- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
243

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lekamen ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lekamen — Lexa.

243

ngt).: 1. m. ngn, συμπαίζειν τινί. συ μπα ίκ το ρ a
εϊναί τινι.: 1. m. ngt, παίζειν τινί (eg., t. ex.
σφαίρα), τί (oeg., t. ex. τά οσια).: 1. en lek,
παι-διάν παίζων. 2) om djur, σκιρτάν (hoppa, dansa).
ώα τίκτειν 1. ώοφορεϊν (om fiskar), συνδυασθήναι
1. συμμίγνυσθαι (om foglar, i partiden).^
Lekamen, σώμα, τό.: död 1., νεκρός, o.
Lekamlig, σωματικός, 2 (t. ex. ουσία,
πάθος o. s. v.).: 1. godt, άγαθά φθαρτά, τά.
Lekande, se Lek.
Lek att, ικτις, ιδος, ή.

Lekboll, fig., παιδιά, ή.: ha ngn till sin L,
παιδιάν (καί γέλωτα) ποιεϊσθαι^ τινα. έντρυφάν
τινι.: blifven en 1. f. ödet, τρ τύχρ έπίχαρτος
γενόμενος.

Lekbroder, -syster, συμπαίζων, ουσα, ό,
ή (τινί).

Lekkamrat, συμπαίκτωρ, ορος, ο.
συμπαίκτης, ου, ό.

Lekman, λαϊκός, ό (Κ. Γ.), äfv. ϊδώτης, ου, ό.
Lekplats, ungef. παλαίστρα, ή.
Leksak, άθυρμα, τό. παίγνιον, τό.
Lekställe, χώρος έν ω παίζουσι,
διατρέχου-σιν οι παίδες.

Lektion, άνάγνωσις, ή (föreläsning),
άκρόα-σις, ή (föredrag), διδασκαλία, ή (undervisning).
μάθημα, τό (erhållen undervisning), ώρα του
δι-δάσκειν (tid).: ge l:er, διδασκαλίαν ποιεϊσθαι.
δι-δάσκειν.: ta l:er, άκροάσθαι τίνος, φοιτάν παρά
τινα, εις διδασκάλου.

Lektionskatalog, άκροάσεων πίναξ, ό.
Lektor, άναγνώστης ό παρ’ ήμϊν καλούμενος,
διδάσκαλος ό έν τοις νυν γυμνασίοις 1 d.

Lektyr, άνάγνωσμα, τό. άκρόαμα, τό.: vän af
1., φιλαναγνώστης, ου, ό.: vara vän af 1.,
φιλα-ναγνωστεϊν.

Lekverk, άθύρματα, τά. παίγνια, τά. äfv.
παιδιά, ή.

Lem, μέλος, τό. κώλον, το’, μόριον, τό.
άρθρον, τό (led).: de yttersta lemmarna
(extremiteterna), άκρωτήρια, τά.

Lemläs ta, (άνα)πηρούν. άκρωτηριάζειν.
κο-λούειν. κολοβούν. περικόπτειν. λυμαίνεσθαι
(misshandla).

Lemna, 1) låta vara qvar, (άπο-,
κατα)λεί-πειν. άφιέναι. έάν (låta bli).: 1. ngn ngt, έάν
τινα έχειν τι 1. χρήσθαι τινι.: 1. en arfvinge
efter sig, ενα κληρονόμον καταλείπειν.: ej 1. ngt
efter sig ens till begrafning, καταλείπειν μηδέ
τα-φήναι. 2) gå ifrån, (άπο-, έκ-, προ)λείπειν m.
acc. άπαλλάττεσθαί τίνος (ställe, person, äfv. sak,
t. ex. ett arbete = komma ifrån, sluta).: 1. ett
ställe, άποχωρεϊν άπο χωρίου τινός, έξιέναι
χωρίου. : 1. ett ställe ο. förfoga sig till ett annat,
Εκλείπειν τι χωρίον εις άλλο χωρίον,
άπαλλάττεσθαί πρός 1. εϊς χώραν.: 1. sin bostad, μετοικείν.
μετανίστασθαι.: 1. ngn, άφίστασθαι 1.
άποοτή-ναι Κ άποστρέφεσθαί τίνος (1. ngns parti).: 1.
sin post, λείπειν τήν τάξιν. λειποτακτεϊν.: 1. i
sticket, άπο-, προλείπειν, προδιδόναι τινά (äfv.
t. ex. τήν πόλιν, sitt fädernesland).: 1. ett
arbete, (άπο)παύεσθαι έργου.: bäfvan l:r mig,
Εξίσταμαι φόβου.: sjukdomen l:r mig,
άπαλλάττο-μαι νόσου.: l:s af sina vänner, έρημον γίγνεσθαι
τών φίλων. 3) öfverlemna, -låta, παραχωρεϊν
τινί τίνος (afträda, afstå), έφ-, παριέναι τινί τι.
Επιτρέπειν τινί τι 1. m. inf. συγχωρεϊν τινί τι

(tillstädja).: 1. afgörandet åt ngn, Εφιέναι
(κρί-νειν 1. τήν κρίσιν) τινί. άποδιδόναι εϊς (t. ex.
εϊς βουλήν).: 1. regeringen i ngns vård, Επι
τρέπειν τήν άρχήν τινι.: 1. sig i läkares vård,
Επι-τρέπεσθαι ϊατρώ.: vakten l:s mig, Επιτρέπομαι
τήν φυλακήν.: rättighet l:s mig att, έξεστί μοι I
δέδοταί μοι m. inf: 1. uppmärksamhet åt ngt,
προσέχειν (τον νουν) τινί.: jag l:r åt ditt
omdöme, huruvida, σοι Επιτρέπω κρίνειν, εϊ.: 1. sina
barn åt ngn att uppfostras, ngt åt glömskan,
πα-ραδιδόναι τούς παϊδάς τινι παιδεύειν, λήθρ τι.

Lemnande, άπό-, εκλειψις, ή. ο. gm inf.
^ Lemning, λείχρανον, τό. λεϊμμα, τό. περί
άπόλειμμα, τό. pl. τά περιόντα.

Len, μαλακός, 3. άπαλός, 3. λίϊο?, 3.
Επιεικής, προσηνής, 2 (oeg.).: 1. stämma, πραεϊα 1.
λεία 1. προσηνής φωνή.: 1. fläkt, λεϊον πνεύμα.:
l:t rapp, Ελαφρά πληγή.

Lena, 1) tr., τήκειν (t. ex. χιόνα), χλιαίνειν.
(κατα)πραύνειν (oeg.).: lenande medel,
πραϋντι-κόν φάρμακον, τό. 2) intr., (άνα)τήκεσθαι.: det
lenar på, är len väder, διαλύεται ή χιών καί τό
κρύος, διαλύονται οι πάγοι.

Lenhet, μαλακία, ή. άπαλία 1. απαλό της, ή.
λειότης, ή.

Lenväder, se under Lena 2).
Leopard, λεόπαρδος o. λεοντόπαρδος, ό.
Leprös, λεπρός, 3.

Ler, Lera, πηλός, ό. κεραμϊτις γή, ή.
κέραμος, ό (krukmakarlera). άργιλος ο. άργιλλος, ή
(mergel).: af 1., κεραμεούς, 3. κεράμινος, 3.
κεραμικός, 3. κεραμεικός, 3. πήλινος, 3. κεράμου,
πηλού (gen. materiæ).: kärl af 1., κεράμιον, τό.:
arbeten af 1., πήλινα έργα, τά.

Leraktig, άργιλώδης 1. άργιλλώδης, 2.
πη-λώδης, 2.
Lerbotten, πέδον πηλώδες, τό.
Lerbruk, άμμος, ή.
Ler golf, έδαφος πηλώδες, τό.
Lergrop, βόθρος Εν ω όρύττουσι πηλό ν 1.
κε-ραμϊτιν γήν 1. άργιλον.
Lerhus, πήλινος οίκος, ό.
Lerig, άργιλώδης, 2. πηλώδης, 2.
Lerjord, γή σπιλάς, ή. se f. öfr. Ler.
L ers la, πηλούν.

Leta, (άνα)ζητεϊν, (Εξ)ερευνάν, Εξετάζειν, efter
ngt, τί. φωράν τι (eg. ngt stulet).
Letande, ζήτησις, ή. 1. m. vv.
Lethargi, ληθαργία, ή 1. λήθαργος, ό.
••gisk, ληθαργικός, 3.

Leverans, Επάρκεια, ή. χορηγία, ή (Sedn.,
krigsförnödenhet).

Leverant, -tör, πάροχος, ό.
Leverera, 1) aflemna, παρέχειν. πορίζειν.
è-παρκεϊν. χορηγεϊν. άποδεικνύναι (t. ex. έργον, ett
arbete färdigt), άγειν. παριστάναι. : 1.
förnödenheter åt hären, τό στρατόπεδον τοϊς Επιτηδείοις
χορηγεϊν. 2) hålla.: 1. betalj, träffning, μάχην
συνάπτε ιν, ποιεϊσθαι, τίθεσθαι. συνελθεϊν εις
μάχην. συμβάλλειν (εις μάχην).

Levkoja, λευκό ν ϊον, τό. λευκόϊον, τό.
Levkojolja, τό λευκόϊνον.
Lexa, 1) eg., έργον, τό. τεταγμένον, τό.
πρός-ταχθέν, τό. πρόσταγμα, τό. 2) tillrättavisning,
νουθέτησις, ή. νουθέτημα, τό.

Lexa upp, νουθετεϊν τινα. (δια)\ρέγειν τινά.
μέμφεσθαί τινι. Επιτιμάν τινι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0247.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free