- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
244

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lexikograph ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

*44

Lexikograph — Lif.

Lexikograph, λεξικογράφος, o.
Lexikon, λεξικόν. τό

Libation, σπονδή, ή (vanl. i pl.), χοή, ή (pl,
f. döda).: anställa 1., (κατα)σπένδειν. χοήν
ποιεϊσθαι.

Libationskärl, λοιβεϊον, τό.
Libell, ξύγγραμμα, τό. βλάσφημον
Σύγγραμμα, té.

Liberal, -alitet, se 1) Frikostig.
Frikostighet. 2) Frisinnad. Frisinnighet.
L ib stick a, Πελοποννησιακό v σέσελι, τό.
Licens, ακολασία, ή.

Lida, I) känna smärta, a) pinas, skadas,
τα-λαιπωρεϊν, -εϊσθαι (υπό τίνος, af bekymmer,
vedermöda). κακώς πάσχειν 1. εχειν (υπό τίνος),
κακώς πράττειν (διά τινά), νοσεί ν τινι 1. τί (af
smärta, fel), περί τι (af = i afs. på ngt) 1.
ab-sol. (— vara olycklig, mest om samhällen),
πο-νεϊν τινι, υπό 1. εκ τίνος, κάμνειν τινί 1. τί\. υπό
τίνος (af sjukdom, vedermöda ο. d.). alla dessa
vv. kunna ock begagnas absol.: 1. af hunger, se
Hunger.: 1. af törst, δίψει συνέχεσθαι. διψήν.:
1. i ngn kroppsdel, ngt hänseende, νοσεϊν, άλγεϊν,
κακώς εχειν τι. b) utstå, πάσχειν, τλήναι, φέρειν
τι. άνέχεσθαί τι. καρτερεϊν τι. ύπομένειν τι.: 1.
nöd, άπορεϊν. έν άπόροις είναι.: 1. stor nöd,
πολλά και κακά νποφέρειν.: landet lider af
hungersnöd, λιμός κατέχει τήν χώραν.: 1. orätt,
άδικεϊ-σθαι.: 1. straff, δίκην διδόναι 1. ύπέχειν.
κολά-ζεσθαι.: 1. oförskyldt, άνάξια πάσχειν.
άναξιο-παθεϊν. c) drabbas af ngt, περιπίπτειν τινί.: 1.
skada, βλάπτεσθαι. ζημιούσθαι. βλάβην 1. ζημίαν
λαμβάνειν.: 1. förlust, έλαττούσδαι. κακούσθαι.
μείον εχειν.: hans helsa lider, καχεξία
περιπίπτει. άρρωστεί. κακώς έχει τό σώμα.: hans rykte
lider, κακώς άκούει. νοσεί περί δόξαν.: den
lidande parten, δ ήττώ μένος, ό έλαττούμενος, ό
μείον εχων (ofta pl.), äfv. ο1 αδικούμενος 1.
άδι-κηθείς. ό ήττων, d) tåla, förlika sig med,
φέρειν. ύπομένειν. άνέχεσθαί.: väl 1. ngn, φιλεϊν,
αγαπάν τινα. ουκ άηδώς εχειν τινί. άρέσκει μοί
τις.: ej 1. ngn, άχθεσθαί τινι. άηδώς εχειν τινί.
e) öfverse med, περιοράν. έάν (γίγνεσθαι),
δέχε-σθαι (tillåta). 2) gå undan, framskrida, παρ-,
προϊέναι, διέρχεσθαι, παροίχεσθαι (om tiden).
προχωρεϊν, προβαίνειν, προκόπτειν (εις τοσούτον),
προκινεϊσθαι (om företag, arbete, färd).: det lider
mot afton, δψίζει. εσπέρα γίγνεται.; hd lider
tiden? πόσον 1. ποϊ προβέβηκεν ό χρόνος; πηνίκ\
έστι τής ημέρας; ποιόν έστι τό στοιχεϊον (hd är
klockan); hd det lider, (τω) χρόνω. προϊόντος του
χρόνου.

Lidande, πάθος, τό. κακόν, δεινόν, τό.
ταλαιπωρία, ή. πόνος, δ. πάθημα, τό. πάθησις, ή
(fördragande).

Lidelse, πάθος, τό. οργή, ή. θυμός, ό.
έπι-θυμία, η.: ursinnig 1., μανία, ή.: herravälde
öfver l:rna, έγκράτεια, ή.: beherrska sina l:r,
κρείττω είναι τών έπιθυμιών.

Lidelsefri, απαθής, 2. μέτριος, 3. σώφρων, 2.

Lidelsefull, έμπαθής, 2. έμμανής, 2.
θυ-μοειδής, 2. θερμός, 3. παράφορος, 2 (galen).

Lider, στέγη, ή. στέγασμα, τό.

Lider lig, τρυφερός, 3. ασελγής, 2. άσωτος,
2. άκόλαοτος, 2. άνειμένος (3) πρός τρυφήν.
άνετος, 2. ακρατής, 2.: lefva l:t, άσελγαίνειν.
τρυ-φάν.

Liderlighet, ασέλγεια, ή. ασωτία,
άκολα-σία, άκράτεια, άκρασία, ή.

Lie, δρέπανον, τό, δρεπάνη, ή, άρπη, ή
(skära\

Lie form i g, έπικαμπής, 2. δρεπανοειδής, 2.
Lie sm ed, δρεπανουργός, ό.
Liera sig, φιλίαν ποιεϊσθαι πρός τινα.
οικεί-ούσθαί τινι. — lierad, οικείος, 3. οικείος και
έπιτήδειός τίνος, pl., συνήθεις όντες και εϋνοιαν
άλλήλοις έχοντες.

Lif, 1) kroppens mellandel, veklifvet, κενεών,
ώνος, ό, λαγών, όνος, ό, ν (äfv. pl.), λαπάρα,
ή. οσφύς, ύος, ή (höft), äfv. σώμα, τό. δέμας,
τό (poët.). samt κοιλία, ή (t. ex. löst lif, κοιλία
ύπάγονσα.: hårdt 1., άνέκκριτος κοιλία 1.
γα-στήρ).: smal om lifvet, λεπτόγαστρος, 2.
λεπτόσωμος, 2 (Sedn.).: taga ngn om lifvet, λαμβάνειν
τινα μέσον, i l:et, τινά του κενεώνος.: gå ngn på
lifvet, έπιχειρεϊν, έπιτίθεσθαί τινι (i handling).
άπτεσθαι, καθάπτεσθαί τίνος (i ord), έπεξιέναι,
-έρχεσθαί τινι (i rättegångsväg).: ej komma ngn
på lifvet, άπέχεσθαί τίνος.: taga ngt till lifs,
προσφέρεσθαί τι. άπολαύειν τινός.: bedyra vid
1. o. själ, έξώλειαν έπαρώμενον έαυτώ
δμό-σαι. 2) tillvaro, ζωή, ή (physiskt,
vegetabiliskt ο. animaliskt). ψυχή, ή (andedrägt,
lifskraft). βίος, ό (medvetet ο. verksamt 1.).: i mitt
1., i μου ζώντος.: ett angenämt 1., ηδύς βίος.:
ett lugnt 1., βίος άπράγμων.: ett sorgligt,
bedröfligt 1., βίος οδυνηρός, ταλαίπωρος, άβίοτος.:
i lifvet, έν τω βίω. κατά τον βίον.: dta lifvet, δ
ένθάδε βίος.: i dta lifvet, ένθάδε.: hela lifvet
igenom, παρ’ δλον τον βίον. διά παντός τον
βίου.: skiljas fr. lifvet, άπαλλάττεσθαι (του βίου),
μεταλλάττειν (τον βίον): beröfva ngn lifvet,
άφαι-ρεϊσθαί τινα τήν ψυχήν. έξάγειν τινά του βίου.
sig lifvet, άναιρεϊν εαυτόν, έξάγειν εαυτόν έκ βίου
1. του ζήν (Sedn.). Jfr äfv. Döda.: mista lifvet,
άπόλλυσθαι. διαφθείρεσθαι. (άπο)θνήσκειν.:
förlora lifvet i drabbning, πίπτειν 1. άναιρεϊσθαι έν
μάχγι, : komma till 1. igen, άναβιώσκεσθαι.:
återkalla till 1., άναβιώσασθαι. άναβιώσαι.
άναζω-πυρεϊν (Sedn.).: sätta sitt 1. på spel,
παραβάλ-λειν 1. παραβάλλεσθαι τήν ψυχήν.: våga, riskera
lifvet, κινδυνεύειν 1. (αγώνα) τρέχειν περί ψυχής.:
stå efter ngns 1., έπιβουλεύειν τινί (θάνατον).:
strid, strida på 1. ο. död, άγων ό περί ψυχής,
άγωνίζεσθαι περί ψυχής.: bli vid 1.,
(δια)σώζε-σθαι. περιγίγνεσθαι.: vara ännu vid 1.,
περιγε-νέσθαι. περιεϊναι. ύπόλοιπον είναι.: komma ifr.
m. lifvet, σώζεσθαι. ζώντα άπαλλάττεσθαι.: hafva
ngn att tacka f. lifvet, ζήν διά τινα. σώστρα
ό-φείλειν τινί.: döma ngn fr. lifvet, καταγιγνώσκειν
θάνατον τίνος (om domaren), μή φάναι ζήν έπί
πλέον (τον κάμνοντα, om läkaren).: skänka ngn
lifvet, έάν ζήν τινα, φείδεσθαί τίνος (i allm.).
άπολύειν τινά τής του θανάτου ζημίας (om
domaren).: m. lifvet gälda, (άπο-, έκ)τίνειν τη κεφαλή.:
bedja f. ngns 1., παραιτεϊσθαι ψυχήν τίνος.: spara
sitt 1., φιλοψυχεϊν. φείδεσθαί του βίου.: älska
ngn högre än sitt eget 1., μείζον τής εαυτού
ψυχής τιμάν, φιλεϊν τινα.: kär i lifvet, φιλόζωος, 2.:
kärlek till lifvet, φιλοψυχία, ή. έπιθυμία ή του
ζήν.: inrätta sitt 1., οίκονομείν τον βίον.: vara
trött på lifvet, δυσχεραίνειν 1. άποπτύειν τό ζήν.:
ej ge tecken till 1. ifr. sig, τεθνηκότι έοικότα
κεϊσθαι.: mätthet på lifvet, άηδία ή του ζήν. 3)

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0248.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free