- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
250

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Locka ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

250

Locka — Loppa.

ngn till sig, a) eg., på djur, πόππυσμα, τό.
ποππ υσμός, ό. πάλευμα, τό. b) oeg., έπαγωγή,
ή. υπαγωγή, ή.: hrkn m. 1. el. pock, ούτε dta
πειθούς οντε διά βίας. ούθ1 εκών ούτ’ άκων.

Locka, 1) eg., φθεγγόμενον προσάγειν (i
allm., om mskr o. djur, locka till sig), δελεάζειν
(gm lockbete, oeg. om mskr). παλεύειν (m.
lockfog-lar, oeg. om mskr). ποππύζειν. 2) oeg., έπάγειν,
-σθαι. ύπάγειν, - σθαι. έφέλκειν.: låta 1. sig gm
ngt, έφέλκε σθαι, έπισπάσθαι, έπαίρεσθαί τινι.:
1. ngn i sina nät, παλεύειν τινά.: 1. i försåt,
ύπάγειν εϊς ένέδρας.: 1. ngt ur ngn, έξάγειν
-σθαι τι έκ τίνος.: 1. tårar af ngn, έξάγειν
δάκρυ τινί.

Lockande, δελεασμός, ο. τό παλεύειν.
ποπ-πυσμός, ό. έπαγωγή, υπαγωγή, ή (oeg.).

Lockbete, δέλεαρ, ατος, τό. δελέασμα, τό.

Lockdufva, παλεύτρια, ή.

Lockelse, πάλευμα, τό. έπαγωγή, ή.
υπαγωγή, ή. (προσ)αγωγόν, τό. ψυχαγωγία, 17
(själsförnöjelse).

Lockfågel, παλευτής, ο£, ο. /m.,
παλεύ-τρια, jJ.: fånga m. 1., παλεύειν.: en s. fångar
m. 1., παλίi/rtff, oD, o.

Lockhårig, ελικοβόστρυχος, 2.

Lockig, otUos*, 3. βοστρυχώδης, 2.
καταβό-tf τ ρυχος, 2.

Lockmat, se Lockbete.

Lockmedel, se Lockelse.

Lod, 1) i allm., μολύβδαινα, ή. μολυβδίς, ίδος,
ή. 2) sänklod, a) att pejla med,
καταπειρατη-ρία, ή. βολίς, ίδος, ή. κάθετος μόλυβδος, ό (äfv.
timmermäns), κάθετος, ή. b) timmermäns,
οτα-ψύλη, ή. κάθετος, ή (perpendikel). κανών ό
μολύβδινος. στάθμη, ή. σπάρτη, ή. 3) stryklod,
βάλανος ή έν όμαλίστρα el. d. 4) ss. vigt, ungef.
ήμιούγγιον, τό. ούγκίας 1. ούγγίας ήμισυ, τό.

Loda, βολίζειν. τήν καταπειρατηρίαν καθιέναι.

Lodjur, se Lo.

Lodrät, έπί, κατά, πρός στάθμην
(έξηκρι-βωμένος, 3). ορθός, 3.: 1. ställning, όρθότης,
ή.: vara i 1. ställn., ορθόν καταστηναι.
όρθο-στατεϊν.: i 1. ställn., ορθούτάδην.: 1. linia,
κάθετος {γραμμή), ή.

Lodräthet, διάθεσις ή κατά κάθετον. τό κατά
κάθετον. δρθότης, ή.

Lof, 1) lov. krysstur, πλους ό πρός άντίον
τον άνεμον πλάγιος. 2) tillstånd, a) i allm.,
tf|ιγχώρηαις, ή. συγχώρημα, τό. έξουσία, ή.: ge
1. att tala, λόγον διδόναι.: hal., έξουσίαν εχειν.
b) att upphöra m. ngt, t. ex. skollof, έκεχειρία,
η. εορτάσιμοι ήμέραι, al. 3) högtidligt prisande,
ευλογία, ή. äfv. εύφημία, ή. ευχή, ή (m. bön till
Gud).

Lof gifva, gifva lof, έπιτρέπειν τινί τι. έάν
ποιεϊν τινά τι. συγχωρεϊν. έψιέναι τινί τι.
έξουσίαν διδόναι el. ποιεϊν el. παρέχειν τινί. — 1 ο f
-gifven, θεμιτός, 3. νόμιμος, 3. έννομος, 2.:
det är l:t, εξεστι. πάρεστι. ένδέχεται. θεμιτόν,
νόμιμόν έστιν. θέμις έστίν.: då det är l:t, έξόν.
παρόν.

Loflig, se lofgifven.

Lof offer, εύχωλή, ή (nästan uteslut, poet.).

Loford, έπαινος, ό. έγχώμιον, τό.

Lof qväde, έγκώμιον (μέλος), τό. έγκώμιος
νμνος, δ. νμνωδία, ή. παιάν, άνος, ό. Jfr
Lof-s ång.

Lofsjunga, ύμνεϊν, καθυμνεϊν. ύμνωδεϊν.

Lofsång, ΰμνος, δ. ύμνωδία, ή (poët.).: en
mindre till en gudomlighet, προοίμιον, τό.: sjunga
en 1., ύμνωδεϊν. Jfr Lofqväde.

Loft al, έπαινος, ό. έγκώμιον, τό.
πανηγυρικός (λόγος), δ.: hålla 1. öfver ngn, επαινον
λέγειν έπί τινι. έπαίνους ποιεϊσθαι έπί τινι el. έπί
τίνος., hörande till 1., έγκωμιαστικός, 3.

Loftalare, έπαινέτης, ου, δ (fem. έπαινέτις,
ιδος, ή), έγκωμιαστής, ού, δ. ό λέγων τον επαινον.

Lofva, 1) motsvara ngns begäran,
(καθ)ομολο-γεϊν. (καθ)υπισχνεϊσθαι. άναδέχεσθαι. ύποδέχεσθαι
(åtaga sig).: säkert 1., διαβεβαιούσθαι. έγγυάσθαι.
νπισχνεϊσθαι ή μήν m. inf. fut.: högtidligt 1.,
εύχεσθαι. πίστιν διδόναι. 2) väcka ngns
förväntan, έπαγγέλλεσθαι (erbjuda sig till ngt), έλπίδα
παρέχειν el. ύποτείνειν.: 1. sig ngt af ngn,
προς-δοκάν ώφελεϊσθαι εκ τίνος. 3) prisa, ευ λέγειν,
εύλογεϊν. έγκωμιάζειν. εύχεσθαι (θεοϊς).

Lofven, ύπόσχεσις, ή. τό εύχεσθαι.: tro ο. 1·,
πίστις (και ορκοι).: på tro ο. 1., εϊς πίστιν.

Lofvera, Lofva, πλαγιάζειν πρός άντίους
τούς άνεμους.

Logarfva, βυρσοδεψειν. βυρσεύειν (Lex.).

Logarfvare, βυρσοδέψης, ου, δ. βυρσεύς,
έως, ό.

Logarfveri, βυρσεϊον, τό. βυρσοδέψιον, τό.

Loge, άλως, ω, ή. άλωά, ή.

Loge, οίκημάτιον, τό 1. d.: på theatern, ungef.
κερκίς, ίδος, ή.

Logement, Logera, se Boning,
Herberge, Herbergera.

Loggolf, άλως, ω, ή.

Logik, λογική, ή. -iker, λογικός, ό. -isk,
λογικός, 3.

Loj, νωθής, 2. νωθρός, 3. βλάξ, κός, ό, ή.
οκνηρός, 3.

Lojal, νόμιμος, 3. δίκαιος, 3. πιστός, 3.
χρηστός, 3. καλοκάγαθικό ς, 3. -i tet, δικαιοσύνη, ή.
πίστις, ή. καλοκάγαθία, ή.

Loj het, νώθεια, ή. βλακεία, ή. δκνος, δ.

Lokal, τόπος, ό. χώρα, ή. οίκημα, τό. -itet,
τόπος, ό (äfv. pl.), φύσις ή τής χώρας.

Lokution, λέξις, ή. φράσις, ή.

Lolla, μώρα, ή. βλάξ, κός, ή.

Lom, αϊθνια, ή. κολυμβίς, ίδος, ή.

Lomhörd, ύπόκωφ>ος, 2.

Lomhördhet, κωφότης (άκοής), ή.

Longitud, κάθετος ή έπί του πρώτου
καλουμένου μεσημβρινού 1. d.

Lopp, 1) ss. rörelse, a) eg., δρόμος, o (i
allm.). φορά, ή (fart). (περι)φορά, ή, κύκλος, δ
(himmelskrprnes). ό, ρεύμα, τό (vattnets).:

i 1., δρόμω. δρομαϊος, 3. τρέχων, ουσα, όν.:
fullända sitt 1. (om himmelskrpr), πληρούν τον
κύκλον.: under tidens 1., του χρόνου περικ’ντος,
äfv. προϊόντος, b) oeg., προχώρησις, ή. προκοπή,
η.: lemna tungan fritt 1., μηδέν ύποστειλάμενον
ειπείν, ειπείν δ τι άν έλθ^ έπί τό στόμα.: ge en
sak fritt 1., ού κωλύειν τι.: efter naturens 1.,
κατά τήν φύσιν.: händelsers 1., τά κατ* άττα
γιγνόμενα. τά εκ τίνων συμβάντα.: så är
verldens 1., ούτως εχει τά άνθρώπεια πράγματα. 2)
det hrigm ngt löper, rör sig, o. d., σύριγξ,
γγος, ή. αυλός, ό. ρεϊθρον, τό (en flods).

Loppa, subst., ψύλλα, ή. ψύλλος, ό.

Loppa, verb., τάς ψύλλας άπολέγειν τινί.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0254.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free