- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
201

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - J - Jordvext ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Jordvext-

Jordvext, φυτόν γής, τό.

Jordyta, 1) Επιφάνεια τής γής, ή- 2) ss.
figur, κύκλος τής γής, ό.

Jovialisk, Ιλαρός, 3. εύθυμος, 2.

Ju, 1) konklusivt bekräftande, a) i
utsage-satser, δή. ουν. άρα. γάρ. b) i frågesatser, δή.
δήπου. ονκονν. γάρ. 2) korrelativt vid
kompara-tiver (ju — iu), όσω — τοσούτω. όσον — τοσούτον.

Jubel, 1) rop, όλολυγμός, ό. άλαλαγή, ή
(krigs-). 2) förtjusning, χαρά και ηδονή.
άγαλ-λίασις, ή (Κ. F.).

Jubeldag, εορτάσιμος 1. εορταστική ήμερα,
ή. εορτή, ή.

Jubeldoktor, διδάσκαλος ό πεντηκοστόν
έτος γενόμενος 1. d.

Jubelfest, εκατονταετή ρος (πεντηκονταέτηρος*,
εικοσιπενταέτηρος*) εορτή, ή.

Jubelsång, ύμνος, ο\ παίάϊ’, «rof, oc.

Jubeltid, πεντηκονταετία, tf.

Jubla, ο’λολν^ϊ/. άλαλά£ί«/ (krigsjubel),
πα*-ανίζειν 1. παιωνίζειν (lofsångsjubel).

Jude, ’ίουδαϊος. -disk, ’Ιουδαίος, 3Ιουδαϊκός, 3.

Judendom, 3Ιουδαϊσμός, ό.

Jufver, μαστός, ό. θηλή, tf. ούθαρ, ατος, τό.

Jul, 1) μεσών χειμών, ο’. 2) γενέθλια Ιησού
Χριστού, τά.

Juli, se Månad.

Julklapp, Λϋζ>οι/ τό Ιι/ το?? ycrøiMto*?
Χρ*-cTTotJ προσφερόμενον.

Julle, πλοιάριον, τό.

Jungfru, παρθένος, ή (ogift qvinna), νύμφη, ή
(giftvuxen qv.). κόρ?7, tf (ej oskärad). 7rafr, ifö ff, tf
(ung qv. i allm.).: vara j., κορεύεσθαι.
παρθενεύε-σθαι.: bli en gammal j., άνέκδοτον γηράσκειν.

Jungfruaktig, παρθενωπός, 2.

Jungfrubur, παρθενών, ώίΌ£, ο1 (mest i £>£.).

Jungfrudom, κορεία, tf.

Jungfrulig, παρθένιος, 3. παρθενικός, 3.
παρθένειος, 2.

Jungfrulik, παρθενώδης, 2.

Jungfrupilt, παρθενοπίπης, oc (poet.).

Jungfrustånd, παρθενία, tf. παρθένευσις, tf.

Juni, se Månad.

Junker, 1) cfoff, oc. 2) oeg., παι/οϊρ-

yos1, oc. άγυρτής, ov, o.

Juridik, νομική 1. δικανική (Επιστήμη), tf.
Εμπειρία tf τω*’ νόμων 1. τώί> κατά τον? νόμους.:
studera j., τα τοι)? νόμους 1. τ»}»/ *>ο-

μικήν 1. δικανικήν Επιτηδεύειν. σπουδάζειν περί
του ζ νόμους.

Juridisk, νομικός, 3. δικανικός, 3. ,

κατά Toiiff νόμους. Εκ τών νόμων.

Jurist, δικανικός 1. νομικός 1. νόμων και
δικών έμπειρος (άνήρ), ό.

Jur η al, Εφημερίς, ίδος, tf. (υπομνήματα, τά).

Just, yc. μάλιστα, αυτός, tf, ο’, t. ex. j. dta,
αντα ταντα.: jag erfar j. hd du rönt, τα αυτά
πάσχω άπερ και σύ.: j. motsatsen, αυτό
τουναντίον.: j. icke, ού πάνυ. ούτοι.

Justera, 1) mått ο. d. στερεόμετρεϊν. 2)
protokoll ο. d. δοκιμάζειν. δοκιμάσαντα βεβαιούσθαι.

Justerare, στερεόμέτρης, ου, δ.

Justitiarie, ήγεμών του δικαστηρίου, ό.

Juvel, 1) eg., πολυτελής λίθος, ή. 2) oeg.,
se Junker 2).

-Jätteverk. 201

Juvelerare, λιθοπώλης*, ου, ό.

Jäf, παραγραφή, tf. διαμαρτυρία, tf. (se Lex.).
παρ αίτησις, tf.; inlägga j., παραγραφήν
άντιλαγ-χάνειν, δούναι, παραγράφεσθαι.

Jäfva, διαμαρτν ρεϊν (se Lex.). άντιλέγειν μή
καθήκοντα είναι τον κριτήν. ά. μή δίκαιον είναι
τον μάρτυρα, ο. s. ν. άκυρον ποιεϊν (t. ex.
άξίω-μά τίνος, συγγραφήν, διαθήκην).

Jäfvig, παραιτητός, 3. ού δίκαιος (ποιεϊν τι), 3.

Jäg are, 1) θηρατής, θηρευτής, ού, ό (s. går
på jagt), κυνηγός o. κυνηγέτης, o (jagtkunnig).
2) ss. soldat, άκροβολιστής, ού, ο 1. d.

Jägarhorn, κέρας τό κυνηγετικόν.

Jägarinna, κυνηγέτις, ιδος, tf. κυνηγός, tf.
tf θηρώσα 1. Χηρεύουσα.

Jägarkår, 1) κυνηγέσιον, τό. 2) soldattrupp,
άκροβολισταί, ών, οι.

Jägarnät, -ord, -språk, -term, o. s. v.,
se Jagtnät, -term, o. s. v.

J äger i, κυνηγετική, κυνηγεσία, θη^ευτική, tf.

Jägeribetjening, υπηρεσία tf τον κυνηγού,
ol τά περί κυνηγίαν (περί τάς νλας) υπηρετούντες.

Jägeristat, κυνηγέσιον, τό. κυνηγέται, ών,
οι. ol τά περί τάς ϋλας Επιτηδεύοντες.

Jägmästare, Επιστάτης δ τών κυνηγετών 1.
τών τά περί τάς νλας Επιτηδευόντων.

Jäg t a, 1) μεταθεϊν. Επιδιώκειν. διατελεϊν
δι-ώκοντα. 2) se Ansätta.

Järtecken, τέρας, ατος, τό. ούράνιον
ση-μεϊον, τό. διοσημεία, tf.

Jäsa, 1) eg., ζυμιδύσθαι. ζεΐν.: ojäst vin, τρύξ,
υγός, tf. 2) oeg., Επαίρεσβαι, (δήογκούσθαι,
τυ-φούσθαι (af högmod), κυμαίνειν, άναζεϊν (af
vrede). : bloden jäser i hm, Επιζεί (κινείται) αύτώ η
χολή.: jäsande, Επαρκείς, τετυφωμένος, όξυθυμών.

Jäs deg, ζύμη, tf. ζύμωμα, τό.

Jäsning, 1) jäsande, ζύμωσις, ή.: bringa i
j., (άνα)ζυμούν. 2) uppror, ταραχή, tf. κίνησις,
tf.: sätta i j., ταράττειν. κινεϊν.: vara i j.,
τα-ράττεσθαν. κινεϊσθαι. στασιάζειν. iv στάσει είναι.

Jäsningsmedel, -ämne, 1) ζύμωμα, τό.
2) oeg., τό ταραχώδες, τά τ αρακτικά πάθη (t. e.
τής πολιτείας, i staten).: afleda j., τό ταρ. έξω
τρέπειν.

Jäst, τρύξ, υγός, tf (s. sätter sig efter
ny-brygda jäsdrycker). Se f. öfr. Jäsdeg o.
Jäsningsmedel 1).

Jätte, 1) γίγας, αντος, ό. 2) oeg.,
υπερμεγέθης άνθρωπος, ο. άνήρ μείζων ή κατ’
άνθρωπο ν, ό.

Jättebildstod, κολοσσός, ό.

Jättegestalt, σχήμα μείζον ή κατ9
άνθρω-πον.: af j., δεινός (3) τό μέγεθος, υπερμεγέθης
(2) τό σώμα.

Jättekropp, υπερμέγεθες σώμα, το’ (i afs.
på vext). άκάματον σώμα, τό (i afs. på härdighet).

Jättelik, γιγαντώδης, 2. γιγάντειος, 3.
μείζων ή κατ’ άνθρωπον. ύπερφνή£(2) τό μέγεθος
(κράτος).: i j. proportion, ύπερφυές 1. θαυμαστόν όσον.

Jättesteg, γιγάντειον βάδισμα 1. βήμα τό.:
δρόμω Εκτενεστάτω. τάχιστα.

Jättestyrka, δεινή tf του σώματος ρώμη.
ρώμη μείζων ή κατ’ άνθρωπον.

Jätteverk, δεινόν έργον, τό. έργον μείζον η
κατ’ άνθρωπον. ού του τυχόντος έργον.

26

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0205.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free