- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
226

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kroppsarbete ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

226 Kroppsarbete-

χρήμα, τό (ting). 2) d. materiella delen af ett
lefvande väsende, σώμα, τό. χρως, ωτός, ό (se
Lei.), δε’μας, τό (poët., gestalt.), μορφή, J
(kroppsbildning).: död k., νεκρός, ό. αψυχον
σώμα, τό.: välbildad k., tv μ o ρφ ία σώματος, ή.:
m. välbildad k., ευφυής τό σώμα.: m. ful k.,
άμορφος τό σώμα. κακός 1. αισχρός τό ε Χάος. 3)
stomme, bål, θώραξ, ακος, ο.

Kroppsarbete, Εργασία ή dià σώματος.
χει-ρονργία, ή.

Kroppsbeskaffenhet, {σώματος) φύσις, ή.

Kroppsbildning, μορφή, ή. κατασκευή ή
τον σώματος, σωματοποιία, ή (Sedn.). (σώματος)
είδος, τό.

Kroppsbyggnad, μορφή, ή. εξις, ή. εξις η
τ ού σώματος, äfv. κατασκευή του σώματος, ή.:
stark k., σώματος εξις Ερρωμένη , ή.: svag k.,
λεπτό ν σώμα, τό. àcΐυναμία, ή.: sjuklig k.,
αρρώστια, ή.

Kroppsdel, μόριον (τού σώματος), τό
κώ-λον, τό. μέλος, τό.: k:arna, τά Εν σώματι μόρια.

Kroppsgestalt, σχήμα τού σώματος, τό.

Kroppskonstitution, εξις τού σώματος, ή.:
god k., ευεξία, ή.: dålig k., καχεξία, ή. Se f. öfr.
Kroppsbyggnad.

Kroppskraft, -er, ρώμη, ή. Ισχύς, ύος, ή.
δύναμις, ή.

Kroppslig, 1) som har kropp, σωματικός, 3.
σώμα εχων, ουσα, ον. 2) kroppsartad,
σωμα-τοειδής, 2. σωματοφυής, 2 (Sedn.). 3) s. afser
kroppen, δ, ή, τό τού σώματος 1. περί τό σώμα
1. κατά τό σώμ,α 1. Εν τω σώματι 1. διά του
σώματος.: lida af k. smärta, άλγεϊν τό σώμα.: k.
skröplighet, τά σαθρά τού σώματος.: k.
åkommor, νοσήματα τά περί τό σώμα.: k.
misshandling, οικισμός τού σώματος, ο.

Kroppslighet, σωματότης, ή (Sedn.).

Kroppslyte, κακία ή Εν σώματι, κακοφυία
σώματος, ή (Sedn.).

Kroppslängd, μέγεθος τό τού σώματος.

Kroppsrörelse, άσκησις ή τού σώματος (i
allm.). περίπατος, ό (promenad).

Kroppsskada, σωματοβλαβία, ή (Sedn.).

Kroppssmärta, άλγος τό Εν σώματι 1. τού
σώματος.

Kroppsstorlek, μέγεθος τού σώματος, τό.:
i naturlig k., κατά μέγεθος αντον τού σώματος,
κατά φύσιν. όσος τις Εστι τό μέγεθος 1. τό
σχήμα. : staty i k., ϊσομέτρητος εικών, ή.

Kroppsstraff, κόλασις, ή. κόλασμα, τό.
τιμωρία, ή.

Kroppsstyrka, se Kroppskraft.

Kroppsställning, 1) ss. mått o. symmetri,
σχήμα (τού σώματος), τό. ηλικία, ή. εξις (τού
σώματος), ή. 2) ss. attityd, σχήμα, τό.

Kroppssvaghet, ασθένεια ή τού σώματος 1.
περί τό σώμα. αρρώστια, ή.

Kroppsöfning, άσκησις ή τού σώματος.
Επιμέλεια 1. θεραπεία ή τού σώματος (kroppens
skötande), σωμασκία, ή.: täfling i k., γνμνικός
άγών, ό.: idka k., σωμασκειν. άσκεϊν τό σώμα.
γυμνάζεσθαι.: s. idkar k., σωμασκητής, ό.

Kr opp ås, άκρα στέγη, ή. άκρος όροφος, ό.

Krossa, 1) eg., (άπο-, κατα)θλάν. κατα-,
σνν-τρίβειν. (κατα)θραύειν. θρύπτειν. 2) oeg., θραύειν.
πιέζειν. διολλύναι. άποκτείνειν. Se f. öfr.
Förkrossa.

-Krut.

Krossande, -ning, θλάσις, η. περίθλασις,
ή. θραύσις, ή. θρύψις, ή. θλάσμα, τό (kontusion).

Krossgryn, ungef. πτίσμα, τό.

Krubba, φάτνη, ή.

Krucifix, εϊκών χριστού άνεσταυρωμένη, ή.
(σταυρωμένος, ό. Nygr.).

Kruka, 1) eg., κάλπις, ιάος, ή. κάάος, ό.
πρόχους, ή (kanna), υδρία, ή (vattenk.).
κερά-μιον, τό (lerk.). 2) fig., βλάξ, κός, ό, ή.
συ-κομάμμας, ου, ό.

Krukmakare, κεραμεύς, έως, ό. χυτρεύς, ό.
κεραμουργός, ό (Sedn.).: vara k., κεραμεύειν.

Krukmakararbete, κέραμος, o. äfv.
κερα-μίς, ίδος, ή.

Krukmakargods, κέραμος, ό. κεραμεά 1.
κεράμινα, τά.

Krukmakarhandtverk, κεραμεία,ή.
κεραμική, ή.: idka k., κεραμεύειν.

Krukm ak ar hjul, (κεραμευτικός) τροχός, ό.

Krukmakarkäril, κέραμος, ό. κέραμα, τά.

Krukmakarlera, κέραμος, ό. κεραμίς 1.
κεραμΐτις γή, ή.

Krukmakarskifva, se Krukmakarhjul.

Krukmakartorg, κεραμοπωλείον, τό.

Krullig, ούλος, 3. |At|, κος, δ, ή : k. hår,
βόστρνξ, χος, ό.

Krum, se Krokig.

Krumbugt, l)eg., καμπή, ή. καμπτήρ, ήρος,
ο. ελιγμός, ό. άγκών, ώνος, ό. 2) oeg.,
διάδυ-σις, ή. Se f. öfr. Krokväg 2).

Krumbugta, 1) eg., ελίττεσθοι. ελιγμούς
ποιεϊσθαι. 2) oeg., διαδύεσθαι. ποικίλλειν (πρός
τινα). τέχναις καί πανουργίαις χρήσθαι.

Krum ρ en, ρικνός, 3. άπεσκληκώς, υϊα, ός.

Krump enhet, ρικνό της, ή.

Krumpna, ρικνούσθαι. καταμαραίνεσθαι.
ά-ποσκέλλεσθαι.

Krumsprång, 1) eg., ελιγμός, ό. σκίρτημα,
τό. 2) oeg., se Krumbugt 2).

Krum st af, καμπύλη, ή.

Krus, 1) käril, κάδος, ό. πρόχους, ή. 2)
tillgjorda åthäfvor, άκκισμός, ό. περιεργία, ή.
άρέσκευμα, τό.

Krusa, 1) tr., ούλον ποιεϊν. Ενουλίζειν,
βο-στρυχδυν (Sedn.).: krusadt hår, Ενουλισμέναι
τρίχες, αι.: hafsytan krusas, ό πόντος πέφρικε. 2)
intr., άκκίζεσθαι. περιεργάζεσθαι. προφασίζεσθαι.

Krusande, 1) Ενουλισμός, ό. 2) se Krus 2).

Krus are, άρεσκος, ό.

Krusbär, άγριοστάφυλον, τό (Nygr.).

Kruserlig, περίεργος (2) τον τρόπον,
περίεργος Εν τρ πρός τούς άνθρώπους ομιλία, λίαν
θεραπευτικός, 3.

Krushårig, ούλόθριξ, χος, ό, ή. ούληνεχων
τήν κόμην.: vara k., ούλοτριχεΐν.

Krusig, 1) om hår, se Krullig. 2) om
hafsytan, φρικώδης, 2. τραχύς, 3.

Krusighet, ούλο της, ή.

Krusmynta, καλαμίνθη ο. καλάμινθος, ή.
ήδύοσμον, τό.

Krusmyntvin, καλαμινθίτης οίνος, ό.

Krusning, 1) se Krusande^ 2) hafvets 1.
vattnets, f. vinden, κίνησις τού ύδατος ή Εξ
Επιπολής. φρίκη, ή. φρίξ, κός, ή (mest poët.).
λεπτοκυμία, ή (Sedn.).

Krut, πυρϊτις κόνις 1. κονία, ή. 1. d. (παρούτη,
ή. Nygr.).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0230.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free