- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
255

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lystenhet ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lystenhet — Långledas.

255

ουσα, ον. λίχνος, 3 (efter läckerheter), κιττώσα,
ή (om hafvande qvinna).: vara 1. efter ngt,
Ερωτικώς el. Επιθυμητικώς εχειν τινός, ό ρέγ εσθαι t
Εφίεσθαί τίνος. κιττάν τινός (om hafvande qvinna).

Lystenhet, Lystnad, ερως, ωτος, ό.
Επιθυμία, ή. όρεξις, ή. απληστία, η. λιχνεία, ή (eg.
efter läckerheter), σιναμωρία, ή. κίττα, ή
(hafvande qvinnors).: ingifva ngn 1., Εμβάλλειν
Επι-θυμίαν τινί.

Lystra, se Lyssna 2).

Lyte, 1) kroppsligt, κακία, ή (σωματικόν)
κακόν, τό. σωματικόν ’έλλειμμα, τό.: lia 1.,
φύσει Ενδεώς εχειν. 2) själs, κακία, ή. κακόν, τό.
αφυία, ή.

Lytt, πηρός, 3. ανάπηρος, 2. πεπηρωμένος,
3.: göra ngn 1., άναπηρούν.: bli 1.,
άναπηρού-σθαι.: tillstånd, då man är 1., αναπηρία, ή.

Låda, κιβωτός, ή. ζύγαοτρον, τό. λάρναξ,
κος, ή. κάψα, ή (Sedn.). καλιά, ή (Sedn.,
poet.).

Låg, 1) af ringa höjd, χθαμαλός, 3.
χαμηλός, 3. ταπεινός 3 (t. ex. χώρα), πρόσγειος, 2.

2) om toner, βαρύς, εϊα, ύ. 3) oeg., a) om
priser, εύτελής, 2. εύωνος, 2. b) om rang,
ταπεινός, 3. άγενής el. άγεννής, 2. πολλοστός, 3 (sälls.).:
person af 1. stånd, άνήρ Εκ δήμου, Εκ τών
πολλών, άνήρ δημότης, ό. c) om tänkesätt ο.
seder, ανελεύθερος, 2. άγενής, 2. πονηρός, 3.
μοχθηρός, 3. κακούργος, 2. ταπεινόφρων, μι
κρόθυμος, 2 (lågsinnad, lågtänkt).

Låga, subst., 1) kullfallen trädbål, ύλη ή ύπό
τών ανέμων καταβεβλημένη. 2) elds, a) eg.,
φλόξ, γός, ή.: sätta i 1., άναφλέγειν.: brista
ut i 1., άπτεσθαι. Εμπίπρασθαι.: gå opp i hor,
καταφλέγεσθαι. κατακαίεσθαι. b) oeg., πυρσός,
o (t. ex. έρωτος), πύρ, ρός, τό.: sätta i 1., Εκ-,
άναφλέγειν.: komma i 1., Εκφλέγεσθαι.

Låga, verb., 1) eg., αϊθειν, -σθαι.
φλέγε-σθαι. — lågande, φλέγων, ουσα, ον. φλόγεος,
3. 2) oeg., se Föreg. 2) b).

Lågben t, βραχυσκελής, 2. βραχύκωλος, 2.
ά-νάκωλος, 2 (om djur).

Låghalt, πεπηρωμένος (3) τον μηρό ν. τον
ετερον πόδα χωλός (3) el. κυλλός, 3.

Låghet, 1) ringa sträckning i höjden,
χθα-μαλότης, ή. τό ομαλές. 2) toners, βαρύτης, ή.

3) oeg., a) prisers, εύτέλεια, ή. εύωνία, ή. b) i
börd ο. rang, αγένεια, ή. τό άγενές. c) i
tänkesätt ο. handling, άνελενθερία, ή. τό άγενές.
τα-πεινότης, ή.

Lågland, τά κάτω.

Lågländ, ομαλής, 2. ό, ή, τό κάτω. κάτω
κείμενος, 3.

Lågmält, ϊσχνόφ>ωνος, 2. λεπτόφωνος, 2.

Lågsinnad, -tänkt, se Låg 3) c).

Lån, δάνεισμα, δάνειον, τό (s. man ger o.
får), συμβόλαιον, τό. (hufvudsakl. s. man ger).:
indrifva ett 1., cΐάνειον εϊσπράττειν.: fordra ett 1.,
δάνειον άπαιτεϊν.

Låna, 1) åt ngn, cΐανείζειν (Επί τόκω, mot
ränta). 2) af ngn, δανείζεσθαι παρά τίνος. 3)
oeg., Εκλαμβάνειν. προσλαμβάνειν.

Lånande, utlåning, δανεισμός, ό.

Lång, 1) om rum, μακρός, 3. Εκτεταμένος,
3.: ganska 1., ευ μήκη ς, 2. μέγας, άλη, α (om
växten), περιμήκης, 2. ποδήρης, 2 (om kläder).:
1. väg, μακρά el. πολλή οδός.: huru 1. är yägen

till...? πόση ή οδός εις: 1. näbb, Επίμηκες
ράμφος, τό.: l:t hår, άνειμένη κόμη, ή.: l:t skägg,
άνειμένος el. βαθύς πώγων, ό.: tio fot 1., δέκα
ποδών τό μήκος el. δεκάπους, οδος, ό, ή, -πουν,
τό.: 2 alnar 1., δίπηχυς, 2. διπηχυαϊος, 3.: 3
alnar 1., τρίπηχυς, 2.: huru 1.? πόσος τό μήκος;
så 1., τοσούτος τό μήκος.: med l:a fingrar,
μα-κροδάκτυλος, 2. vingar, μακρόπτερος, 2. m. fi.
smn-sttngr m. μακρός. 2) om tid, πολύς , πολλή,
πολύ. μακρός, 3. συχνός, 3.: 1. tid (igenom),
πολύν el. συχνόν χρόνον.: sedan 1. tid, Εκ πολλού.
[Εκ) πολλού χρόνου.: det är redan 1. tid, sedan,
πολύς ήδη χρόνος άφ’ el. Εξ ού.: efter 1. tid, διά
πολλού, διά μακρού, μετά πολύν χρόνον.: l:t tal,
πολύς el. μακρός λόγος, ό. μακρολογία, ή.: hålla
onödigt l:t tal om ngt, μακροτέρους τού δέοντος
λόγους ποιεϊσθαι περί τίνος.: \. erfarenhet,
Εμπειρία ή Εκ πολλού.: l:t herravälde, πολυχρόνιος
αρχή, ή.: 1. stafvelse, μακρά el. Εκτεταμένη
συλλαβή, ή. — långt, adv., 1) lokalt, μακράν,
πόρρω, μακράν όδόν. εκάς. τηλού.: 1. ifrån, Εκ
πολλού, πόρρωθεν. τηλόθεν. μακρόθεν, άποθεν.:
1. bort, πόρρω. Επί πολύ.: så 1. s. möjligt, Ες τό
Επί πλείστον, ώς πόρρω τάτω. καθ’ όσον Εφικτό ν
Εστίν.: huru 1. är det till? πόση ή οδός εις; vara

1. ifrån ngt, μακράν απεϊναι. μακράν άπέχειν
τινός el. άπό τίνος, πόρρω εϊναί τίνος.: bo 1. ifr.
ngn, μακράν άποικειν τίνος.: ej stå 1. ifr. ngn,
στήναι ού πόρρω τινός.: så 1., μέχρις Ενταύθα,
μέχρι τούτου.: sträcka sig 1., Επί πολύ τείνειν.
2) modalt, f. att uttrycka ett mått, vida, πολύ.
Επί πολύ. παρά πολύ. πολλώ.: så 1., Ες τοσούτο.
Ες τούτο.: gå el. komma så 1. i ngt att, εις τούτο
άφικνείσθαι, προελαύνειν, προέρχεσθαι, ήκειν
τινός ώστε m. inf. ύπερβολήν τοσαύτην ποιεϊσθαι
ώστε m. inf: jag ser att saken kommit så 1.,
ορώ τό πράγμα Ες τούτο προηγμένον.: så 1. är
det ännu ej kommet, ουκ εστι πω τό πράγμα Εν
τούτω.: komma 1. i ngt, πολύ προκόπτειν εις τι.:
jag är 1. ifrån att tro, πόρρω ειμί τού νομίζειν.
πολλού γε δέω του νομίζειν.: det är ej 1. ifrån
att jag gråter, ολίγου δέω δακρύσαι. μικρόν
άπέ-λιπον τού μή δακρύσαι.: det är så 1. ifrån att
jag försvarar mig att, τοσούτον άπέχω
άπολο-γεΐσθαι, τοσούτου Ελλείπω el. άφίσταμαι του
ά-πολογεϊσθαι ύπερ Εμού ώστε m. inf: 1. bättre,
πολύ el. πολλώ άμείνων.

Långarmad, μακρούς εχων (ουσα, ον) τούς
βραχίονας.

Långbent, μακροσκελής, 2. μακρόκωλος, 2.

Långdans, ungef. χορεία, ή. χορός, ό.

Långdragen, Εφολκός, 2. ψυχρός, 3.

Långfinger, δάκτυλος ό μέσος.

Långfingrad, μακροδάκτυλος, 2.

Långfredag, μεγάλη παρασκευή, ή (Nygr.).

Långgrund, μακράν ήδη αιγιαλού αβαθής,

2, el. d.

Långhalsad, μακρό τράχηλος, 2.
μακραύχε-νος, 2. γερανίας, ου, ό.

Långhufvad, μακροκέφαλος, 2.

Långhändt, μακρόχειρ, ό, ή.

Långifvare, ό δανείζων, δανείσας. δανειστής,
ου, ό.

Långlagd, ύπό μάκρος, 2. νπομήκης (2) τήν
όψιν. äfv. μακρόγενυς, 2.

Långledas, άνιάσθαι (εν τινι, άκούοντα
θεώμενον, ποιούντά τι).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0259.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free