- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
216

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Konstitutionel ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

216

Konstitutionel — Kontumaciedom.

Konstitutionel, κατά τους νόμους, ix του
συντάγματος, έννομος, 2.: k. författning,
πολιτεία, ή.

Konstitutorial, Επιτροπή, ή 1. d.

Konstkabinett, χειμηλιάρχιον, τό (Sedn.).
föreståndare f. ett k., κειμηλιάρχης, o.

Konstkännare, Επιστήμων περί τίνος 1. τι.

Konstkännedom, Επιστήμη ή περί τι.

Konstla, τεχνιτεύειν. τεχνάσ&αι. κακοτεχνεϊν.
— konstlad, προσποίητος, 2. Επιτηάευτός, 3.
περι ττό ς, 3.

Konstlös, άτεχνος, 2. άνεπιτήάευτος, 2.
ά-ποίητος, 2. à^^yoff, 2. άπλοίϊρ, 3. άφελής, 2.

Konstlöshet, άτεχνία, ή. άφέλεια, ή.

Konstmakare, yo^f, τ/rø, ό.
θαυματοποιός, ό. μαγγανευτής, ό.

Konstmessig, έντεχνος, 2. τεχνιχός, 3.
τηΰευτός, 3.

Konstmessig het, τέχνη, ή. εύτεχνία, ή.
έπιτήάευσις, ή.

Konstnär, τεχνίτης, ον, ο. τεχνιχός, ό.
δημιουργός, ό.

Konstnärlig, τεχνιχός, 3. έντεχνος, 2.
yt-λότί^οί, 2. έπιτεχνητός, 3.: k:t arbete,
Tf^W-τευμα, τό.: k. verksamhet, åtøyo*’ τεχνίτου, τό.:
k:t sinne, το’ έντεχνον τής γνώμης, φιλοτεχνία,
ή. φρόνημα τεχνίτου, τό.

Konstnärskap, τέχνη, ή. εύτεχνία, ή.
Επιστήμη ή περί τι.

Konstord, τεχνιχόν όνομα, τό.

Konstpoësi, τεχνιχώς πεποιημένα, τά.

Konstprodukt, τέχνημα, τό. άαίόαλμα, τό.

Konstrik, πολύτεχνος, 2. τεχνικός, 3.
πολι>-τέχνης, ό (poët.).

Konstrikhet, πολυτεχνία, ή.

Konstruera, συναρμόττειν. οϊχοόομεϊν.
χο-σμεϊν χαί συντάττειν. συντάττειν (äfv.
grammatiskt). κατασκευάζειν (äfv. mathematiskt, liks.
άναγράφειν). ΰυντι&έναι (ett bevis).

Konstruktion, σνμπηξις (τινός εις αχήμά
τίνος), ή. οϊκο&όμησις, ή. σύνταξις, ή
(grammatisk). χατασχενή, ή (mathematisk). σύνθ·εσις, ή
(philosophisk).

Konstsinne, τό τεχνιχόν τής γνώμης,
φιλοτεχνία, ή.: en person m. k., τεχνιχός (3) τήν
ψνχήν.

Konstskicklig, -het, se Konstfärdig,
-het.

Konstspråk, τεχνικά ονόματα, τά.

Konststycke, τέχνη, ή. τέχνημα,
τεχνίτευ-μα, τό. &αύμα, τό.

Konstverk, τέχνης έργον, τό. τέχνημα, τό.
άαίάαλμα, τό. φιλοτέχνημα, τό.

Konstvidrig, ό, ή, τό παρά τήν τέχνην.

Konstvän, -älskare, φιλότεχνος,
φιλοτέ-χνης, φιλότεχνημων, ό, ή.

Konsultation, συμβουλή, ή.

Konsultera, βουλεύεσ$αι (rådpläga).
συμβουλεύεσαι (rådfråga).

Konsumera, Konsumption, se
Förbruka, -ning.

Kontagiös, άφjj άια&ιάό μένος, 3. λοιμικός, 3.

Kontakt, αφή, η. προσαφή, ή. μϊξ*ς, ή·
πρόσμιξις, ή (fiendtlig).

Kontant, 1) se Enig. 2) om pengar,
hoi-μος, 2 o. 3. ήτοιμασμένος, 3. παρών, ούσα,
όν.: k:a pengar (παρόν) άργύριον, τό. νόμισμα»

τό.: jag har ej k., ούχ έστι μοι έν τώ παρόντι
άργύριον.: betala k., χαταβάλλειν άργύριον.: taga
ngt f. k. (figurl.), άβασανίστως παρά τίνος
άέ-χεσ&αί τι.

Kontemplation, d-εώρησις, ή. θεωρία, ή.

Kontemplativ, θεωρητικός, 3.

Kontenans, se Fattning 2).

Kontext, 1) textord, ρήματα, τά. λέξεις, αι.
τό κατά λέξιν. 2) skriftsammanhang, συνέπεια,
ή. σύμφρασις, ή. άκολου&ία ή του λόγου.

Kontinent, ήπειρος, ή.

Kont in g en t, 1) ss. skattebidrag, σύνταξις,
ή. καθήκον 1. Επιβάλλον μέρος, τό.: erlägga sin
k., τάς συντάξεις ύποτελειν. 2) truppbidrag,
σύνταξις, ή. σύνταγμα (τών ξυμμάχων), τό.:
uppställa sin k., παρέχεσ&αι τήν κα&ήκουσαν 1.
τα-κτήν βύναμιν.

Kontinuerlig, συνεχής, 2.

Konto, λόγος, ό. λογισμός, ό.: konto finto,
παραλογισμός, ό.: göra upp k., λογισμούς
συν-τελεϊν.

Kontor, λογιστήριον Εμπορικόν, τό.
γραμ-ματοφυλάκιον, τό.

Kontraband, άπόρρητα, τά.

Kontrabandsansigte, πρόσωπον
άυσειάέ-στατον 1. άμορφον 1. άλλόκοτον, τό.

Kontrahent, ό ποιησάμενος τήν συν&ήκην.

Kontrakt, adj., παραπληκτικός, 3.
παραλε-λυμένος, 3.

Kontrakt, subst., συνθήκη, ή. συναλλαγή,
ή. συμβόλαιον, τό. συναλλάγματα, τά.
συγγραφή, ή (skriftligt k.).: uppsätta ett k. om ngt,
συγγράφεσ&αι πρός τι 1. περί τίνος.: göra k.,
συν&ήκην 1. συγγραφήν ποιεϊσ&αι.: bunden af k.,
συγγεγραμμένος, 3.

Kontraktion, συναίρεσις, ή (gramm.).

Kontraktsbrott, παρασυγγραφή, ή.: göra
k. m. afs. på ngn, παρασυγγράφειν τινά.

Kontraktsenlig, κατά τήν συγγραφ>ήν.

Kontrakts vidrig, παρά τάς συν&ήκας.

Kontramandera, άνακαλειν.

Kontramina, άντορυττόμένος υπόνομος, ό.

Kontraminera, άν&υπορύττειν.

Kontraorder, άντιπαραγγελία, ή.: ge k.,
άντιπαραγγέλλειν.

Kontrast, τό Εναντίον, άιαφορά, ή.

Kontrastera, mot ngt, Εναντίον 1.
άνό-μοιον είναι τινι.

Kontribuera, σνμβάλλεσ&αι. ειοφέρειν.
άπο-φέρειν. παρέχεσ&αι.

Kontribution, άργύριον τακτό ν, τό.
σύνταξις, ή. χρημάτων Επίταξις, ή.: nödga ngn till
k., Επιτάττειν τινί χρήματα τελεϊν. ά^γυρολογειν
τινα.: erlägga sin k., τάς συντάξεις ύποτελειν.

Kontroll, αντιγραφή, ή. Επιστασία, ή.
Εφο-ρεία, ή.

Kontrollera, άντιγράφειν. Εφορεύειν περί
τίνος, φυλακήν ποιεϊσθαί περί τι.

Kontrollör, άντιγραφεύς (τής διοικήσεως),

ό.

Kontrovers, άμφισβήτημα, τό.

Konträr, Ενάντιος, 3.

Kontumaciedom, Ερημη (όίκη), η.: döma
ngn in contumaciam, Ερήμην καταάιαιτάν 1.
κα-τα&ικάζειν 1. καταγιγνώαχειν τινός.: dömas in c.,
έρημον άίχην όφλισχάνεΐν. Ερήμην 1. Εξ έρημης
άλίσχεσ&αι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0220.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free