- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
286

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Månlopp ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

280

Μ ån lopp — Märke.

Månlopp, ή τής σελήνης περιφορά.

Månne, άρα. άράγε. ή (m. verkligen), ofta
öfversattes det ej.: m. — eller, πότερον (sällan άρα)

_ η· m. icke, άρ’ ου; πι. då 1. alltså, άρ’ ούν;

ούκούν; ή γάρ;: månn’ tro det, άλη&ες; πώς
λέγεις; τί φής; τί δαί;

Månsken, σελήνη, ή. σελήνης αυγή, η. jfr
Månljus.: i, vid πι., έν σελήνη, πρός τήν
σε-λήνην. πρός τό σελήνιον.: det är m., λάμπει ή
σελήνη.

Månskifte, 1) νουμηνία, ή. 2) ή τής
σελήνης περίοδος, μήν, νός, ό.

Må η skifva, ό τής σελήνης κύκλος.

Μ ån sten, σεληνίτης λίθος, ό.

Μ ån år, ένιαυτός σεληνιακός, ό.

Mård, γαλή, ή.

Mårdfälla, γαλεάγρα, ή.

Mårdskinn, γαλής δέρμα 1. cfo^«, ή.

Mås, λάρος, ό.

Måste, δει, χρή, ανάγκη 1. άναγκάίον {έστίν)
m. acc. c. inf. gm adj. verb. på -τεος, 3 (om
constr., se Gram.). Äfv. προσήκει (det är
tillbörligt) m. dat. 1. acc. c. inf. δφείλειν (vara
skyldig, moral, förpligtad). άναγκάζεσθαι (tvingas).
Jfr Må, Skola.

Mått, μέτρον, τό (eg. o. oeg.).: taga m.,
μέ-τρον λαμβάνειν, till ngt, συμμέτρησίν τίνος
λαμβάνειν. : taga m. efter ngt, μετρείν τί τινι 1. πρός
τι. σνμμετρείν τί τινι.: efter m:t af, κατά m.
acc. t. ex. efter m:t af sina krafter, κατά
δύναμιν. jfr Mån.: d. rätta m:t, καιρός, δ.: utöfver
d. rätta m:t, ύπέρ καιρόν, καιρού πέρα.: s.
iakttager d. rätta m:t, εμμετρος, 2. μέτριος, 3.: rikt
m., άφθονία, ή.: i rikt m., άφθονος, 2.
άφθό-νως.: mäta ngn m. lika m., τήν ϊσην μετρείν
τινι.: i riktigt, behörigt m., μέτρω. μετρίως,
ορθώς. δικαίως, se f. öfr. Måtta, b) m. o. steg,
βουλή, ή. βούλευμα, τό. γνώμη, ή. μηχανή, ή.:
taga, träffa m. ο. steg, βουλεύεσθαι. μηχανάσθαι.
emot ngt, καταπραγματεύεσθαί τίνος,
άντιμηχα-νάσθαι, άντιπράττειν τινί.: taga sina m. ο. steg
efter ngt, βουλεύεσθαι πρός τι.

Måtta, μέτρον, τό. τό μέτριον. μετριότης,
σωφροσύνη, ή (ss. egenskap hos pers.).: hållam.,
μέτρω χρήσθαί, μετριάζειν, μέτριον είναι, i, vid
ngt, εν τινι 1. περί, πρός τι μετρίως εχειν πρός
τί. μετρίως χρήσθαί τινι. έγκρατή είναι 1.
έγκρα-τώς έχειν τινός (vara återhållsam), σωφρονεϊν περί
τι.: håll m., μηδέν άγαν.: icke hålla m., άμετρία
χρήσθαί, άκολασταίνειν. άκόλαστον είναι : utan
m., άμέτρως. άμετρος, 2.: öfver m:n, πέρα τού
μέτρου, άγαν. ύπερβαλλόντως. υπερβάλλων, ουσα,
ον. ofta gm smnsättning med ύπέρ, t. ex. öfver
m:n ängslas, plågas, νπεραγωνιάν, υπεραλγεϊν.:
vara öfver m:n glad, ύπερχαίρειν, ύπερήδεσθαι.
o. s. v. b) i högsta, ringa måtto, se Grad 3).:
i tillbörlig måtto, άξίϋ)ς. προσηκόντως, δικαίως.:

1 så måtto, (κατά) τοσούτον. ταύτ$. τ^δε. ούτως.
Jfr Sätt.

Måtta, se Sigta.

Måttlig, 1) s. håller måtta, μέτριος, 3.
εμμετρος, 2. έπιεικής, 2. σώφρων, 2 ο. έγκρατής,

2 (i begär ο. njutningar). : vara m. i ngt, se hålla
Måtta.: m. i drickande, μετριοπότης, ου, ό.:
lefva m:t, διαίτφ μετρία χρήσθαί. 2)
medelmåttig, μέτριος, 3.’ού πολύς, 3.

Måttlighet, 1) μετριότης, ή. σωφροσύνη, ή.

έγκράτεια, ή.: bevisa m., μετριάζειν. άσκεϊν
σω-φροσύνην. σοφρόνως 1. μετρίως εχειν. 2) τό
μέτριον.

Måttstock, μέτρον, τό. κανών, όνος, ό.
στα-θμή, ή.: taga ngt till m. f. ngt, μετρείν, -σθαι
τί τινι 1. έκ τίνος, σταθμάσθαί τί τινι.

Mäkla, se Medla.

Mäklare, προξενητής, ού. δ. se f. öfr.
Medlare.

Mäklararvode, τό προξενητικόν.

Mäkta, se Förmå.

Mäkta, se Mycket.

Mäktig, 1) absol. a) om pers., δυνατός, 3.
πολύ 1. μέγα δινάμενος, 3. Ισχύων, ουσα, ον.
Ισχυρός, 3. κρατερός, 3.: mäktigare,
δυνατώτε-ρος, 3. πλείω 1. μείζον δυνάμενος, κρείττων, 2.:
en m. stat, πόλις μεγάλη 1. ευδαίμων 1. πολλήν
δύναμιν έχουσα.: vara m., δυνατόν είναι,
δύναμιν εχειν. πολύ δύνασθαι. b) om saker, stark,
häftig, ισχυρός, 3. δεινός, 3. μέγας, 3. πολύς, 3.
βίαιος, 3. σφοδρός, 3. ύπερφυής, 2
(utomordentlig). άφθονος, 2 (gifvande, ymnig).: om mat,
δύσπεπτ ος, 2. 2) m. öfver ngt, (έπι) κρατών,
ούσα, ούν, έγκρατής, (2) τίνος, κατέχων, ουσα,
ον τι.: vara m. öfver sig sf, κρατείν, έγκρατή
είναι εαυτού.: s. icke är m. öfver ngt, άκρατής,
2.: vara m. ngt, = förstå, έπίστασθαί τι.
εμπει-ρον είναι 1. έμπείρως εχειν τινός.: vara m. att
göra ngt, se Förmå.

Mäktighet, se Makt.: malmgångars,
αφθονία, ή.: mats, τό δύσπεπτ ον.

Mäld, bl. σίτος, δ (άλούμένος, άλεσθησό μένος).

Μ älta, βρέχειν τε και φρύγειν (κριθήν).

Mänga, se Blanda.

Mängd, πλήθος, τό. άριθμός, ό (antal),
εύ-πορία, άφ&ονία, ή (god tillgång), φορά, ή (t. ex.
ρητόρων, προδοτών). Ofta äfv. gm adj. πολύς, 3.:
den stora m., τό πλή&ος. οι πολλοί, δ πολύς
ομι-λος.: i m., πολύς, 3.: i stor m., άφ&ονος, 2.
δαψιλής, 2. συχνός, 3. Jfr Hop.

Märka, 1) förse m. märke, σημειούν.
(παρα)-σημαίνειν, -σ&αι. παρασημειούσΒ·αι. 2)
förnimma, αίσ&άνεσ&αι. όράν. νοεϊν. έννοείν(-σβ-αι),
κατανοεί ν. γιγνώσκειν, (κατα)μαν&άνειν. νπνοείν,
ύποπτεύειν (gissa, förmoda).: m. ngt hos, på ngn,
ένοράν (εν) τινί τι. παροράν τινί τι.
καταμανθάνειν 1. (m. dålig bibet.) καταγιγνώσκειν τινός
τι.: (kunna) märkas, αϊσ&ησιν παρέχειν.: låta m.
ngt, ένδεικνύναι, δηλούν, φανερόν ποιειν τι.
δήλον 1. ενδηλον είναι m. part.: icke låta m.,
(άπο)-κρύπτεσ&αι. λαν&άνειν m. part. 3) aktgifva på,
observera, προσέχειν (τόν νουν) τινί.: = behålla i
minnet, (δια)μεμνήσθαι. διά μνήμης εχειν.: =
besinna, έν&υμείσ&αι. έν νοεϊν.: märk, μέμνησο.:
märk väl, ευ ισ&ι.: väl till märkandes, δή. λέγω.

Märkbar, 1) eg., αισθητός, 3. νοητός, 3.
i-πίσημος, 2. 2) se Märklig 2).

Märke, ση μείον, τό. γνώρισμα, τό (hraf ngt
igenkännes), δήλωμα, τό (hrgm ngt uppenbaras).
τεκμήριον, σύμβολον, τό (hraf ngt slutes),
μνη-μεϊον, τό (minnesm.). χαρακτήρ, ήρος, ό (eg.
in-gräfdt m., charakteriserande kännem.) ίχνος, τό
(spår, t. ex. πληγής), στίγμα, τό (inbrändt m.).:
m. af hugg, slag, μώλωψ, ωπος, o (blodstrimma,
blånad), ούλή, ώτειλή, ή (ärr).: födelsem.,
(σύμφυτος 1. συγγενής^ σπϊλος, δ. κηλίς, ϊδος, ή.:
sätta m. på ngt, se Märka 1).: utan m., άΰη-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0290.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free