- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
235

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kör ... - L

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Kör — Lackande.

235

Kör, se Chor.

Köra, 1) intr., a) på åkdon i allm., έλαύνειν.
όχείσ&αι. άρματηλατεΐν. όχησιν ποιεϊσθαι.: k.
öfver floden, ini τής αμάξης όχούμενον τον
ηοτα-μον περαιούσ&αι. άιακομίζεσ&αι ύπέρ τον
ηοτα-μόν.: k. öfver bron, τήν γέφυραν άιελαύνειν.:
k. på, raskare undan, τον άρό^ιον ίποτρύνειν τοίς
ϊπποις.: k. af vägen, vilse, οχούμενον ϊκκλίνειν
άπο τής όάού 1. όιαμαρτάνειν της όάού.: han kör
ur vägen f. hm, έλαύνων έκτρέπεται αυτόν
άπαν-τώντα.: k. fore, Ιλαύνοντα ήγείσ&αι.: k. omkull,
ϊλαύνοντα άνατρέπεσ&αι.: k. emot, προσχρούειν
(eg. ο. oeg.). b) ss. körsven, kusk, forman,
ή-ιΊοχεΙν. άρματηλατεΐν. άμαξεύειν.: konsten att k.,
η ήν*>οχιχή τέχνη, c) k. i åkern, άρουν,
άροτριά-ζειν, άροτριάν, άροτριούν. 2) tr., a) eg.,
Ιλαυ-νειν, ήνιοχείν (eg. dragdjur), (ζεύγεσιν 1.
ύποζυ-γίοις) άγειν, κομίζειν (k. varor). ϊλαύνοντα 1.
ή-νιοχούντα κομίζειν 1. πέμπειν (föra personer).: k.
hästar, vagnar, ήνιοχείν 1. Ελαύνειν ϊηηους,
άρματα.: k. söuder, omkull, έλαύνοντα κατακλάν,
άνατρέπειν. b) fösa, m. makt drifva, se Drifva
1) a) a), c) tvinga, se Drifva 1) a) ß).

Körande, 1) a) όχησις, ή. b) ήνιοχεία,
ή-νιόχησις, ή. άμαξεία, ή (m. fraktvagn),
άρματη-λασία, ή (m. stridsvagn), άιφρεία, ή (eg. ra. stridsv.).
c) άροσις, ή. 2) a) ήνιόχησις, ή. άγωγή, ή.
χο-μιβή,ή. b) ελασις, ή. — πήξις,ή. c)
παρόρμη-σίς, ή.

Kör are, ηνίοχος, ό. άρματηΧάτης, ου, ό.
Λ-φρηλάτης, ου, ο. άμαξεύς, έως, ό (forman).

Körbana, αμαξιτός, ή.

Körbar, άμάξαις πορεύσιμος, 2.

Körfvel, χοιρέφυλλον, τό. σκάνάιξ, ικος 1,
σκάνάυξ, νχος, ή.

Kö ma, πτίσσειν. -ande, -ing, πτισμός, ό.

Körning, se Körande.

Körport, πύλαι, αϊ. πυλών, ώνος, ό.

Körredskap, όχημα, τό. ζεύγος, τό.

Körsbär, κεράσιον, τό.

Körsbärskåda, ρητίνη ή άπό του κεράσου.

Körsbärskärna, όστούν τό 1. πυρήν ό του
κερασιού.

Körsbärsskog, πλήθος χεράοων, τό.

Körsbärsträd, κέρασος, ό. χερασία 1.
κερασέα, ή.

Körsbärsvin, οίνος ό άηό κερασιών.

Körsel, -sia, κομιάή, ή. άγωγή, ή.

Körsnär, se Bundtmakare.

Körtel, ά&ήν, ένος, ό. χοιράς, àcΐος, ή (halsk.).
παρίσ&μια, τά (mandlarne).

Körtelartad, -formig, άάενώάης, 2.

Körväg, άμαξήλατος (όίός), ή. άμαξιτός, ή.

Kött, 1) den lefvande djurkroppens, σάρξ,

κός, ή (äfv. de mjuka delarna på vexter). 2)
ss. färdigt till näringsmedel, κρέας, ως, τό (vanl.
pl.), oxpov, τό (sofvel; under heroiska tiden =κ
kött; under d. klassiska = fisk).: salt k., κρέα
άλίπαστα 1. άλιστά, τά. τάραχος, ό. äfv.^ro’ (äfv.
== salt fisk).: äta k., Εσθίειν κρέα χρεών,
χρεο-φαγεϊν. χρεοβορείν (Sedn.).: hugga k., χρεουργείν.
3) sinlighet, σάρξ, ή (Ν. Τ.).: köttsens
begärelse, ήάονή ή άιά του σώματος, λαγνεία, ή.

Köttaktig, σαρκοει&ής, 2. σαρκώδης, 2.
χρε-ώάης, 2.

Köttaktighet", gm adj.

Köttbalja, κρεωάόχον άγγείον, τό.

Köttbit, κρεάάιον, τό. σαρκίον, τό.
σαρχί-diov, τό.

Köttbod, χρεω&ήχη, ή (ss. förvaringsrum).
κρεοπωλειον, τό, κρεωπωλική τράπεζα, η,
κρεω-πώλιον, τό (ss. salubod).

Köttdiger, σεσαρκωμένος, 3. παχύς, 3. se
f. öfr. Köttig.

Kötted, ungef. λόγος άσεβής κοti ανόσιος, ό.

Kött full, εϋσαρκος, 2. πολύοαρκος, 2. se f.
öfr. Köttig.

Köttfärg, άνάρείκελον, τό. -gad,
άνόρείχε-λος, 2.

Köttgaffel, χρεάγρα, ή.

Köttgryta, se Kokkärl.

Köttig, σάρκινος, 3. σαρκώάης, 2. κατ
άσαρκος, 2, εύσαρκος, 2, ηολύσαρκος, 2 (frodig).: bli
k., σαρκούσ&αι.

Köttighet, εύσαρκία, ή, πολυσαρκία, ή, hos
Sedn., χατασάρχωσις, ή (fetma), samt gm adjj.
äfv. σάρκες, at.

Köttklump, κρέας, τό.

Köttknif, κοπίς 1. μάχαιρα ή άρτάμου.

Köttkorf, χοράή, ή.

Κ ött lös, άσαρκος, 2.: vara k., άσαρκεΐν.

Köttlöshet, άσαρκία, ή.

Köttmask, εύλή, ή.

Köttmat, κρέα, τά.

Köttmånglare, κρεωπώλης, ον, ο.

Köttslig, σαρκικός, 3. σωματικός, 3.: k:ga
lustar, ήάοναι at άιά τον σώματος.

Köttsoppa, ζωμός, ό.

Köttstycke, κρέας, τό.

Κ ött svulst, σάρκωμα, τό.

Kötts ås, ζώμενμα, τό.

Kött-torg, κρεοπωλείον, τό.

Köttutdelning, χρεωάαισία, ή.

Köttvåg, χρεοστά&μη, ή.

Köttätande, 1) adj., κρεωφάγος,
σαρκοφάγος, σαρκοβόρος, 2.: de k. djuren, τά σαρκοβόρα
τών ζώων. 2) subst., χρεωφαγία, ή.

Köttätare, κρεωφάγος, ό.

L.

L, Α, λ. λάμβό’α I. λάβδα, τό (indec.).: lik L,
λαμβάοει&ής, 2.: uttala L tjockt, λαμβ&ακίζειν.:
ett sdnt uttal, λαμβΰακισμός, o.

Laboratorium, ϊργαστήριον χημευτικόν o.
φυσιολογικόν, τό 1. d.

Labyrinth, λαβύρινθος, ό.
Labyrintisk, λαβυριν&ώάης, 2.

Lack och lyte, lägga 1. o. 1. på ngn, ψόγον
και όνειδος τινι περιάπτειν.

Lack, att förseglam., σφραγιστικός κηρός, ό.
ρύπος, ό.

Lacka, 1) se Försegla. 2) om svett, ζειν
και άνακηκίειν.

Lackande, σφραγϊάος Ιπιβολή, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0239.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free