- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
260

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lätta ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

260

Lätta —Lögn.

σθαί τι. κούφως el. ού χαλε πώς φέρειν τι.: dta
kan 1. gå f. sig, τάχ’ av γένοιτο τούτο γί.: dta
kan man 1. göra, τούτο τις άν ποιοίη.: så uttr.
ofta "lätt kunna" m. άν o. opt.

Lätta, (Επι-, άνα)κονφίζ€ΐν (eg. o. oeg.), τινά
τίνος (ngn fr. ngt), (Επ)ελαφρύνειν (τινά τίνος,
ngn fr. ngt. Sedn.). λωφάν τινά τίνος (mest oeg.).:
1. ngns bekymmer (Επήκουφίζειν τινά τής λύπης.:
1. ngns börda, λωφάν τινα του άχθους.: 1. ngn i
hans olycka, παρηγορεϊν el. παραμυθεϊσθαί τινι
τήν ’ξυμφοράν.

Lättagad, πειθαρχικός, 3. πειθήνιος, 2.

Lättande, κουφισμός, ό.

Lättbeväpnad, κούφος, 3. ψιλός, 3.
γυμνής, ήτος, ό, ή.

Lättbrukad, Εργάσιμος, 2.

Lättdrucken, εύποτος, 2.

Lätteligen, τάχα. τάχ’ άν. jfr Lätt, adv.

Lättfattlig, tυμα&ής, 2. ευνόητος, 2.

Lättfotad, Ελαφρόπους, ποδος, ό, ή. ειπους,
ποδος, ό, ή.

Lättfärdig, εύπετής, 2. ευχερής, 2. κούφος,
3. Ελαφρός, 3. άσελγής, 2 (otuktig).

Lättfärdighet, κουφότης, ή. εύπέτεια, ή.
άσέλγεια, ή.

Lätthet, 1) tyngdfrihet, κουφότης, ή.
Ελα-φρότης, ή (äfv. snabbhet), ευμάρεια, ή (äfv.
raskhet). 2) svårighetslöshet, εύπέτεια, ή. ραστώνη,
η. τό ράδιον. εύμάρεια, ή.

Lätthändt, εύπετή τήν χείρα εχων, ουσα, ον.

Lätting, άργός (άνθρωπος), ό. σχολαστικός,
ό. άπράγμων, ονος, ό.

Lättja, μισοπονία, ή. αργία, ή. νωθρεία, ή.
άπονία, ή. άπραγία, ή. άπραγμοσύνη, ή.
άπρα-ξία, ή.

Lättjefull, μισόπονος, 2. άργός, 2. νωθρός,
3. βραδύς, εΐα, ν. βλάξ, κός, ό, ή, οκνηρός, 3.

Lättkokt, έψανός, 3. εψιμος, 2.

Lättköpt, εύώνητος, 2.

Lättläst, εύ αν άγνωστος, 2.

Lätt lös t, εύλυτος, 2.

Lät tu a, luften l:r, ευ dia γίγνεται.

Lättnad, (άνα)κούφισις, ή. κούφισμα, τό.
ραστώνη, ή. παραμύθιον, τό.: bereda 1.,
ραστώ-νην, κούφισιν παρέχειν el. παρασκευάζειν el.
ποιειν τινί τίνος (fr. ngt).: känna 1., (άνα-,
Επι)κου-φίζεσθαι. ράονα είναι, ραστωνεϊν (om sjuka).

Lättretlig, εύπαθής, 2. εύερέθιστος, 2.
εύ-κίνητος, 2.

Lättretlighet, ευπάθεια, ή.

Lättrodd, εύήρετμος, 2.

Lättrogen, εύπιστος, 2. εύπειθής, 2.

Lättrogenhet, τό εύπιστον. εύπείθεια, ή.

Lättrörd, μαλακός, 3. Ελεεινός, 3. äfv.
εύπαθής, 2.

Lättrördhet, τό μαλακό ν. τό Ελεεινό ν.

Lättrörlig, εύπετής, 2. Ελαφρός, 3.

Lättrörlighet, εύπέτεια, ή. Ελαφρό της, ή.

Lättsinne, ραθυμία, ή. ραδιουργία, ή.
κουφότης, ή. τό κουφάνουν (Sedn.). ασέλγεια,
ακολασία, ή (otuktighet).

Lättsinnig, ράθυμος, 2. κούφος, 3.
κουφό-νους, ουν. Ελαφρός, 3. μάταιος, 3. αλόγιστος, 2.
άνόητος, 2. άσελγής, 2, άκόλαστος, 2 (otuktig).:
1. handling, ραδιούργημα, τό: handla l:t,
διουργείν.: l:t tal, κουφολογία, ή.: tala l:t,
xov-φολογεϊν.

Lättskrämd, φοβερός, 3. δειλός, 3.

Lättsmält, l)om metaller ο. d., εϋτηκτος,
2. 2) om mat, εύπεπτος, 2. εύέψητος, 2.
εύκατ-έργαστος, 2. όιαχωρητικός, 3.

Lättstyrd, εύχαλίνωτος, 2 (Lex.).

It ö d a, στεγνούν. κολλάν. μολυβόούν (m. bly).:

1. ihop, συστεγνούν.: lödd m. bly, μολυβ άωτός, 3.

Lödd er, αφρός, o.

Löddra sig, άφρίζειν. άφρεϊν.

Löddrig, άφρώάης, 2. äfv. άφρίζων, ουσα, ον.

Löf, φύλλον, τό. φύλλωμα, τό. πέταλον, τό.:
af 1., φύλλινος, 3.: slå ut 1., φυλλοφυεϊν.: tappa
el. fälla 1., φυλλοβολεϊν. φυλλορροεϊν. φυλλοχοεϊν.:
s. fäller 1., φυλλορρόος, 2. φυλλοβόλος, 2.
φυλ-λοχόος, 2.: afplocka 1., φυλλολογεϊν.

Löfbeklädnad, κόμη (τών άένάρων), ή.
φύλλωμα, τό.

Löfbeströdd, -betäckt, φ>υλλόστρωτός, 2.

Löffällning, φυλλοβολία, ή. φυλλόρροια, ή.

Löffällningsmånad, φυλλοχόος μήν, ό.

Löfgroda, μάντις, εως, ή.

Löfhackning, άποφύλλισις, ή.: anställa 1.,
άποφυλλίζειν. φ>υλλοκοπείν.

Löfhvalf, άψίς el. ψαλίς (ίδος) φυλλώδης, ή.

Löfhydda, καλυβη, ή. καλύβιον, τό. σκηνή, ή.

Löfhyddohögtid, σκηνοπηγία, ή.
σκηνοπή-για, ων, τά. ξυλοφόριος εορτή, ή.

Löfjerska, μάγος, ή.

Löfknopp, ungef. οφθαλμός, ό.: skjuta 1.,
φυλλιάν.

Löfmask, κάμπη, ή.

Löfning, φυλλοβολία, ή.

Löf rik, φυλλώδης, 2. κατάσκιος, 2. σύΰκιος,

2. φυλλόκομος, 2.: vara allt för 1., φύλλομανεϊν.

Löfruska, φυλλάς, άδος, ή.

Löfsal, σκιάς (άδος) ή Εκ φύλλων, jfr
Löfhydda.

Löfskog, φυλλοφόρα δένδρα, τά. äfv.
φυλλάς, άδος, ή.

Löfsprickning, φύλλων Εκβολή, ή. φυλλική
βλάστησις, ή.: vid l:stiden, περί φύλλων Εκβολήν.

Löfte, 1) förbindande försäkran, ύπόσχεσις,
ή. Επαγγελία, ή. Επάγγελμα, τό. πίστις, ή,
βε-βαίωσις, ή (garanti, försäkran), δεξιά, ή (gm
handslag besegladt 1.).: ge ngn 1., ύπόσχεσιν
ποιεϊσθαί τινι. πίστιν διδόναι τινί. ύποτείνειν
ύπόσχεσιν τινι.: hålla sitt 1., άποδιδόναι τήν
ύπόσχεσιν. Επιτελεϊν τήν Επαγγελίαν.: ej hålla sitt 1.,
ψεύδεσθαι τήν ύπόσχεσιν.: aftvinga uppfyllandet af
ett 1., άναπράττειν τήν ύπόσχεσιν. 2) högtidligt,
till högre makter, εύχή, ή, vanl. pl.: göra 1.,
εύχεσθαι. εύχήν el. εύχάς ποιεϊσθαί.: förpligtad
gm ett 1., εύχωλιμαϊος, 3.: hålla sitt 1., εύχάς
άποδιδόναι.

Löftesbrott, απιστία, ή. άθεσία, ή. ψεύσις,
ή. ψεύσμα, τό.

Löftesman, se Borgen 2).

Löfträd, φυλλοφόρον δένδρον, τό.

Löftägt, se Löfhackning.

Lofva, φύλλο vv. φυλλοβολεϊν (kläda m. 1.). —
löfvas, φύλλα φύειν. φυλλοφυεϊν.

Löfverk, φύλλα, τά. φύλλωμα, τό.

Löga, ροΐζειν (’ϊππον, 1. hästar). Se f. öfr.
Bada.

Lögande, ροϊσμός, o (af hästar). Se Bad.

Lögn, ψεύδος, τό. ψεύσμα, τό. ψευδολογία,
ή. ψευδής λόγος, ό.: fara m. 1., λέγειν ψεύδος

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0264.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free