- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
256

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Långlifvad ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

256

Långlifvad— Läder fi aska.

Långlifvad, μακρόβιος, 2. μακροήμερος, 2.
— subst., μακροβιότης,

Långlig, μακροχρόνιος, 2. μακρός, 3.: i l:a
tider, πολι^ χρόνον.

Långmodig, μακρό&υμος, 2.: vara 1.,
μα-κρο&νμειν (Ν. Τ.).

Lån gm ο dig het, μακρο&υμία, ή.

Långnäsig, μακρόρρ*?, ό,

Långresa, πολλή πορεία, ή. πολυχρόνιος
αποδημία, ή.

Långruud, μακρο^ο/^/ι/λοί, 2.

Långsam, 1) s. varar länge, χρόνιος, 3.
πολυχρόνιος, 2.: 1. sjukdom, μακρονοσία, ή: lida
af en 1. sjukdom, μακρονοσεϊν. 2) s. verkar el.
sker makligt, βραδύς, εϊα, ύ. σχολαϊος, 3.
νω-&ής, 2. νω&ρός, 3. — Adv., βραδέως, βάδην,
σχολρ. σχολαίως. ήΰνχτ}. κα&’ ήσυχίαν. η ρέμα.: 1.
fatta, δυσμα&ώς εχειν el. διακεϊσΟ-αι.: s. 1.
fattar, δυσμα&ής, 2.: egenskapen att 1. fatta,
cfW-μά&εια, ή.

Långsamhet, 1) χρονιότης, ή. μήκος, τό.
2) βραδυτής, ήτος, ή. σχολαιότης, ή. νω&ρότης,
ή. Jfr Föreg.

Långsint, μνησίκακος, 2.

Långsinthet, μνησικακία, ή.

Långskepp, μακρά ναύς, ή.

Långskäggig, βαθ-υπώγων, ωνος, δ, ή.

Långsluttande, ήρέμα καταφερής, 2.

Långsläp ig, fig., μακρός, 3. ό, ή, τό διά
μακροτέρων. περίεργος, 2.: l:t tal, μακρολογία,
ή. μακρηγορία, ή. λόγος μακρότερος, δ.: vara 1.
ingt, πολύν είναι ποιδύντά τι : vara 1. i tal,
μα-κρηγορείν. μακρολογειν. λόγοις μακροτέροις
χρή-σ&αι. μηκννειν {τον λόγον).

Långsläpighet, fig., περιεργία, ή.
μακρολογία, μακρηγορία, ή (i tal).

Långspetsig, μακράν αϊχμήν εχων, ουσα, ον.

Långsvansig, ούράν ϋχων (ουσα, ον)
μακράν. μακρόκερκος, 2.

Långsyn t, λυγκικόν βλέπων, ουσα, ον.
μακράν (όφ&αλμοϊς) προορών, ώσα, ών. μακρό&εν
δξνβλέπτης ών. τηλεσκόπος, 2 (t. ex. όμμα).

Långtrådig, fig., se Långsläpig.

Långvarig, μακρός, 3. χρόνιος, 3. o. 2.
πολυχρόνιος, 2. jfr äfv. Långsam 1).

Långvarighet, χρονιότης, ή. μήκος, τό.

Långväga, πόρρω&εν, τηλό&εν, μακρόθεν,
άπο&εν ή’κων, ουσα, ον el. πορευθείς, είσα, έν.
ό, ή, τό πόρρω&εν, ο. s. ν.: 1. resa, άποδημία ή
μακράν.

Långörad, ώτα εχων (ουσα, ον) μεγάλα.

Lånsökande, κίχρασ&αι βουλό μένος, δ el.
αϊτών, ούντος, ο.

Låntagare, se Gäldenär.

Lår, 1) större låda, κιβωτός, ή. λάρναξ, κος,
ή. &ήκη, ή. 2) ss. lem på en animalisk kropp,
μηρός, δ. σκέλος, τό.

Lårben, σκέλος, τό.

Lår stek, όπτά μηρία, τά.

Lårstycke, σχελίς, ίδος, ή.

Lårveck, ϊσχίον, τό.

Lås (i den form, det hos oss vanl. förek.,
okändt f. de gamle), κλεϊ&ρον, τό (stängverktyg).
βαΐανάγρα, ή.: sätta 1. f., μοχλόν Επιβάλλειν
ιι-νί. κατακλείειν τι.: inom 1. ο. bom, υπό μοχλοϊς
και κλεισί.

Låssmed, κλειδοποιός, δ.

Låt, ψόφος, ο. κλαγγή, η. φ&έγμα, τό. jfr
äfv. Jemmer 2).

Låta, 1) gifva låt ifrån sig, ψοφεϊν.
φ>Β·έγγε-σ&αι. ήχάν.: ngt låter ännu i mina öron,
εναυ-λόν Εστί μοί τι. 2) se Lyda 2). 3) icke
hindra, Εάν. ov κωλύειν el. κατέχειν. Επιτρέπειν.
πε-ριοράν m. part.: 1. ngt ske, Εάν, περιοράν τι. se
äfv. Tillåta.: låt ej förifra dig, μή Επι&ύμει el.
Επι&υμήσρς.: låt ej öfvertala dig, οπως μή
πείσει el. πεισ&ρς. 4) ss. hjelpverb, a) förläna,
ποιεϊν. διδόναι. b) om framställning i tal el. skön
konst, άποφαίνειν. άποδεικνύναι. c) antaga,
förutsätta, τι$έναι. ποιεϊν. ύπολαμβάνειν. d)
befalla, κελεύειν. Επιτάττειν. Επιτρέπειν.: 1. helsa
ngn, χαίρειν κελεύειν τινά. — uttr. äfv. gm conj.,
t. ex. låtom oss gå, ϊωμεν.: ofta öfversattes ej i
Gr. det Svenska låta, utan uttr. a) m. act., ish.

1 fråga om en öfverordnad person el. myndighet,
s. på Grekiska säges sjf utföra, hd han endast
gm sitt föranstaltande utför t. ex. 1. kasta i
fängelse, βάλλειν el. παραδιδόναι εϊς δεσμωτήριον.
Εσβάλλειν εις είρκτήν.: 1. rasera murarna,
κα&αι-ρεϊν τά τείχη. : 1. bygga, οϊκοδομεϊν.: 1. kalla
ngn, καλεϊν τινα.: 1. tillkalla el. hemta ngn,
προσκαλεϊν τινα. β) m.med., om hd ngn
medelbart, gm beställning el. d. besörjer, t. ex. 1.
förfärdiga vapen, bildstoder, οπλα, εικόνας
ποιεϊσθαι. : 1. tillreda en måltid, δεϊπνον
παρασκευά-ζεσ&αι.: 1. hemta ngn, μεταπέμπεσ$αί τινα. —
låta sig, uttr. m. pass.: låta sig luras,
Εξαπα-τάσ&αι.: 1. sig afvända, afråda, άποτρέπεσ&αι.:
icke 1. sig, se under 3).: det låter sig göra =
det går an, συγ-, Εγχω^εϊ. Εγγίγνεται. Ενδέχεται,
ενεστι. εξεστι. πάρεστι. εστι.

Låtande, se Görande.

Låtsa, προσποιεϊσ&αι. ύποκρίνεσ&αι (t. ex.
μανίαν). πλάττειν, -σβ-αι. προφασίζεσ&αι (t. ex.
νόσον). σκήπτεσ&αι. σχηματίζεσαι, καλλωπίζεσ&αι
m. ώς ο. part. el. m. inf.: han har vara vän,
προσποιείται φίλος είναι, σχηματίζεται ώς φίλος
ών. φιλίαν σκήπτεται.: 1. ett bakhåll,
ψευδενέ-δραν ποιεϊσθαι, — låtsad, προσποίητος, 2.: 1.
öfverlöpare, ψευδαυτόμολος, ό, ή.: 1. hjelp,
ψευ-δοβοή&εια, η.: 1. anfall, ψευδέφοδος, ή.

Lä, ύπήνεμον, τό.: i 1., υπήνεμος, 2.

Läck, (om fartyg), διάβροχος, 2. ύπέραντλος,

2 (alldeles 1.).: göra alldeles 1.,
κατατραυματί-ζειν.: fartyget blir 1., &αλαττουται ή ναύς.
διάβροχος γίγνεται ή ναύς.

Läcka, ρήγμα, τό. χάσμα, τό,: få en 1.,
ρήγμα λαβείν.

Läcka, verb., διερρωγέναι, διαρρεϊν(omfartyg).

Läcker, se Kräslig.

Läckerhet, se Kräslighet.

Läckermund, se Kräslig 1).

Läder, σκύτος, τό. χόριον, τό. βύρσα, ή (eg.
hud).: garfva 1., σκυτοδεψεϊν. βυρσοδεψεϊν.:
öfverdraga m. 1., σκυτούν. (κατα)βυρσούν. : af 1.,
σκύτινος, 3. βύρσινος, 3. δερμάτινος, 3.: bereda
1., βυρσεύειν.

Läder arbe tar er σκυτεύς, έως, δ. σκυτο
τόμος, ό.

Läderartad, 4κιιτώδης, βυρσώδης,
δερματώ-δης, 2.

Läder beredning, δερματουργ*κή &εραπ*ία, ή.

Läderflaska, λάγυνος σκύτινος*, ά. äfv.
βύρσα, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0260.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free