- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
221

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kratta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kratta —Krigs erfar en.

221

Kratta, v., se Harka.

Kravall, ταραχή, ή. στάσις, ή.

Kraxa, κράζει*, κρώζειν.

Kraxande, κρωγμός, ό.

Kreatur, 1) skapad varelse, φύσις, ή. ζώον,
τό. κτίσμα, τό. 2) boskap, θηρίο*, τό. θρέμμα,
τό. κτήνος, τό. βόσκημα, τό (större). 3) djurisk
mska, θηριώδης άνθρωπος, ό. 4) oeg.,
verktyg, υπηρέτης, ον, ο. υπουργός, ό.: vara ngns
k., υπηρετεί ν τινι.

Kredensa, προπίνειν. ορέγειν 1. προτείνει*
τήν κύλικα.

Kredensbord, τραπεζοφόρον, τό. κυλικείον, τό.

Kredit, 1) affärsförtroende, πίστις, ή.
2)betalningsanstånd, προθεομία, tf.

Kreditor, ό δανείζων 1. δανείσας. δανειστής,
ον, ό.

Kranelera, έπάλξεσιν όχυρούν.

Krets, 1) i allmht, κύκλος, ό. γύρος, ό.: slå
en k. om ngt, περικυκλούν τι. κύκλω
περιίστα-σθαί τι.: ställa sig i k., κνκλούσθαι.
κυκλοποιεϊ-σθαι. κύκλον άγειν.: beskrifva en k.,
κυκλογρα-φεϊν. 2) af ett land, νομός, ό. 3) sällskapsk.,
ομιλία, ή. συνεδρία, ή (sittande).: i k. af, έν
m. dat. μετά m. gen.

Kretsa, κύκλω (περε)φέρεσθαι {περί τι),
δι-νεϊσθαι. κυκλοφορεϊσθαι.: k. omkr. ngt,
περιστρέ-φεσθαί τι.: örnen k:r i luften, μετέωρος
δινεϊ-τat ό άετός.

Kretsformig, κυκλοειδής, 2. κύκλιος, 3.
κυ-κλοτερής, 2.

Kretsgång, -lopp, κύκλος, ό.

Kretsrörelse, κύκλησις, ή. φορά ή κύκλω,
κυκλοφορία, ή.

Krevera, διαρρήγνυσθαι.: k. af skratt,
γέ-λωτι έκθνήσκειν.

Krig, πόλεμος, ό.: k. m. ngn, π. ό προς
τινα.: landtk., sjök., ο κατά γήν, κατά θάλ ατταν
π.: inbördes k., οικείος, έπιδήμιος 1. έμφύλιος
π. π. ο οικείος και ένδον ών.: k. m. utländsk
makt, όθνεϊος καί έξωθεν π. π. πρός τούς έξω.:
slafk., δουλικός π.: hätskt, blodigt k., άσπονδος
και άκήρνκτος π. δεινός π. βαρύς π.: skamligt
k., άδοξος π.: öppet k., νόμιμος καί προφανής
π.: rättvist k., δίκαιος καί οσιος π.: oförklaradt
k., π. άκατάγγελτος 1. άνεπάγγελτος.: brinnande
k., π. ακμάζων.: upptända, uppväcka, föranleda
k., πόλεμο v έκκαίειν, κινεί ν, έγείρειν, ποιεϊν.:
ställa till k. emellan ngra, ξυνιστάναι 1.
ξνγ-κρούειν τινάς εις πόλεμον.: reta ngn till k-,
έκ-πολεμεϊν τινα. παροξύνειν έπί πόλεμον.: mot
ngn, έκπολεμονν τινά τινι.: besluta k., πόλεμον
γράφειν 1. χειροτονεϊν.: rusta sig till k.,
παρασκευ-άζεσθαι είς τον πόλεμον 1. ώς πολεμήσοντα.
παρασκευάζειν 1. συγκροτεϊν τά εις πόλεμον.:
förklara k., προαγορεύειν 1. καταγγέλλειν πόλεμον.:
hota ett land, ngn m. k., άπειλεϊν 1. δόκησιν
παρέχειν έμβαλεϊν εις χώραν τινά, άπειλεϊν
πόλεμον τινι.: k. brister ut, ό πόλεμος γίγνεται 1.
καθίσταται 1. συνίσταται 1. καταλαμβάνει 1.
συρ-ρήγνυται 1. (vanl.) συνέρρωγε 1. ήκει.: bringa k.
till utbrott, συρρηγνύναι τον πόλεμον.: föranleda
k., πόλεμον παρέχειν.: börja k., πόλεμον
έκφέ-ρειν, άρασθαι, άναιρεϊσθαι 1. ένίστασθαι πρός
τινα. πολέμου 1. οπλών άπτεσθαι. καθίστααθαι 1.
καταστήναι εις πόλεμον.: hemsöka ngn m. k.,
bekriga ngn, πόλεμον Ιπιφέρειν τινί. πόλεμον π οι-

εϊοθαί τινι.: föra k., πολεμεϊν. πόλεμον πολεμεϊν
(τινί 1. πρός τινα). πόλεμον ποιεϊσθαι.: hålla på
m. k., vara invecklad i k., ξυνεστηκέναι εις
πόλεμον 1. πολεμούντας.: fortfarande föra k.,
δια-πολεμεϊν.: k. är i full gång, o πόλεμος
ακμάζει. : resa till k., έξελαύνειν 1. εϊσελθεϊν εις
πόλεμον.: förnya k., άναπολεμεϊν.: flytta k. till
ett land, κομίζεσθαι 1. μεταφέρειν τον
πόλεμον■ εις χώραν τινά.: sköta ett k., διοικεϊν τά
περί τον πόλεμον.: draga ut på k.,
άναβάλ-λεσθαι, μηκύνειν τον πόλεμον*: göra slut på
k., δια-, καταλύειν τον πόλεμον. καταλύεσθαι
πόλεμον. παύεσθαι πολεμούντας. θέσθαι,
άπα-γορεύειν τον πόλεμον (om de krigförande).
(κατα)παύειν πολεμούντας (om bemedlande).:
önska k., πολεμησείειv. πόλεμον ποθεϊν. πολέμου
έπιθυμεϊν 1. δεϊσθαι.: få öfverhand i k., τω
πολέμφ κρατήσαι.: i k., έν πολεμώ.: under
pågående k., πολέμου καθισταμένου, πολέμου οντος.:
hörande till k., πολεμικός, 3. ο, tf, τό πρός τον
πόλεμον.: anstiftare af k., πολεμοποιός, δ.

Kriga, πολεμεϊν. se f. öfr. Föreg.

Krigande, τό πολεμεϊν.

Krigardrägt, στρατιωτική στολή, tf.

Krigare, πολεμιστής, ού, ό. στρατιώτης, ον,
ό.: dugtig k., άνήρ δεινός τον πόλεμον.

Krigareyrke, έργον τό του πολέμου,
πόλεμος, ό.: idka k., έργάζεσθαι πόλεμον.: lefva af
k., άπο πολέμου ζήν.: lust för k., πολέμου
Επιθυμία, tf. τό φιλοπόλεμον.

Krigförande, 1) adj., πολεμών, ούσα, ούν.
μετέχων(-ονσα, -ον) του πολέμου. 2) subst., τό
πολεμεϊν.

Krigisk, πολεμικός, 3. μάχιμος, 3.: det ser
k:t ut, πόλεμος μέλλει εσεσθαι.: vara k:t sinnad,
πολεμικώς έχειν.

Krigsakademi, παιδευτήριον τό τής
πολεμι-κής 1. d.

Krigsanstalt, πολεμική, tf. παρασκευή tf εϊς
τον πόλεμον. τα εις 1. πρός τον πόλεμον.

Krigsarbete, έργον τό τον πολέμον.

Krigsartiklar, στρατιωτικός νόμος, ο.

Krigsbedrift, έργον τό έν πολέμω. έργον
πολεμικόν, τό. τό έν πολέμω πραχθέν.

Krigsbefäl, 1) ss. sak, se Befäl. 1). 2)
ss. personer, άρχοντες, ol. ήγούμενοι, ol.
στρατη-γούντες, ol. στρατηγοί, ol.

Krigsbragd, se Krigsbedrift.

Krigsbruk, τ« έν πολέμω νομιζόμενα
1-νόμιμα.

Krigsbuss, άνήρ πολεμικός, ό.

Krigsbyggmästare, ό έπί τών μηχανών,
μηχανοποιός, ό.

Krigsbyggnad, se Befästning 2) 3).

Krigsbyte, se Byte 2).

Krigsbörda, πόνος ό έκ πολέμων 1. -ου.

Krigsdans, ένόπλιος 1. πυρρίχιος δρχησις, tf.
πυρρίχη, tf. πρύλις, tf.: dansa en k., πυρριχίζειν.:
en s. dansar en sdn, πυρριχιστής, ού, o.:
hörande till k., πυρριχιστικός, 3.

Krigs departem ent, διοίκησις tf τ ού
πολέμου. τά περί τον πόλεμον. ol έπί τών περί τον
πόλεμον.

Krigsdomstol, se Krigsrätt.

Krigserfaren, πολέμου 1. πολέμων 1. τών
πολεμικών έμπειρος (2) 1. έμπείρως έχων, ουσα,
ον. πολεμικός, 3.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0225.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free