- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
234

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kärnlös ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

234 Kärnlös -

Kärnlös, = utan kärna, se Kärna 1).

Kärnspråk, 1) ss. auktoritetsuttryck, έπος
χρνσούν, τό. ρήμα κεφαλαιον, τό. 2) kraftigt
språk, se under Kärnfull.

Kärntrupper, se under Kärna 3).

Kärnved, 1) i ett träd, ss. motsats mot
hvit-ved 1. ytved, έμμητρα ξύλα, τά, 2) god ved,
άρκna 1. Εξαίρετα ξύλα, τά. άδρά ξύλα, τά.

Käromål, λήξις, ή. κατηγορία, ή. έγκλημα,
τό. δίκη, ή. τύπος, ο (i skuldfordringssaker).

Kärr, έλος, τό. τέλμα, τό. äfv. λίμνη, ή.:
lefvande, vexande i k., έλειος, 2. λιμναίος, 3.
λιμνόβιος, 2. ελειονόμος, 2.: vuxen i k.,
ελειό-τροφος, 2. λιμνοφυής, 2.: göra till k., τελματούν.
λιμνούν.: bilda k., τελματούσ&αι. λιμνάζειν.: k.
vid hafvet, λψνο&άλαττα, jJ.

Kärra, άμαξα, ή. ά μ άξιο ν, τό. άμαξίς, ίδος, ή.

Κ är r akt i g, λιμνώδης, 2. τελματώδης, 2.
Ηώδης, 2.

Kärrlast, άμαξιαΐος φόρτος, ό.

Kärrpuss, λιμνίον, τό.

Kärrtrakt, έλη, τά. χωρίον ελώδες, τό.

Kärrvext, λιμναία βοτάνη, ή. λιμναΊον
φυ-τόν, τό.

Kärrvatten, λιμνώδες ϋδωρ, τό.

Κ ärr åk are, άμαξιεύς, έως, ό.

Kärräng, λειμών έλώδης, ό.

Kärvänlig, αϊμύλος, 3. υποκοριστικός, 3.

Kärälskelig, φίλτατος, 3. προσφιλέστατος, 3.
αγαπητός, 3.

Kättare, l)i kyrklig mening, αιρετικός, 3
(K. F.). 2) i allm., o νεωτερίζων περί τά &εϊα.
ού νομίζων ους ή πόλις νομίζει $εούς 1. καινά
δαιμόνια εϊσάγων (ur antik synpunkt).

Kätteri, αϊρεϋις, ή (Κ. F.). νεωτερισμός περί
τά &εϊα, ο.

Kättersk, αιρετικός, 3 (Κ. F.).

Κ ät t ja, ασέλγεια, ή. λαγνεία, ή (mest om
karlar), μαχλοσύνη 1. μαχλότης, ή (mest om
qvinnor). άκρασία, η.: onaturlig k., πασχητιασμός,
ο.: öfva onaturlig k., πασχητιάν.

Kättjas, άσελγαίνειν. λάγνεύειν. μαχλεύειν 1.
μαχλάν.

Kättjefull, ακόλαστος, 2. άκρατής (2) περί
τά άφροδίσια. ασελγής, 2. λάγνος (2) ο. λάγνης,
ου, ό (om karlar), μάχλος, 2 (mest om qvinnor),
samt part. af föreg. vv.

Kättla, τίκτειν.

Käx, τό άδιαλείπτως παρακαλειν 1. παραινεϊν
1. προσειπεϊν 1. νου&ετεϊν.

Käx a, ού παύεσ&αι παρακαλούντα 1.
παρα-κελευόμενον 1. παραινούντα 1. προσειπόντα 1.
νου-&ετονντα. ζυγομαχειν πρός τινα περί τίνος.

Kök, μαγειρειον, τό. όπτάνιον 1. όπτανειον,
τό.

Köksmästare, ό Επί τής όιροποιίας.
άρχι-μάγειρος, ό.

Köksbetj ening, οι Εν μαγειρείω οϊκέται.

Köksbord, Ελεόν, τό 1. ό.

Köksknif, (μαγειρική) κοπίς, ίδος, ή.

Kökskrydda, λάχανον, τό.

Kökskäril, μαγειρικά σκεύη, τά.

Kökspiga, μαγείραινα, ή.

Kökspojke, ύπηρέτης 1. παις ό τού όψοποιού
1. μαγείρου.

Kökssaker, μαγειρικά σκεύη, τά.

Köksspis, μαγειρείου Εσχάρα, ή. ίπνός, ο.

• Köpstad.

Kök|st’rädgård, πρασιά, ή. λαχανιά, ή.
κήπος λαχανείας, ό.

Köksväxt, -Ört, se Kökskrydda.

Köl, τρόπις, ιδος 1. εως, ή. στείρα, ή. äfv.
στερέωμα, τό. τροπιδεϊον, τό.

Köla, τροπίζειν.

Köld, 1) eg., ψύχος, τό (ofta pl.), ρίγος, τό.
κρύος, τό. κρυμός, ό. πάγος, ό (stelfrysning).
2) oeg., ψνχρότης, ή. ψυχρόν, τό·.

Kölhala, ett fartyg, ungef. ναύν Επισκευάζειν.

Kö Ina, ungef. &ειλόπεδον, τό 1. κοδομεϊον, τό.

Kön, γένος, τό. φύσις, ή.: manligt k.,
άρρεν ικ ή φύσις, ή.: qvinligt k., &ήλεια 1. &ηλυκή
φύσις, ή.: det täcka k., τό &ηλυκόν.

Könsdel, αιδοϊον, τό.

Könsdrift, μίξεως Επιθυμία, ή. γενετήσιος
ορμή, ή.

Köp, 1) eg., ώνή, ή. άγορασμός, ό.
άγορα-σία, ή. άγόρασις, ή (ipl.).: på k:t, fig., προσέτι,
προς τούτοις.: göra upp ett k., περί ώνής
συν-τί&εσ&αι : sluta k., ώνήν (τινός, om ngt)
ποιεί-σ&αι. 2) pris, τιμή, ή. άξια, ή.: till hd k.,
πόσου; Επί πόσω; det var godt k., ον πολλού
Επρίω (till köparen) 1. ολίγου άπέδου (till
säljaren).: en sak f. godt k., χρήμα εϋωνον, τό.

Köpa, 1) eg., ώνεϊσ&αι (aor. Επριάμην).
άγο-ράζειν, -σ&αι. χρήμασι κτάσ&αι. χρημάτων (i.
pengar) λαμβάνειν. Εμπολάν (köpa in).: hafva köpt
ngt, πριάμενον έχειν τι.: k. dyrt, πολλών
χρημάτων 1. πολλού πρίασΒ-αιι.: k. f. godt pris,
μικρού πρίασ&αι.: k. ngt af ngn, ώνεϊσ&αί τι παρά
τίνος.: k. på torget, Εξ άγοράς ώνεϊσ&αι.: vilja
k., ώνησείειν.: k. sin ära m. döden, τήν δόξαν
1. τιμήν d-ανάτου πρίασ&αι. 2) muta, ώνεισ&αι
(πρίασ&αι). παρασκευάζεσ&αι (t. ex. μάρτυρας
ψευ-δεϊς).

Köpande, se Köp 1). äfv. ώνησις, ή (Lex.).

Köpare, ώνητής, ου, ό. ό ώνούμένος, m. fi.
part. af νν. under Köpa 1).: finna k., ώνητού
Επι τυχείν.

Köpebref, σνν&ήκαι αϊ περί τής ώνής.
συμβόλαια, τά.

Köpegods, ώνια, τά. φορτία, τά. Εμπολή, ή.
Εμπόλημα, τό.

Köpekontrakt, se Köpebref.

Köpenskap, se Handel.

Köpeskilling, -summa, τιμή, ή. τίμημα,
τό.: första köpeskillingen, άρραβών, ώνος, ό.

Köping, πολισμάτιον, τό.

Köpman, έμπορος, ό (grossh.). κάπηλος,
ά-γοραιος, μεταβολεύς, ό (minuth.).
πραγματευ-τής, ό.

Köpmansbod, πωλητήριον, τό.

Köpmansgods, Εμπορικά χρήματα, τά.
Εμπο-λή, ή. Εμπόρευμα, τό.

Köpmansknep, χρηματιστική μηχανή, ή.

Köpmansstånd, Εμπόρου τάξις, ή.
Εμπορι-κόν, τό. έμποροι, οι.

Köpmansvara, se Köpmansgods.

Kö ρ mans yrke, Εμπορία, η. καπηλεία, ή.
πραγματεία, ή. Εμπορική, η.: hörande till k:t,
Εμπορευτικός, 3. χρηματιστικός, 3.

Köpslagare, se Köpare.

Köpslå, πραγματεύεσ&αι 1. χρηματίζεσθ-αι (om
affärsmän), ώς είς άγορασίαν 1. ώς ώνησόμενον
παρασκευάζεσαι (om köpare).

Köpstad, Εμπόριον, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0238.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free