- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
257

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Läderhandlare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Läderhandlare — Lända.

257

Läderhandlare, βυρσοπώλης, ου, ό.

Läderlapp, νυκτερίς, ίδος, ή (flädermus).

Läge, 1) eg., θέσις, ή (i allm., t. ex. πόλεως,
γής o. s. v.), τοποθεσία, ή (Sedn.).: en orts läge

0. beskaffenhet (lokalitet), τόπος, o el. φύσις, ή.:
gifva ngt ett 1., (δια)τιθέναι, καθιστάναι τι.: ha
ett (geographiskt) 1., κεϊσθαι.: ha ett godt 1.,
καλώς el. εύκαίρως κείσθαι.: godt 1., εύκαιρία,
ή el. θέσις ή Εν ευκαιρία. 2) oeg., se
Tillstånd.

Lägenhet, 1) ss. tillfälle, αφορμή, ή, λαβή,
ή (anledning, ansats), ευκαιρία, ή (lämplighet).
πρόφασις, ή (tillfälle), καιρός, ό, ευμάρεια, ή
(läglighet), περίπτωσις, ή (tillfällig).: m. första

1. skall jag resa, Επειδάν τάχιστα καιρού τύχω
el. οταν τό πρώτον καιρός r\ πορεύσομαι.: 1. f.
transport, τό άγωγιμον. jfr äfv. Tillfälle. 2)
presterlig 1., Ιερατεία, ή. 3) byggnad,
κατασκεύασμα, τό. οικοδόμημα, τό. οίκοόόμησις, ή.:
1. att hyra, μισθώσιμος οικία, ή.: förhyrd 1.,
μισθωτή οικία, ή. συνοικία, ή. μίσθωμα, τό. 4)
ägor m. åbyggnader, γήπεδον, τό. χωρίον, τό.
αγρός, ό. έγγεια, τά. 5) förmögenhet, χρήματα,
τά. ουσία, ή. υπάρχοντα, τά.: ge efter råd ο.
1., κατ ουσίαν διδόναι.

Läger, 1) i allm., κλίνη, ή. κλισία, ή. κοίτη,
ή (poët.). χαμεύνη, ή (på marken), υπόστρωμα,
τό (af strö), στιβάς, άδος, ή (af strå). 2) djurs,
ide, φωλεός, ό. κευθμών, ώνος, ό. 3) krigsfolks,
στρατόπεδον, τό. παρεμβολή, ή (Sedn.). σκηναί,
al (tälten), οπλα, τά (se Lex.).: slå 1.,
στρατό-πεδενεσθαι. καταστρατοπεδεύειν, -σθαι.
στρατόπε-δον ποιεϊσθαι. τά οπλα τίθεσθαι. καθίζεσθαι.
Ιδρύεσθαι. κατασκηνούν, -άσθαι.: flytta 1.,
με-ταστρατοπεδεύεσθαι.: bryta upp ur 1.,
άναζευγνύ-ναι. άπαίρειν. έξορμάσθαι.: låta slå 1. (om
fältherren), καταστρατοπεδεύειν. τον στρατόν el. τήν
στρατιάν καθίζειν el. ιδρύειν.: låta bryta opp 1.,
άναζευγνύναι κελεύειν.

Lägersmål, γραφή φθοράς (τών Ελευθέρων), ή.

Lägerstad, -ställe, 1) i allm., κοίτη, ή
(mest poet.), εννή, ή., se Läger 1). 2) plats f.
ett fältläger, στρατόπεδον, τό.

Lägg» κερκίς, ίδος, ή. κνήμη, ή.

Lägga, τιθέναι. κατατιθέναι (ned),
άποτιθέ-ναι (afsides), διατιθέναι (i ordning), βάλλειν.
ιστά-ναι.: 1. i, Εντιθέναι (τινί τι). Εμβάλλειν (τ* εις
τι).: 1. till, προστιθέναι. προσβάλλειν.: 1. på,
Επιτιθέναι.: 1. under, ύποτιθέναι. ύπ ο βάλλειν.: 1.
an, διατείνεσθαι τά βέλη.: 1. ned sitt garfveri,
βυρσοδεψούντα παύεσθαι.: 1. ngn (till sängs, att
sofva), κατακλίνειν, κοιμάν, εύνάζειν τινά.: 1.
garnison i staden, φρουράν Ev τρ πόλει
Εγκαθι-στάναι el. είς τήν πόλιν Εμβάλλειν.: 1. ngn på
rygg, framstupa, υπτιον, πρηνή τινα
καταβάλλειν.: 1. ägg, ωό τίκτειν. ωοτοκεϊν.: 1. i bojor,
hand vid, f. ankar, på hjertat, se subst.: 1. i
dagen, (άπο-, Επι)δεικνύναι. άποφαίνειν. δηλονν.:
1. ngn ngt i munnen, ύποτίθεσθαι, υπ o βάλλειν
τινί τι.: 1. f. ögonen, υπό τήν όψιν τιθέναι.: 1.
golf, σαν ιδού ν τό δάπεδον.: 1. tak, Ερέφειν, ό
ροφούν (οίκίαν).: 1. grund, κρηπϊδα (t. ex^ τείχους)
βάλλεσθαι.: 1. försåt, Ενεδρεύειν, Ελλοχάν τινα.:
1. sig på ngt (yrke, studium o. s. v.), διατρίβειν,
άσχολεϊσθαι, διατριβήν ποιεϊσθαι, σπουδάζειν περί
τι. Επιτηδεύει ν τι. άσκεϊν τι. μελετάν τι. π ρ
οσέχειν τινί. προσανακεϊσθαί τινι. τρέπεσθαι Επί el.

πρός τι1. sig framför en stad (f. att belägra
hm), προσκαθίζεσθαι, περικαθίζεσθαι πόλιν.: 1.
sig (om tillstånd, smärtor o. d.)., λήγειν. (άπο-,
κατα)παύεσθαι. άνιέναι, λωφάν (ge efter, aftaga).
μαραίνεσθαι. παρακμάζειν (om vrede ο. d.).

Läggande, -ning, θέσις, ή el. helst gm vv.

Läglig, καίριος, 3. Επίκαιρος, εύκαιρος, 2.
καλός, 3.: 1. tid el. tillfälle, καιρός, o. ευκαιρία,
η.: vid l:t tillfälle, Ev καιρώ, εις, πρός, κατά
καιρόν. Εν καλώ. εϊς καλόν, "εις δέον. äfv. (i
hy-pothetisk bet.), οταν τύχρ, οτε καιρός παραπίπτει.:
det är mig l:t, προχωρεί μοι. βουλομένω Εστί μοι.

Läglighet, ευκαιρία, ή. ευμάρεια\ ή.

Lägra, έγκυον el. Εγκύμονα ποιεϊν. κυϊσκειν.
äfv. πληρούν.: 1. ngn, διαφθείρειν κόρη ν τινά.

Lägra sig, = slå läger, se under Läger 3).

Läka, 1) se Läcka. 2) se Bota 1). 3]intr.
1 i pass., άπ-, Επ-, κατουλούσθαι. — ύγιαίνειν.
ύγιάζεσθαι. ύγιά γίγνεσθαι.

Läkande, ϊασις, ή. ιατρεία, ή. θεραπεία, ή.

Läkare, Ιατρός, ό.: vara 1., ιατρό ν εϊναι.
ϊατρεύειν. θεραπεύειν (hos ngn, τινά).

Läkarearfvode, ιατρεία, τά.

Läkarekonst, -vetenskap, ιατρική, ή.:
skicklig i 1., ιατρικός, 3.: l:ens gudinna,
Ύγί-εια, ή.

Läkarevård, ιατρεία, ή. θεραπεία, ή.

Läkedom, se Botemedel 1).

Läkedomskraft, Ιατική, άκέσιμος,
θεραπευτική δύναμις, ή.

Läkekonst, se Läkarekonst.

Läkemedel, se Botemedel 1).

Läkemethod, ιατρική Εγχείρησις, ή. ιατρεία, ή.

Läkt, κάμαξ, κος, ή. στρωτήρ, ήρος, ό
(tvärslå). äfv. δοκός, ή.

Läktare, πήγμα, τό, κιλλίβας, αντος, ό,
μηχανή, ή (i allm.). Εξέδρα, ή (i kyrkor).

Läm, se Lucka.

Lämpa, 1) afpassa, (Ev-, Εφ-, προσ)αρμόττειν
τί τινι. ποιεϊσθαι, διατιθέναι, καθιστάναι τι
πρός τι. 2) hänsyfta eL tyda på, άναφέρειν τι
Επί el. πρός τι. νομίζειν εϊναί τι πρός τι.: 1. ngt
på sig, πρός el. είς εαυτόν λαμβάνειν el.
άναφέρειν τι.: lämpa sig, se Foga 3).

Lämpa, subst., εύχέρεια, ή. ήμερότης, η.
η-πιότης, η. πραότης, ή. ευκολία, ή. εύοργησία, ή.

Lämplig, Επιτήδειος, 3 ο. 2. προσήκων, ουσα,
ον. καίριος, 3 Επιεικής, 2. πρέπων, ουσα, ον.
ευπρεπής, 2. άξιος, 3.

Lämplighet, Επιτήδειο της, ή. το πρέπον,
οντος. τό καίριον. άξια, ή.

Län, 1) förläning (f. de gamle obekant), ungef.
Εξουσία δωρεάν δοθείσα, ή (ss. rätt), δώρον, τό.
εγκτημα, τό (ss. jordbesittning; eg. jordbesittning
på främmande grund), κληρουχική γή, ή (förlänad
jord).: ge till el. ss. 1., διδόναι τινί χωρίον
πονσθαι. κληρονχεϊν.: få el. ha ss. 1.,
καρπου-σθαι χώραν τινά. χώραν έχειν δεδομένην υπό el.
παρά τίνος, κληρονχεϊν. 2) provins, Επαρχία, ή.:
höfding öfver ett 1., έπαρχος, ό.: vara höfding
öfver ett 1., Επάρχειν χώρας τινός.

Länd, Ιξύς, ύος, ή. ισχίον, τό.

Lända, εϊναι. γενέσθαι.: 1. ngn till ngt, εϊναί
τινι πρός τι el. εν τινι.: t. ex. det l:er mig till
nöje, Ev ήδονίj Εστί μοι. äfv. m. φέρειν el. εχειν,
t. ex. det l:er mig till heder, φέρει μοι τιμήν,
ηκειν εϊς el. πρός τι (είς όνησιν, πρός έπαινον).:

33

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0261.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free