- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
225

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kringvrida ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kringvrida -

Kringvrida, div tiv. δινεύειν. (κύκλφ)
περιά-γειν. (περι)στρέφειν.

Kringvräka, διαρρίπτειν.

Kringvältra, περικνλινδεϊν.

Kringvända, περιστρέφειν. περιδινείν.

Kr in gy ra, (oeg. m. ώς) λαίλαπι και
στροβί-Χω περιφέρεσ&αι.

*Kringåka, περιελαννειν. περιοχεϊσ^αι.
περι-κομ,ίζεσΰ-αι.

Κ r i η g ä t a, περιτρώγειν. περιεσ&ίειν.

Kris, κρίσις, ή. ροπή, ή.

Kristall, χρύσταΧΧος, ό.: af k.,
κρυστάλλι-νος, 3.: glänsa likt k., χρνσταλλίζειν.

Kristallinisk, χρνσταλλοειδής, 2.

Kristallklar, κρνσταλλοφ>ανής, 2.

Kristen, χριστιανός, 3. χριστώννμος, 2.: k:t
folk, χριστεπώννμος Χαός, ό.: den k:na verlden,
οι χριστιανοί.

Kristendom, χριστιανισμός, ό.: bekänna sig
till k., χριστιανίζειν.: kunskap om k.,
χριστό-μά&εια, ή.

Krist en doms br ο der, χριστιανός, o.

Kristendomsstycken, μα&ήματα τά άπό
Χριοτού.

Kristenhet, οι χριστιανοί, οι άπό Χριστού.

Kristlig, χριστιανικός, 3. χριστιανός, 3.

Kristna, -ning, se Döpa, Dop.

Kristtrogen, πιστός (3) iv Χριστώ,
χριστά-δελφος, 2.

Krita, γύψος, ή. Χενχή γή, ή.: af k.,
γύψινος, 3.

Krita, verb., γυψούν. Χευκογραφεϊν
(hvit-färga).

Kritaktig, γνψώδης, 2.

Kritig, γνψωτός, 3.

Kritik, χρίσις, ή. χριτιχή τέχνη 1.
έπιστή-μη, ή.

Kritikast, μικρολόγος, ό. φ>ιλόψογος, ό.

Kritiker, χριτιχός, ο.

Kritisera, χρίνειν περί τίνος, άναχρίνειν τι.
Ιξετάζειν τι.

Kritisk, 1) i allm., χριτιχός, 3. 2)
afgörande, κρίσιμος, 2. κριτικός, 3.: det k. dygnet,
ή κρίσιμος 1. γόνιμος 1. κριτική ημέρα. 3) se
Betänklig.

Krog, καπηΧειον, τό. πανδοκεϊον, τό.

Krok, 1) i allm., όγκος, ό. ραμφίς, ίδος, ή.
όννξ, χος, ό. άγκιστρον, τό. 2) att meta m.,
άγκιστρον, τό. 3) att hänga på, λύκος, ό.
πάσσα-Χος, ό.: hänga på k., πασσάλω 1. έκ πασσάΧου
κρεμαννύναι. 4) se Krökning 2).: vägen går

1 k., κάμπτεται 1. καμπτήρας έχει ή οδός.: vägen
gick i många k:r, ποΧνπΧανής ήν ή πορεία.:
taga en k., καμπτήρα ποιεϊσ&αι.: full af k:r,
πο-Χυκαμπής, 2.

Krokan, ungef. πυραμίς, ίδος, ή 1.
πνρα-μούς, ούντος, ό 1. d.

Krokbent, σκεΧΧός, 3. ραιβός, 3, ραιβοσκελής,

2 (hjulbent, ν a r u s). βΧαισός, 3 (kobent, v a 1 g u s).

Krokhalsig, άγκνλόδειρος, 2. κυρταύχην,

ενος, ό, ή.

Krokig, καμπύΧος, 3. άγκύΧος, 3 (krum).
σχοΧιός, 3. ραιβός, 3, ο. σκαμβός, 3 (inböjd,
va-rus, om benen). βΧαισός, 3 (utböjd, valgus, om
benen), γαμψός, 3. γρνπός, 3 (om näsan).: gå
k., κεκνφότa βαδίζειν. se f. öfr. krökt. —
Adv., ραιβηδόν.

■Kropp. 225

Krokighet, σκοΧιότης, ή. γαμψό της, η.
στρε-βΧότης, ή. βΧαισότης, ή (kobenthet). ραιβότης, ή
(Sedn.) 1. το ραιβόν (hjulbenthet). γρνπότης, ή
(näsans k.). άγκύΧη, ή (ledernas k., giktstyfhet).

Kroklinie, καμπύλη γραμμή, ή.

Kroklinig, καμπυλόγραμμος, 2.
σκολιόγρα-πτος, 2.

Kr ökna, γαμψούσ&αι. σκολιούσ&αι.
γρυπού-σ&αι. κνρτίζςιν.

Kroknäbbig, άγκυΧοχείΧης, ον, ό.

Kroknäsig, γρυπός,\ 3. καμπνΧόρρινος, 2.

Krokodil, κροκόδειλος, ό. -tårar, ψενδή
δάκρυα, τά

Krokryggig, κνρτός, 3. κυφός, 3 (poet.),
-het, τό ίπίκνρτον.

Krokträ, γύης, ου, ό.

Krokväg, 1) eg., ελιγμός (τού τρίβου), ό. ή
κύκλω οδός.: gå k., όδόν κάμπτειν.: gå många
k:r, ποΧΧούς ελιγμούς 7ιλανάσ&αι. 2) oeg.,
σκο-λιά, τά. στροφαί, αϊ.

Kroma sig, άνακύπτειν. άβρόν βαίνειν.

Krona, I) i allm., στέφανος, ό.: myrtenk.,
μύρρινος στέφ>ανος.: fästa en k. på ngns hufvud,
στέφανον Ιπι-, άμφι-, περιτιβ-έναι, άνάπτειν,
πε-ριδειν τινι. 2) ss. utmärkelsetecken, στέφανος,
ό. διάδημα, τό. τιάρα, ή. κίδαρις, εως, η. 3)
regentvärdighet, βασιλεία, ή. άρχή, ή.: erhålla
en k., κα&ίστασ&αι εις αρχήν 1. βασιλείαν τινά.:
sätta k. på ens hufvud, καθιστάναι τινά εϊς τήν
άρχήν.: tvista om k., περί τής βασιλείας
φιλο-νεικειν τινι.: beröfva ngn k., πανειν τινά
βασιλεύοντα. άφαιρεΐν τίνος τήν βασιλείαν. 4)
regering, οι άρχοντες, τά τέλη. 5) en bruds k.,
στέφανος νυμφικός 1. ννμφίδιος 1. γαμήλιος, ό. 6)
topp, κορυφή, η. άκρον, τό. äfv. gm adj., άκρος,
3, t. ex. άκρα ή δρνς, ekens k. 7) det högsta,
förnämsta, slutet af ngt, κορωνίς, ίδος, ή. άνθος,
τό. κορυφή, ή. ό, ή, τό έκπρεπέστατος, η, όν.:
sätta k. på ngt verk, τελευτήν 1. κορωνίδα 1.
κο-λοφιώνα ίπιτι&έναι τινί.

Kronarfvinge, διάδοχος 1. κληρονόμος τής
βασιλείας, ό.

Kronblad, άνθους πέταλον, τό.

Kronoallmänning, υλη 1. νομή δημοσία, ή.

Kronobetjente, οι cδημόσιοι οϊ ΙνάγρώΙ.ά.

Kronobonde, ό δημόσιον τι χωρίον εϊς
ίμ-φύτευσιν μισ&ωσάμενος. έμφντευτής ό τής
δημοσίας χώρας 1. d.

Kronofiske, άλιεία δημοσία, η.

Kronofogde, δασμολόγος ό δημόσιος 1. d.

Kronoränta, τόκος ό έκ τών δημοσίων.

Kronotionde, ή δεκάτη ή εις τήν πόλιν 1.
εις τό δημόσιον.: betala, indrifva k., τήν
δεκά-την τήν εις τό δημόσιον τελειν, εϊσπράττειν.

Kronouppbörd, εϊσπραξις ή τών δημοσίων
1. τού φόρου 1. d.

Kronouppbördsman, εϊσπράκτωρ ό τού
φόρου.

Krono ut skyl der, τέλος, τό. φόρος, ό.

Kronpretendent, έφεδρος βασιλείας, ό. ό
τής βασιλείας 1. άρχής άντιποιούρενος.

Kronprins, παϊς 1. υιός τον βασιλέως, ό τής
βασιλείας διάδοχος 1. τήν βασιλείαν διαδεχόμενος,
έφεδρος βασιλεύς, ό.

Kronprinsessa, γυνή ή τού Ιφέδρου
βασιλέως.

Kropp, 1) materia, ϋλη, ή. τό σωματικόν.

29

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0229.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free