίζον. (τό σιδηροτόκον).:
innehålla j., σιδηρίζειν.

Jernhaltig, σιδηρίτης, -ϊτις, ό, ή.
σιδηρο-φόρος, 2. (σιδηροτόκος, 2). Se Jernaktig.

Jern hammare, σιδηρουργεϊον, τό.

Jernhandel, Εμπορία σιδήρου, ή.: drifva j.,
άπεμπολάν σίδηρον.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0203.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free