- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
223

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Krigstukt ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Krigstukt ■

Krigstukt, πειθαρχία ή τών στρατιωτών.:
god k., ευταξία, ή.: hålla god k., εύτακτους εχειν
τους στρατιώτας (om anföraren), εύτακτείν,
εύ-τ αξία χρήσθαί (om manskapet).

Krigståg, se Fälttåg.

Krigsvan, πολέμου εμπειρος (2) 1. έμπείρως
εχων, ουσα, ον.

Krigsvana, έμπειρία ή του πολέμου.

Krigsvetenskap, έπιστήμη ή τών
πολεμικών. πολεμική έπιστήμη, ή.

Krigsväsende, τα π^όςΐ.περί τον πόλεμον.

Krigsår, στρατεύσιμα ετη, τά (krigstjenstår).
annars: «τος, έν ω πολεμούσιν 1. έπολέμησαν.
έτος τό του πολέμου.

Krigsära, δόξα ή άπό του πολέμου.: stråla
af k., έν 1. έπί τώ πολέμω εύδοκιμείν.

Krigsärender, τά πρός 1. περί τον πόλεμον.

Krigsöfning, άσκησις ή τών πολεμικών.:
vara stadd i k., άσκεϊν τά πολεμικά.

Krigälskande, φιλοπόλεμος, 2.

Krikon, βράβυλον, τό (?).

Kriminaldomare, δικαστής, ού, ό. Se f.
öfr. Brottmålsdomare.

Kriminallag, φονικοί νόμοι, οι. νόμος ό
περί τά φονικά, νόμος ό περί τά άδικήματα.

Kriminallagstiftning, νομοθεσία ή περί
τά αδικήματα 1. τών άδικούντων.

Kriminalmål, se Brottmål.

Κ rim i η el, φονικός, 3. ό, ή, τό περί τά
αδικήματα.

Krimskrams, καλλώπισμα, τό. καλλωπισμός,
δ. ρωπικόν, τό.

Kring, se Omkring.

Kringbjuda, διαδιδόναι. περιφέρειν. έκάστω
παρέχειν.

Kringblåsa, περιπνείν.

Kringbo, περιοικείν (t. ex. τον Πόντον). —
kringboende, περίοικος, 2.

Kringbrusa, περιβομβείν. περιψοφείν.

Kringbränna, περιφλέγειν. περικαίειν.

Kringbygga, περιοικοδομείν.

Kringbädda, περιστορεννύναι.

Kringbära, περιφέρειν. περιάγεσθαι.

Kringböja, περικάμπτειν. άνα-, έπι -,
έγκάμ-πτειν (de två första äfv. i intr. bet.).

Kringdansa, περιχορεύειν.

Kringdela, (δια)νέμειν. διαδιδόναι.

Kringdraga, 1) tr., περιτείνειν (τί περί τι),
περιβάλλειν (t. ex. τείχος τω λιμένι).
περιπεταν-νύναι (kringbreda, sprida omkring), περιέλκειν
(släpa hit o. dit). 2) intr., περιπορεύεσθαι.
πε-ρινοοτείν.

Kringdrifva, 1) tr., περιάγειν. περιελαύνειν.
2) intr. (περι)πλανάσθαι. διαφέρεσθαι.

Kringfara, περιελαύνειν. περικομίζεσθαι (till
lands 1. sjös), περιοχείσθαι.

Kringflacka, περιπλανάσθαι. άλάσθαι. πε·
ριτρέχειν.: k. i Grekland, τήν Ελλάδα περιθειν.
— kringflackande, περίπολις, δ, ή.

Kringfladdra, -flyga, περιπέτεσθαι.

Kringflamma, περιφλέγειν.

Kringflyta, περιρρείν (m. acc.), περιχεϊσθαι
(m. dat.), φέρεσθαι (περί τι). — kringfluten,
περίρρους, 2. περίρρυτος, 2.

Kringflytta, 1) tr., διοικίζειν.
άναλαμβάνον-τα μετοικίζειν. 2) intr., αύθις και μάλα μετοικείν
1. μετοικίζεσθαι, ού πανεσθαι μετανιστάμενον.

- Kringköra. 223

Kringfläta, περιπλέκειν. -tad, περίπλοκος, 2.

Kringfärdas, περιελαύνειν. περιοχείσθαι.
περικομίζεσθαι.

Kringföra, περιάγειν. περιηγείσθαι (ss.
vägvisare).

Kringfösa, περιελαύνειν.

Kring gifva, διαδιδόναι.

Kringgjorda, se Omgjorda.

Kring gjuta, περιχείν τί τινι (kring ngn l.ngt).

Kringgnaga, περιτρώγειν.

K r i η g gj ä f v a, περισκάπτειν. περιορύττειν.
γυ-ρούν. γυρούν τε καί περισκάπτειν.

Kringgräfning, περίσκαψις, ή.

Kringgå, 1) eg., a) tr., περιιέναι,
περιέρχε-σθαι, περιοδεύειν, περιβαίνειν, περιπορεύεσθαι,
περιπολεϊν τι. b) intr., περιπατείν. περιιέναι.
περιέρχεσθαι. διαφοιτάν. άνω κάτω περιπατείν.
2) oeg., a) tr., gm kringgående undvika a) ett
ställe, περιιέναι, περικάμπτειν (t. ex. πόλιν). β)
en sak, (δια)φεύγειν (τί). παράγειν (τούς νόμους),
περιέχειν τι 1. περιτείνεσθαι περί τι (om en vall,
graf, slätt o. d.). b) intr., περιφέρεσθαι,
περιά-γεσθαι (om ting i allmh.). περιπολεϊν (om
himmelskroppar). διαδίδοσθαι, θρυλείσθαι (om
sägner o. rykten).: det går kring i hufvudet på mig,
ταράττει(θράττεί) μέ τι.: det om fred kringgående
pratet, ή θρυλουμένη ειρήνη.: det går ett rykte
kring, λόγος εχει. φασίν. λέγεται.: det går en
sjukdom kring i landet, νόσος έπιδήμιός έστιν.:
bägarn går kring, το ποτήριον 1. ή κύλιξ
περι-σοβεϊ 1. περιελαύνεται 1. περιάγεται.: låta bägarn
gå kring, περισοβείν 1. περιελαύνειν τήν κύλικα.

Kringgående, περίοδος, ή. περιφορά, ή. 1.
heldst gm vv.

Kringgärda, (περι)φράττειν.
(περήφραγνύ-ναι. περιθριγκούν. περιείργειν. περιειργνύναι.
(περήόρίζειν. -dad, περίφρακτος, 2.

Kringgärdande, περιφραγμός, δ.
περίφραξα, ψ

Kringgärdning, det kringgärdade,
φραγμός, ό. περιφραγή, ή. περίφραγ/ua, τό.

Kring hoppa, περιπηδάν. περισκιρτάν.

Kringhvina, se Kringbrusa.

Kring hvirfa, 1) tr., άμφιδονείν. 2) in tr.,
περιφέρεσθαι (εις στρόβιλον). στροβεϊσθαι.

Kringhvärfva, περικυκλούν. περικλείειν.
περιβάλλειν.

Kringhälla, περιχείν. έκχείν.

Kringhölja, άμφι-, κατα-, περικαλύπτειν.

Kringirra, (δια-, περι)ιιλανάσθαι. άλύειν.
περιφέρεσθαι.

Kringirrande, -irring, πλάνη, ή.

Kringjaga, l)tr., περιελαύνειν. διώκειν.
δια-σοβείν. 2) intr., θηράν περί τόπον τινά.
θη-ρώντα διελθείν.: k. till häst, θηρώντα
περιελαύνειν.

Kringkasta, διαρρίπτειν.

Kringklappa, 1) i god men., περικροτεϊν.
περιχρύχειν. 2) i ond men., δέρειν.

Kringklipppa, περικείρειν.

Kringklättra, περιέρπειν.

Kringknyta, περιάπτειν.

Kringkrypa, περιέρπειν.

Kringkyssa, καταφιλείν.

Kringköra, 1) tr., περιάγειν (τόπον τινά),
περικομίζειν (τί 1. τινά εις τι), περιελαύνειν. 2)
intr., περικομίζεσθαι. περιοχείσθαι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0227.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free