- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
210

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Knorrande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

210 Knorrande-

(om dörrar). 2) oeg., δυσκολαίνειν (τινί).
δυσκό-Ιως εχειν.

Knarrande, 1) eg., ψόφος, ό. ψόφημα, τό.
2) oeg., γογγυσμός, ό. τον&ρυσμός 1.
τον&ορυ-ϋμός, ό. t

Knarrig, δύσκολος, 2. σκυ&ρός, 3.
αυστηρός, 3. δυσάρεστος, 2. χαλεπός, 3. Επιτιμητικός, 3.

Knarrighet, αύστηρότης, ή. δυσκολία, ή.
χα-λεπότης, ή.

Knarrning, κνούς, ό 1. χνόη, ή (ish. skons).
Se f. öfr. Knarrande 1).

Knastra, ψοφειν.

Kneka, han knekar, τά γόνατα αυτού
σφάλ-λεται 1. άτόνως εχει.

Knekt, στρατιώτης, ό.: vara k.,
στρατεύε-σ&αι Se f. öfr. Soldat.

Knep, μηχανή, ή. μηχάνημα, τό. τέχνημα,
τό. πανούργημα, τό. χλέμμα, τό.: fult 1. styggt
k., χαχοή&ευμα, τό. χαχομηχανία, ή.
χαχοτε-χνία, ή.: ha k. för sig, nyttja k., πανουργία
χρήσ&αι. μηχανάσ&αι. τεχνάσ&αι.: fallen för k.,
χαχοή&ης, 2. πανούργος, 3.: använda alla
möjliga k., πάσας μηχανάς μηχανάσ&αι

Knif, σμίλη, ή. χοπίς, ίδος, ή. μάχαιρα, ή.
τομεύς, ό (skomakarek.). ίγχειρίδιον, τό (handk.,
äfv. dolk).: stöta knifven i ngn, ένσείειν τήν
μά-χαιραν εϊς τινα.: sätta ngn knifven på strupen,
bli ξυρού τύχης καβ-ιστάναι τινά.: k. är hm på
strupen, έπί ξυρού ακμής εχεται αύτώ τά
πράγματα.: k. biter, όξεϊά ίστιν ή μάχαιρα.

Knifblad, πέταλον τό τής μαχαίρας.

Knifhandlare, μαχαιροπώλης, ά.

Knifsbak, baken på k., τό άνω 1. τό
πλατύ τής μαχαίρας.

Knifsegg, άκμή ή τής μαχαίρας.

Knifskaft, λαβή ή τής μαχαίρας.

Knifslida, κολεός ό τής μαχαίρας.

Knif sm ed, μαχαιροποιός, ό.

Knifsudd, άχή ή τής μαχαίρας, τό τής
μαχαίρας άκρον.

Knif vas, διαμάχεσ&αι μαχαίραις πρός
άλ-λήλους.

Knip, se Knipning 2).

Knipa, πιέζοντα λαμβάνειν 1. αίρεϊν. άγρεύειν,
αίρεϊν (tillegna sig). Se f. öfr. Klämma.: det
kniper mig i magen, στροφούμαι.

Knipa, 1) όνυχες οι του καρκίνου 1. τής
&ερ-μαστρίδος. 2) se Trångmål.

Knipning, 1) knipande, λήψις, ή. σύλληψις,
ή. πίεσις, ή. 2) knip i magen, στρόφος, ό.

Knippa, φάκελος, ό. δέσμη, ή. δεσμίς, ίδος,
ή.: binda i k., φακελούν.

Knip t ån g, όξυλάβη, ή. τομεύς, ό 1. τομεϊον,
τό 1. τομίς, ίδος, ή.

Knoga, φ>είδεσ&αι. γλίσχρως εχειν. Se f. öfr.
Gnida.

Knoge, κόνδυλος, ό.

Knopp, κάλυξ, κος, ή (blomk.). όφ&αλμός, ό
(grenk. på träd). Ικβλάστημα, τό (skott).

Knoppas, (i\κ)βλαστάνειν.

Knop ρ lik, καλυκώδης, 2.

Knoppning, (ίκ)βλάστη σις, ή. om tid, ώρα
ίου βλαστάνειν, ή.

Knorla, βοστρύχιον, τό. βοστρύχωμα, τό.

Knorla, verb. βοστρυχίζειν. βοστουχούν.

^Κηörlig, βοστρυχώδης, 2. ούλό&ριξ, ό, ή.
οΰλότριχος, 2.

■Knä.

Knorr, 1) krökning, κύρτωμα, τό. κύρτωσιί,
ή. 2) se Knorrande.

Knorra, τον&ορύζειν 1. τον&ρύζειν.
μέμφε-σ&αι (τί 1. κατά τι, öfv. ngt). &ορυβέϊν (πρός τι
1. έπί τινι, Öfv. ngt), γογγύζειν (Κ. F.).

Knorrande, γογγυσμός, ό. θόρυβος, ό.

Knorrhane, χόχκνξ, γος, ό.

Knorrig, γογγυστικός, 3 (Κ. F.).

Κ η öster, ungef. ραιστήρ, ήρος, ό.

Knös trå, ραίειν.

Knot, 1) se Knorrande. 2) yttradt
missnöje, θόρυβος, ό. μομφή, ή.

Knota, subst., όστούν, τό. Se f. öfr. Kota.

Knota, verb., se Knorra.

Knot are, γογγυσ τής, ό.

Knotig, όστώδης, 2. όστοφυής. 2. ώσπερ
όστούν 1. οστά.

Knott ra, φυμάτιον, τό.

Knott rig, φνματώδης, 2. τραχύς, 3. δασύς, 3.

Knottrighet, τραχύτης του δέρματος, ή. τό
τραχύ δερμον.

Knubbig, εύσαρκος, 2. παχύς, 3.

Knuff, πρόωΰις, ή. ώ&ιύμός, ό.

Knuffa, ώ&εϊν (jemte smnsngr m. άνά,
κατά, σύν, άπό, νπό). ώλεκρανίζειν (med
armbogen). γονατίζειν (med knäet).

Knut, 1) eg., άμμα, τό. σύν-, κάδαμμα, τό.
κόμβος, ό·: slå en k., άμμα ποιειν 1. πλέκειν.:
lösa opp en k., άμμα λύειν. 2) på hus, γωνία
οϊκήματος, ή. 3) på vexter, se Knutled. 4)
svårighet, δυσχέρεια, ή. τό δυσχερές. 5)
förveckling, t. ex. i en tragoedi, πλοκή. ή.

Knutig, κόμβων πλήρης, 2. γονατώδης,
οζώδης, 2 (om vexter).

Knutled, γόνυ, τό.: förses m. k.,
γονάτου-σ&αι. όζος, ό (plats f. knopp 1. ny gren).

K ny, γρύ 1. γρύ.: hvarken knäpp 1. k., ούδε
γρύ (t. ex. άπεκρίνατο).

Knyppla, πλέκειν 1. d.

Knysta, γρύζειν.: törens J k.? άρα γρυκτόν
ϊστιν ύμϊν; han knystade ej en gång, ούδ*
ε-γρυξεν.

Knyta, (συν)άπτειν, (συν)δεϊν, (συμ)πλέκειν (eg.
ο. metaph.).; k. till 1. för 1. om en säck, κόμβον
1. δεσμόν άσκώ περιάπτειν.: k. fast, se
Fastbinda.: k. förbund, σπονδάς συνάπτειν.: k. nät,
υφαίνε iv 1. πλέκειν δίκτυον 1. &ήρατρον.: k.
huf-vor, χηλεύειν κράνη.: k. näfven, συνάγειν
πυ-γ μήν.: m. knuten näfve, πύξ.: intrigen knyter
sig (i ett vitterhetsstycke), o μύ&ος πλέκεται.

Knyte, δέσμη, ή. δεσμίς, ίδος, ή.

Knytning, σύναψις, ή. σύνδεσις, ή.

Knyt η ål, χηλή, ή. συμβολεύς, έως, ό.

Knytnäfve, κόνδυλος, ο.: m. k., πύξ.

Knytnäfvekamp, πυγμή, ή.: öfva k.,
πυ-κτεύειν.: skicklig i k., πυκτικός, 3.

Knytnäfvekämpe, πύκτης, ό.: vara k.,
πυ-χτεύειν.

Knytnäfveslag, κόνδυλος, ό.

Knåda, δέψειν. μάττειν. όργάζειν. φυράν 1.
φύρειν.

Knådande, οργασμός, ό. φύρσις, η.

Knä, 1) led, γόνυ, τό (på mskr, djur,
vext-stjelkar).: ställa sig på k., οκλάζειν (εις γόνυ). f.
ngn, προσκυνειν tiva. προσπίπτειν τινί.: ligga
på k., iv γόνασι χεϊσ&αι. εις γόνυ (συγ)κα&ήσ&αι.:
omfatta ngns k., λαβέσ&αι 1. άπτεσ&αι των γο-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0214.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free