- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
261

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lögnaktig ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Lögnaktig — Lös.

261

el. ψευδή. ψεύδη πλάττεαθαι.: taga, sin tillflykt
till l:er, άπιέναι Επί τό ψεύδεσθαι.: beslå ngn m.
1., λαμβάνειν τινά ψευδόμεvov.: beslås m. 1.,
ψευδόμενον άλίσκεσθαι el. φαίνεσθαι.
ψευσάμε-vov άπελέγχεσθαι.

Lögnaktig, l)om person, ψευδής, 2.
ψευδόμενος, 3. ψενδηγόρος, 2. ψευδολόγος, 2.
άλα-ζών, ό.: 1. skräflare, ψευδαλαζών, όνος, ό. 2)
om sak, ψευδής, 2. (δι)εψευσμένος, 3. πλαστός,
3. Επίπλαστος, 2.

Lögnaktighet, φιλοψευδία, ή. ψευδολογία, ή.

Lögnare, ψεύστης, ου, ό. ψευδολόγος, ό.

Lögnhistoria, ψευδολόγημα, τό.
ψευδογρα-φία, ή (Sedn.).: berätta 1., ψενδοϊστορεϊν.

Logning, se Lögande.

Lögnprophet, ψευδόμαντις, εως, ό.

Lögställe, ροία, ή. ιππολούστρα, ή. Jfr Β a
d-ställe.

Löja, ungef. λευκίσκος, o.

Löje, γέλως, τος, o.: väcka 1., γέλωτα
παρέχειν. χαταγέλαστον είναι.: göra ngn till föremål
f. 1., γέλωτα ποιεϊν τινα.

Löjlig, γελοϊος, 3 (såväl aktivt s. passivt).
γελαστός, 3, χαταγέλαστος, 2 (passivt).: l:t ting,
γέλως, χατάγελως, τος, ό.: göra 1., γέλωτα el.
iv γέλωτι ποιεϊσθαί τινα el. τί. γέλωτα τίθεσθαί
τι. γέλωτα άποδειχνύναι τινά.: bli 1. inför ngn,
χαταγέλαστον γίγνεσθαι ύπό τίνος.: göra sig I.
f. ngn, χαταγέλαστον ποιεϊν εαυτόν πρός τινα.
γέλωτα όφλεϊν παρά τινι.

Löjlighet, γελοιότης, ή. γέλως, χατάγελως,
τος, ο. γελοίο ν, τό. χαταγέλαστον, τό (de fyra
sista äfv. == löjlig sak).: vända ngt till 1., εις
γέλωτα τρέπειν el. Εμβάλλειν τι.

Löjtnant, ύπαρχος, ο el. d.

Lök, βολβός, o (i allm.). πράσον, χρόμμυον,
τό (ätlig 1.). Jfr Gräs-, Hvitlök.

Lökartad, -formig, βολβοειδής el.
βολβώ-δης, 2. χρομμυώδης, 2.

Lökhandlare, χρομμυοπώλης, ου, ό.

Lökland, -säng, χρομυών, ώνος, ο.

Lömsk, χρυψίνους, 2. νπουλος, 2. δολερός, 3.
Επίβουλος, 2.: på l:t sätt, Εξ Επιβουλής.
Επιβου-λεύων, ουσα, ον.

Lömskhet, Επιβουλή, ή. δόλος, ο.
ύπουλο-της, ή (Sedn.).

Lön, 1) afmätt arfvode, μισθός, ό. Επίχειρα,
τά. τιμή, ή (värderingspris), μιΰθοφορά,^ ή
(uppburen). λήμμα, τό (inkomst), σύνταξις, ή (aftaldt
1., sold), μίσθωμα, τό (ackord).: för 1., ini
μι-σθω. μισθού.: utan 1., άμισθί.: få 1., μισθόν
(άπο)λαμβάνειν, άρνυσθαι, δέχεσθαι, φέρειν,
(άπο)-φέρεϋθαι, χομίζεσθαι. μισθοφορεϊν.: ge 1.,
μισθόν διδόναι, ηαρέχειν. μισθόδοτεϊν.: betala ut
1., μισθόν τελεϊν, άποδιδόναι, άποτίνειν.: tjena
f. 1., θητεύειν. μισθοφορεϊν. μισθαρνεϊν.: 1. f. godt
budskap, εύαγγέλιον, τό.: 1. f· domare,
διχαστι-χόν, τό. διχαστικός μισθός, ό.: s. unlfår 1.,
έμμισθος, 2. 2) vedergällning, Επίχειρα, τά. δίκη,
ή.: fi sina gerningars 1., δίκην τήν άξίαν διδό
ναι ων ημαρτεν, ήδίκησεν.

Löna, 1) eg., μισθοδοτεϊν. jfr Α fi ön a. 2)
se Belöna.: det har mödan, άξιόν Εστίν.: det
1. ej m., ουκ άξιον. — löna sig, προσόδους
παρέχειν. κέρδος φέρειν el. έχειν. λυσιτελεϊν {τινί,
i. ngn), ώφελεϊν (τινά), σνμφέρειν (τινί). äfv. άξιόν
ίστιν. — lönande, ξυμφέρων, ουσα, ονΘ

Löngifvare, μισθοδότης, ον, ό.

Lönn, σφένδαμνος, ή.: afh, ϋφενδάμνινος, 3.

Lönndom, i 1., κρυφαίως. λάθρα, χρύφα.
χρύβδην.

Lönndörr, κρυπτή el. τυφλή θύρα, ή.

Lönngång, κρύπτη, ή. κρυπτός δρόμος, ό.
όρυγμα, τό.

Lönn hål, κρυπτός βόθρος, ό. άποχρυφή, ή.

Lönnlig, -gen, se Hemlig.

Lönnmord, φόνος ό έξ Επιβουλής, δολοφονία,
ή. δολοφ,όνησις, ή.

Lö nnmörda, δολοφονεϊν τινα. ίξ ίπιβουλής
φονεύειν τινά. άποχτείνειν τινά δόλω χρηοάμενον.

Lönnmördare, ό Εξ Επιβουλής φονεύων.: dö
f. en l:s hand, Επιβουλευθέντα τελευτάν. Εξ
Επιβουλής άποθανεϊν.

Lönn vrå, άποκρνφή, ή.

Löpa, 1) röra sig, a) om lefvande väsen,
τρέ-χειν (aor. δραμεϊν). θεϊν. ϊέναι el. θεϊν el.
φέρε-σθαι δρόμω.: 1. ut (ur hamn), άπαίρειν,
άπαγω-γήν el. έκπλονν ποιεϊσθαί.: 1. in, καταίρειν.
κα-θορμίζεσθαι. είσπλεϊν (εϊς λιμένα).: 1. af ο. an,
διαθεϊν. διατρέχειν. jfr Springa, b) om liflösa
föremål, φέρεσθαι. θεϊν (t. ex. om fartyg), ρεϊν
(om vatten), äfv. τρέχειν.: floden l:er på sidan
om staden, o ποταμός παραρρεϊ τήν πόλιν.:
skeppet l:er in i hamn, ή ναύς εις-, χαταπλε*
(εις λιμένα).: 1. ut (ur hamn), Εχπλεϊν.
άνάγε-σθαι. 2) oeg., en bergsrygg l:er rundt omkring
slätten, άκρώρειαι τό πεδίον κύκλω περιέχουσιν.
τό πεδίον κύκλω περιέχεται όρεοι. i dyl. uttr.
användas, utom περιέχειν, περιλαμβάνειν.
περι-τεταμένον εϊναί τινι. περιτρέχειν τι.: löpanda
ärender, τά πρόχειρα.: det löpande året, ό
Ενε-στώς Ενιαυτός.: d. löpande månaden, ό Ενεστώς
μήν.: löpa fara, κινδυνεύειν. Εν κινδύνφ είναι,
iv κινδύνω αϊωρεϊσθαι. αγώνα τρέχειν, t. ex.
περί εαυτού (f. sitt lif).: mjölken l:er ihop, τό
γάλα (κατα)πήγνυται. 3) om djur i brunsttiden,
κυνάν (om hyndor), χαπράν, καπρίζειν (om svin).
σκυζάν.

Löpande, δρόμος, o. äfv. gm vv.: 1. hit o.
dit, διαδρομή, ή.

Löpare, δρομεύς, έως, o. ήμεροδρόμος, δ.
τρόχις, εως, ό (poët.).: snäll 1., δρομικός, ό.

Löpbana, se Ränn ar e b an a.

Löpe, κυτία, ή.

Löpeld, συνεχείς φλόγες, αϊ el. d.: gå ss. en
1., τάχιστα διά πάντων χωρεϊν.

Löpgraf, τάφρος, ή. διώρυξ, γος, ή.

Löpknut, κόμβος, ό.

Löpna, Εμπυτιάζεσθαι.

Löp sk, δρομάς, άδος, ο, ή. jfr Brunstig.

Löpskhet, se Brunst.

Lördag, ημέρα ή τού Κρόνον. ή εβδόμη τής
εβδομάδος.

Lös, 1) ej fast, ej fastsittande, fri fr. fäste,
λελυμένος, 3. έκλυτος, 2. κεχωρισμένος, 3.
κινητός, 3. κινούμενος, 3. σφαλερός, 3.
ακατάστατος, 2.: l:t hår, πρόσθετος κόμη, ή. 2) fri fr.
fångsel, Ελεύθερος, 3. άπό-, έκλυτος, 2.
λελνμένος, 3.: gifva ngn (fången) 1., Ελεύθερον άφιέναι
τινά. Εκλνειν τινά : bli 1., (άπο)λύεσθαι.
λυτρού-σθαι. Ελενθερούσθαι. άφίεσθαι.: l:t hår, άνειμένη
κόμη, ή. 3) ej hård, ej tät, χαύνος, 3. μανός,
3. ψαθνρός, 3. σομφός, 3. αραιός, 3. άσακτος,
2. π έπων, 2, μαλακός, 3 (om frukt), ενθρυπτος,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0265.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free