- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
219

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Korsväg ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Korsväg·

Korsväg, σχιστή οδός, ή. σύνδοομος, ό.
τρί-οδος, ή.

Kort, subst., σχέδη ή παικτική (spelk.).
σύμ-βολον, τό (inträdesk., visitk.).

Kort, adj., 1) i lokal bet., βραχύς, εια, v
(om mått), ολίγος, 3. σννεσταλμένος, 3.
σύντομος, 2 (om väg).: den kortaste väg, ή
συντομω-τάτη (οδός).: k. ved, Επίτομα, τά.: k. röck,
βραχύς χιτών, ό.; k:a varor, ρωπικά, τά. ρώπος,
ό.: m. k. skugga, βραχύσχιος, 2.: m. k. stam,
βραχυστελέχης, 2.: m. k. rot, βραχύρριζος, 2.: m.
k:ta fingrar, βραχυδάχτυλος, 2.: m. k. öra,
βρα-χύωτος, 2.: m. k. hufvud, βραχυκέφαλος, 2.: m.
k. rygg, βραχύνωτος, 2.: k. skuren, βραχύτομος,

2.: m. korta mellanrum, δι* ολίγου (t. ex. ol
πύρ-γοι ήσαν). 2) i temporal bet., βραχύς, 3. ολίγος,

3. όλιγοχρόνιος, 2. ό, ή, τό δι* ολίγου (kortvarig).:
k. tid, ολίγος, βραχύς, μικρός χρόνος, ό.: efter k.
tid, Εξ ολίγου,: för k. tid, εις μικρόν 1. ολίγον
χρόνον. πρός βραχύ. Επ* ολίγον (χρόνον),: I k.
tid sedan, νεωστί. άρτι. άρτίως.: under k. tid,
ολίγον χρόνον. βραχύ.: inom k., Εν μικρώ. Εν
βραχεί. Εν όλίγω (χρόνω). ουκ εις μακράν.: kort
derpå, μετ* ολίγον, μετ* ού πολύν χρόνον. ου
πολύ ύστερον.: k. förut, ολίγον εμπροσθεν.
όλίγω πρότερον.: m. k. andedrägt, βραχύπνους, 2.
3) oeg., a) i prosodiskt häns., βραχύς, 3.
συνεσταλμένος, 3.: ha en k. vokal, stafvelse,
συστέλ-λειν, βραχύνειν.: m. k. slutstafvelse, en versfot
f. k., βραχυκατάληκτος, 2.: m. k. pænultima,
βραχυπαράληκτος, 2. b) i att uttrycka sig,
βρα-χυλόγος, 2.: tala k., βραχυλογεΐν.: fatta sig k.,
συντέμνειν. διά βραχέων λέγειν.: f. att fatta mig
k., (ως) συνελόντι ειπείν, συνελόντι. ώς
συντόμως ειπείν, ώς επος εϊπεϊν. ώς δή συντέμνω.:
helt k., Εν βραχυτάτοις.: k. ο. godt, όλως δέ. τό
δ’ όλον. τό δε πάν. c) komma till korta,
Ελατ-τούσθαι. μειονεκτειν. μείον εχειν. ή τ τω είναι 1.
γίγνεσθαι. ήττάσθαι (t. ex. πολέμω, μάχρο. s.v.).:
hålla ngn k., συνείργειν, κολάζειν τινά.: hålla
hästen på k:ta tyglar, Επιλαμβάνειν τον ϊππον.
κατατείνειν τούς χαλινούς.: k. om hufvudet,
θερμός τήν όργήν.

Kortarm ad, βραχείας τάς χείρας εχων,
ουσα, ον. γαλιαγκών, ώνος, ό, ή (gm tidig
led-vridning, säl. gm lyte, hafvande ena armen kort).

Kortbent, βραχνσκελής, 2. βραχύκωλος, 2.
άνάκωλος, 2.

Korteligen, βραχύ, διά βραχέων.: = m. ett
ord, (ώς) συνελόντι ειπείν. Se under Kort 3) b).

K o r t h a 1 s a d, βραχυτράχηλος, 2.

Korthet, βραχύτης, ή. τό βραχύ, συντομία,
ή. βραχυλογία, ή (k. i tal ο. uttryck).: i k., Ev
συντόμοις. συντόμως.: i största möjliga k.
meddela, ώί olov τε διά βραχυτάτων εϊπεϊν.

Kortsynt, 1) eg., μύωψ, ωπος, ό, ή.
αμβλύς (3) 1. άσθενής (2) τήν όψιν.: vara k.,
μυω-πιάζειν. 2) oeg., ού προορών, ώσα, ών. αμβλύς
(3) τήν φύσιν 1. τήν γνώμην. βραχυγνώμων, 2.
όλιγόφρων, 2. άξύνετος, 2.

Kortstafvig, βραχυσύλλαβος, 2.

Kort stam mig, βραχυστελέχης, 2.

Kortsynthet, 1) eg., μυωπία, ή.
άμβλυω-πία, ή. 2) oeg., άμβλύτης, ή· τό άμβλύ τής
γνώμης. άξυνεσία, ή.

Kortvext, adj., μικροφυής, 2. μικρός (3) τό
σώμα.

-Kraf la. 919

Kortörad, βραχύωτος, 2.

Korv ett, χέλης, ητος, δ 1. d.

Korybanter, Κορνβαντες, ων, ol.

Koryphe, 1) choranförare, κορυφαίος, ο. 2)
hufvudman, ήγεμών, όνος, δ. ό κράτιστος.

Kos, adv., sin kos, φρούδος, 3. Εκποδών.:
gå sin k^, Εκποδών άπ ιέναι, γίγνεσθαι.: vara sin
k., φρούδον είναι, οϊχεσθαι.: gå din k., ερρί.
άπαγε σεαυτόν.

Kosa, οδός, ή. φορά, ή.: ändra k., άντιστρέ·
φεσθαι. μεταστρέφεσθαι.

Kosmetisk, κοσμητικός, 3.

Kosmisk, κοσμικός, 3.

Kosmographi, κοσμογραφία, ή.

Kosmologi, κοσμολογία, ή.

Kosmopolit, κοσμοπολίτης, ό. -ϊτις, ιδος, ή.
κόσμου πολίτης, ό.

Kost, se Mat.

Kosta, χαθίστασθαι 1. είναι (m. gen., t. ex.
πολλού, πόσου, fi.), πωλεϊσθαι (säljas), ώνιον είναι
(vara fal.), άξιον είναι (πολλού, etc.).: det
kostade mig mycket, Εωνούμην, Επριάμην πολλών
χρημάτων 1. πολλά εϊς αυτό άνήλωκα 1. πολλά εϊς
1. πρός 1. άμφΐ αυτό Εδαπάνησα.: hd k:r det?
πώς ώνιον; πόσου κατέστη; det k:γ mycken
möda, πολλής δεΐ Επιμελείας, πολλού πόνου Εστίν,
διά πολλών πραγμάτων γίγνεται.: det k:r mig
mycket besvär att gagna andra, άλλους ώφελών
πολλά πράγματα εχω.: kriget kostade mycket
folk, o πόλεμος πολλούς άνεϊλεν ανθρώπους.

Kostgängare, σύνδειπνος 6 Επί τακτοϊς
χρή-μασιν.: hafva k., τροφή ν 1. σϊτον παρέχειν τινί
Επί ταχτοϊς χρήμασιν.

Kosthåll, δίαιτα, ή. τροφή, ή. σίτησις, ή.ι
vara i k. hos ngn, τροφήν εχειν παρά τινι.:
hafva fritt k. hos ngn, προίκα λαμβάνειν τήν τρο~
φήν παρά τίνος.: hafva ngn i k., τροφήν, σϊτον
παρέχειν τινί.

Kostlig, 1) läcker, πολύολβος, 2 (poët.).
η-διστός, 3. αβρός, 3. απαλός, 3 (om vin). 2)
präktig, πολυτελής, 2. μεγαλεϊος, 3.
μεγαλοπρεπής, 2. 3) komisk, άστεϊος, 3. γελοίος, 3.

Kostnad, δαπάνη, ή. δαπάνη μα, τό.
άνά-λωμα, τό. τέλη, ών, τά.: k. f. en chor,
χορηγία, ή 1. χορήγημα, τό.: ersätta k:n, χρήματα
τά άναλωθέντα άποδιδόναι.

Kostnadsersättning, χρημάτων των
άνα-λωθέντων άπόδοσις, ή.

Kostnadsfri, άδάπανος, 2.

Kostnadsförslag, λογισμός 6 τών
άναλω-μάτων.

Kostpenningar, τροφεία, τά.

Kostsam, δαπανηρός, 3. πολυδάπανος, 2.
πολυτελής, 2. άδηφάγος, 2.: vara k., δαπάνης
(π ροσ)δεϊσθαι.

Kostym, σχήμα, τό.

Kostymera, σχήματος κόσμω χοσμειν (τινά).:
k. sig, σχήματος κόσμον άμφιέννυσθαι.

Kota, άστράγαλος, ό.

Κ ο thurn, κόθορνος, ό.

Kotte, στρόβιλος, ό. χάχρυς, νος, ή.

Kotteri, έρανος, oc(seLex.). εταιρεία, ή (meit
politisk).

Koxa, se Gapa.

Krabba, χαρίς, ϊδος, 1. ίδος, ή.

Kraf, se Fordran, Anspråk.

Kr af la, άναρριχάσθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0223.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free